Πώς ορίζεται η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα…

on .

- Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

«Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις». Δηλαδή, για να κατανοήσουμε ορθά ένα θέμα, πρέπει να ερμηνεύσουμε πρώτα ορθά τη λέξη, τον όρο, την ονομασία ενός θέματος. Γι’ αυτό, θα αρχίσουμε την ανάπτυξη του θέματος από την ετυμολογία της ονομασίας Πάσχα.
Στα Εβραϊκά υπάρχει η ονομασία Πέσαχ = διάβαση, διέλευση (πέρασμα). Πέσαχ είναι η «μνημόσυνη» εορτή των Εβραίων που αναφέρεται στην διέλευση του Εβραϊκού λαού από την Αίγυπτο στη γη των προγόνων τους. Εορτή των Εβραίων «εις ανάμνησιν» της απελευθέρωσής τους από την αιχμαλωσία των απογόνων του Ιωσήφ (υιού του Ιακώβ) και των αδελφών του που τους είχαν οι Αιγύπτιοι ως δούλους.
Οι Χριστιανοί μετέτρεψαν τη λέξη Πέσαχ σε Πάσχα. Επιπλέον δε μετουσίωσαν την εβραϊκή εορτή σε διάβαση, διέλευση από τον θάνατο στη ζωή. Δηλαδή, οι Εβραίοι διαβαίνουν την Ερυθρά θάλασσα και πηγαίνουν στη γη των προγόνων τους. Οι Χριστιανοί, μετά την Ανάσταση του Θεανθρώπου, διαβαίνουν από τον θάνατον εις την ζωήν.
Οι Εβραίοι γιόρταζαν το Πάσχα τη 15η του μηνός Νισάν, ο οποίος είναι ο πρώτος μήνας του εβραϊκού θρησκευτικού έτους. Συμπίπτει περίπου με τον χριστιανικό μήνα Απρίλιο. Ο μήνας αυτός άρχιζε λίγο πριν από την εαρινή ισημερία, την ημέρα της εμφάνισης της Νέας Σελήνης.
Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, λοιπόν, για να μη συμπέσει ο εορτασμός του χριστιανικού Πάσχα με το εβραϊκό, καθιέρωσαν το σύστημα που ισχύει μέχρι σήμερα. Αλλά πριν αναφερθούμε σ’ αυτό επιβάλλεται να δούμε κάποια άλλα πράγματα.
Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της Χριστιανοσύνης οι διάφορες Εκκλησίες γιόρταζαν το Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες. Άλλες μεν κατά το παράδειγμα των Αποστόλων Ιωάννου και Παύλου, κατά την ημέρα της Σταύρωσης του Χριστού, την 14η του εβραϊκού μήνα Νισάν, δηλαδή μία ημέρα πριν από τη γιορτή του εβραϊκού Πάσχα και σε οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδος και αν συνέπιπτε. Άλλες εκκλησίες, τέλος, εόρταζαν κατά την Κυριακή που ακολουθούσε την πρώτη εαρινή πανσέληνο.
Λόγω των διαφορών αυτών στον εορτασμό του Πάσχα από τις διάφορες Εκκλησίες η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 325 μ.Χ., θέσπισε τα του προσδιορισμού της εορτής του Πάσχα με μία εγκύκλιο επιστολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην οποία εκτίθεται ο γνωστός από τότε ως «Όρος της Νικαίας». Σύμφωνα με αυτόν «Το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της Άνοιξης και αν η πανσέληνος συμβεί Κυριακή, τότε να εορτάζεται την επομένη Κυριακή» (για να μη συμπέσει με τον εορτασμό του εβραϊκού Πάσχα). Ο εορτασμός του Πάσχα, λοιπόν, συνδέθηκε άμεσα με την εαρινή ισημερία και την πρώτη πανσέληνο της Άνοιξης.
Όπως, άλλωστε, αναφέρει και στη διδακτορική του διατριβή ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος «…αξιοσημείωτον τυγχάνει το γεγονός ότι η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, θελήσασα να ορίση την ημέραν εορτασμού του Πάσχα, δεν ώρισε μήνας και ημέρας του Ιουλιανού Ημερολογίου, αλλ’ έθεσε ως σταθεράν βάσιν του ημερολογίου του υπολογισμού την εαρινήν ισημερίαν, δηλαδή ώρισε τα κατά τον εορτασμόν ουχί ημερομηνιακώς, αλλ’ αστρονομικώς και τούτο διότι το κανονικώς ενδιαφέρον δεν είναι η ημερομηνία, αλλά η ισημερία».
Το όλον θέμα δηλαδή είναι πλέον, με βάση τον «Όρο της Νικαίας», ένα καθαρά αστρονομικό μαθηματικό πρόβλημα, γι’ αυτό και η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, λόγω της ακμής της αστρονομίας και των μαθηματικών στην Αλεξάνδρεια ανέθεσε στον εκάστοτε Πατριάρχη Αλεξανδρείας με ειδικές «Πασχάλιες επιστολές» να γνωστοποιεί κάθε χρόνο στις άλλες Εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα, αφού πρώτα υπολογιστεί με τη βοήθεια των αστρονόμων της Αλεξανδρείας η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου. Για να βρούμε επομένως την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα ενός τυχόντος έτους, αρκεί να γνωρίζουμε ποια είναι η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου και στη συνέχεια να βρούμε την πρώτη Κυριακή που ακολουθεί μετά την πανσέληνο αυτή.
Το ημερολόγιο που ήταν σε ισχύ την εποχή εκείνη της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ήταν το Ιουλιανό, που είχε θεσπίσει ο Ιούλιος Καίσαρ (101-44 π.Χ.) το 44 π.Χ. με τη βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη από την Αλεξάνδρεια. Για τη δημιουργία του Ιουλιανού Ημερολογίου ο Σωσιγένης, βασισμένος στους υπολογισμούς του πατέρα της αστρονομίας Ιππάρχου (από τη Βιθυνία. Ο πραγματικός ιδρυτής της αστρονομίας (ο οποίος έναν αιώνα νωρίτερα είχε προσδιορίσει ότι το ηλιακό ή τροπικό έτος έχει διάρκεια ίση με 365,242 ημέρες), θέσπισε ένα ημερολόγιο, του οποίου τα έτη είχαν 365 ημέρες ενώ σε κάθε τέταρτο έτος πρόσθετε ακόμη μία ημέρα την «έκτη προ των καλενδών του Μαρτίου» που ονομάστηκε «bis sextus» (δύο φορές έκτη). Έτσι η ημέρα αυτή, επειδή μετριόταν δύο φορές, ονομάζεται ακόμη και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει ονομάζεται «δίσεκτο».
Αλλά το Ιουλιανό Ημερολόγιο δεν ήταν τέλειο. Γιατί παρόλο τον καλύτερο προσδιρισμό του ηλιακού έτους από τον Σωσιγένη, υπήρχε ακόμη μία μικρή απόκλιση από την πραγματικότητα, αφού σήμερα γνωρίζουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, ότι η διάρκεια του ηλιακού έτους είναι 365,242199 ημέρες. Έτσι το καθορισμένο από τον Σωσιγένη έτος είναι μεγαλύτερο του πραγματικού κατά 0,0078 της ημέρας, δηλαδή κατά 11 λεπτά και περίπου 13 δευτερόλεπτα, χρόνος που εκ πρώτης όψεως φαίνεται σχεδόν ασήμαντος.
Κάθε τέσσερα χρόνια, όμως, το μικρό αυτό λάθος γίνεται περίπου 45 λεπτά και κάθε 129 χρόνια φτάνει τη μία ολόκληρη ημέρα. Μέσα στα πρώτα 400 χρόνια από την εφαρμογή του Ιουλιανού Ημερολογίου το λάθος είχε φθάσει τις τρεις ημέρες, με αποτέλεσμα το 325 μ.Χ. η εαρινή ισημερία να συμβεί στις 21 Μαρτίου. Τη χρονιά εκείνη έγινε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας και θέσπισε τον «Όρο της Νικαίας» για τον προσδιορισμό του χριστιανικού Πάσχα, που συνδεόταν έτσι άμεσα με την πρώτη εαρινή πανσέληνο.
Το λάθος, όμως, των περίπου 11 λεπτών του Ιουλιανού Ημερολογίου συσσωρευόταν κάθε χρόνο και η εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν όλο και πιο νωρίς. Έτσι, ενώ την εποχή του Χριστού η εαρινή ισημερία συνέβαινε στις 23 Μαρτίου, το 325 μ.Χ. συνέβη στις 21 Μαρτίου και το 1582 μ.Χ. είχε φθάσει να συμβαίνει στις 10 Μαρτίου, γεγονός που δημιουργούσε προβλήματα στον ακριβή καθορισμό του εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα, σύμφωνα με τον όρο που είχε θεσπίσει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Το 1572, τη χρονιά που εκλέχτηκε Πάπας ο Γρηγόριος ο 13ος, ο Ιησουίτης αστρονόμος Χριστόφορος Κλάβιους, με τη βοήθεια του αστρονόμου Λουίτζι Λίλιο, επεξεργάστηκε την παπική βούλα της ημερολογιακής μεταρρύθμισης που δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1582. Με τη μεταρρύθμιση, η 5η Οκτωβρίου 1582 ονομάστηκε 15η Οκτωβρίου για να διορθωθεί το λάθος των 10 ημερών, που είχε συσσωρευθεί στους προηγούμενους 11 αιώνες και για να επιστρέψει η εαρινή ισημερία στην 21η Μαρτίου, όπως ήταν κατά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Για να μην επαναληφθεί, λοιπόν, το λάθος του Ιουλιανού Ημερολογίου, ο Λίλιο όρισε ότι δίσεκτα θα είναι τα έτη που ο αριθμός τους διαιρείται με το 4, εξαιρουμένων των «επαιωνίων», δηλαδή τα έτη των αιώνων, από τα οποία όριζε ως δίσεκτα μόνον όσα έχουν αριθμό αιώνων που διαιρείται επακριβώς με το 4. Με αυτή την τροποποίηση το έτος 1900 δεν ήταν δίσεκτο, ενώ αντίθετα το έτος επαιώνιο 2000 ήταν. Η τροποποίηση αυτή, δηλαδή, καθορίζει ότι σε κάθε 400 χρόνια έχουμε 97 δίσεκτα έτη, αφού το λάθος του Ιουλιανού Ημερολογίου είναι περίπου 3 ημέρες και 3 ώρες κάθε 400 χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο διορθώνουμε το λάθος των τριών ημερών, παραμένει όμως ένα λάθος περίπου τριών ωρών κάθε 400 χρόνια που θα συσσωρεύεται σε περίπου μία ημέρα μετά την πάροδο περίπου 3.200 ετών.
Το νέο Γρηγοριανό Ημερολόγιο δεν έγινε όμως αμέσως αποδεκτό και έτσι ο καθολικός κλήρος αναγκάστηκε να προσφύγει στην ανακοίνωση «θαυμάτων» για να το καθιερώσει. Τα καθολικά κράτη της Ευρώπης το αποδέχτηκαν τελικά μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Τα προτεσταντικά, όμως, κράτη χρειάστηκαν ακόμη έναν αιώνα, ενώ η Αγγλία και η Αμερική ακόμη περισσότερο, αποδεχόμενες τελικά τη μεταρρύθμιση μόλις το 1752. Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη και στην Ανατολή, όπου η αντίδραση της ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν άμεση και οξεία. Οι Πατριάρχες Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας διαμαρτυρήθηκαν έντονα στη Ρώμη και το Ιουλιανό Ημερολόγιο παρέμεινε σε ισχύ σε όλα τα ορθόδοξα κράτη μέχρι τον 20ο αιώνα.
Η Ελληνική Πολιτεία ανακίνησε το ημερολογιακό θέμα το 1919, οπότε, επειτα από γνωμάτευση μιας ειδικής επιτροπής η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε παμψηφεί ότι «η μεταβολή του Ιουλιανού Ημερολογίου μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους δύναται να γίνει (…), της Εκκλησίας κρατούσης μέχρι του νέου επιστημονικού ημερολογίου, το Ιουλιανόν». Και έτσι η Ελληνική Πολιτεία, με το νομοθετικό διάταγμα της 18ης ιανουαρίου 1923, που δημοσιεύτηκε στις 23 Ιανουαρίου, αντικατέστησε το Ιουλιανό Ημερολόγιο με το Γρηγοριανό και όρισε την έναρξη της εφαρμογής του την 16η Φεβρουαρίου 1923 που ονομάστηκε 1η Μαρτίου. Επειδή, όμως, η Εκκλησία διατήρησε το Ιουλιανό Ημερολόγιο υπήρξε οξεία αντίδραση του λαού, όταν ο εορτασμός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου δεν συνέπεσε με την εθνική μας εορτή της 25ης Μαρτίου. Έτσι, με ομόφωνη και πάλι απόφασή της η Εκκλησία της Ελλάδος: «λαμβάνουσα μεν υπ’ όψιν την εκ της διαφοράς του εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το επικρατήσαν ήδη πολιτικόν ημερολόγιον προερχομένην σύγχυσιν παρά τω λαώ και την εκ ταύτης θρησκευτικήν βλάβην αυτού, ανταποκρινόμενη δε εις την πανταχόθεν εκδηλουμένην επιθυμίαν, αποφασίζει όπως αφομοιώση το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον προς το πολιτικόν…».
Έτσι, από τις 23 Μαρτίου 1924 το εκκλησιαστικό ημερολόγιο συνταυτίστηκε με το πολιτικό, χωρίς όμως τη μετακίνηση του Πασχαλίου, που ακολουθεί και υπολογίζεται, ακόμη και σήμερα, με βάση το Ιουλιανό ή Παλαιό Ημερολόγιο.
Η διαφορά, όμως, του εορτασμού του Πάσχα από τις δυτικές και τις ανατολικές Εκκλησίες δεν βασίζεται μόνον στο λάθος του Ιουλιανού Ημερολογίου, αλλά και στον επίσης ελλιπή Κύκλο του Μέτωνα (5ος αιώνας π.Χ.), με τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να υπολογίζει τις ημερομηνίες των εαρινών πανσελήνων. Γιατί, σύμφωνα με το Σεληνιακό κύκλο του Μέτωνα, 19 ιουλιανά έτη είναι περίπου ίσα με 235 σεληνιακούς συνοδικούς μήνες. Υποτίθεται δηλ. ότι μετά παρέλευση 19 ετών οι ημερομηνίες των πανσελήνων επαναλαμβάνονται. Αυτό όμως δεν είναι τελείως ακριβές.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι και το γεγονός της διαφοράς που έχουμε στον εορτασμό του Πάσχα από τις Ανατολικές χώρες και τις Δυτικές Εκκλησίες. Η διαφορά αυτή δεν άπτεται καθόλου δογματικών θεμάτων της χριστιανικής εκκλησιαστικής λατρείας ή θρησκείας. Γιατί, όπως είδαμε, το όλον θέμα του προσδιορισμού της εορτής του Πάσχα είναι ένα απλό αστρονομικό μαθηματικό πρόβλημα. Γι’ αυτό, άλλωστε, και οι πρώην Οικουμενικοί Πατριάρχες Δημήτριος και Αθηναγόρας πρότειναν «…πρώτον πανορθόδοξον και δεύτερον Πανχριστιανικήν ιεράν συμφωνίαν, προς καθορισμόν σταθεράς Κυριακής διηνεκώς από κοινού εορτασμού του ενός Χριστιανικού Πάσχα υφ’ απάντων των ανά την Οικουμένην Χριστιανών…».