Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ «ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ» ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΙΣΧΥ ΝΟΜΟΥ

on .

Φιλόσοφοι και νομικοί έχουν αποφανθεί, κατά καιρούς, ότι η δικαιοσύνη είναι η σύνθεση της λογικής και της ελευθερίας... “Ratio et libertas jnstitiam faciunt”. Της ελευθερίας εκείνης, η οποία κλιμακώνεται και φθάνει μέσα στην συνείδηση του ανθρώπου. Την εσωτερική ελευθερία. Έτσι όσο  και αν περιβάλλονται οι δικαστές, στην συνείδηση του λαού, με  το “φωτοστέφανο του υπερανθρώπου” δεν παύουν και αυτοί να είναι άνθρωποι και να αισθάνονται ως άνθρωποι, όσο και αν οι ανθρώπινοι νόμοι τους ανεβάζουν ψηλά και τους αναθέτουν να κρίνουν άλλους ανθρώπους, τους συνανθρώπους τους. Και όμως η κοινωνία περιμένει την απόφαση του δικαστή, ως μία θεϊκή προσφορά προς τον άνθρωπο, ο οποίος διψάει για δικαιοσύνη. Είναι η κοινωνία, η οποία δεν ανέχεται στον δικαστή την πλάνη και πολύ περισσότερο δεν ανέχεται την αδικία. Γι' αυτό και ο δικαστής, ο αληθινός δικαστής, πρέπει να έχει πηγαίο και αδιάφθορο το περί δικαίου αίσθημα, το οποίο  “αναβλύζει από την Κασταλία πηγή της δικαιοσύνης” και δεν δικαιούται... “να πράττει κατά φιλίαν, έχθραν, φόβον, χάριν ή προς ιδιαιτέραν τινά σχέσιν ή δι' άλλην τοιαύτην αιτίαν”. Γενικώτερον ο Δικαστής... “ο συνειδώς εαυτώ λόγον τινά εξαιρέσεως” οφείλει να απόσχει των καθηκόντων του. Προ παντός όμως άλλου ο δικαστής, ως φορέας της δικαιοσύνης, πρέπει να κρατεί την δικαιοσύνη μακράν της πολιτικής και των κοινωνικών διαμαχών, πρέπει να είναι ο αντικειμενικός και αμερόληπτος κριτής, ο οποίος να οδηγείται αποκλειστικώς και μόνο από το ισχύον δίκαιο, δηλαδή το Σύνταγμα και τους συνάδοντες σ' αυτό νόμους,  καθώς και τη φωνή της συνειδήσεώς του. Συνείδηση, η οποία πρέπει να είναι θωρακισμένη, κατά τρόπο ώστε να είναι άτρωτη από κάθε εξωτερικό επηρεασμό. Είναι γνωστή η ρήση... “Ας αποδοθεί (ας υπάρξη) δικαιοσύνη και ας καταστραφή ο κόσμος” (Fuit justitia et pereat mundus). Μόνο κατ' αυτόν τον τρόπο ικανοποιείται το περίφημο... “κοινό περί δικαίου αίσθημα”, το οποίο σηματοδοτεί την γνώμη του μέσου συνετού ανθρώπου, του “και νουν έχοντος” ανθρώπου και όχι την γνώμη των ορδών, “των εθελοντών κεκρακτών”, οι οποίοι “μονοπωλούν” την εκπροσώπηση... “της κοινής γνώμης” και ενώ είναι, τόσον αριθμητικώς, όσο και “ποιοτικώς” οι ολίγιστοι, απαιτούν να γίνεται “σεβαστή” η γνώμη τους από την δικαιοσύνη.
Είναι γνωστό και διδάσκεται ότι η δικαιοσύνη, για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα, πρέπει να είναι ανεξάρτητη. Και τούτο για να μπορεί να αποτελεί την εγγύηση της εφαρμογής των κανόνων του ισχύοντος δικαίου, της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών και της διατηρήσεως της έννομης τάξεως. Να είναι το “Οχυρόν της Δημοκρατίας”, όπως προσφυώς παρατηρήθηκε κατά το παρελθόν, αλλά και επιβεβαιώνεται σήμερα. Η ανεξαρτησία όμως, καθώς και η αμερόληπτη άσκηση, της δικαιοσύνης επιτυγχάνεται μόνο με την αυστηρή τήρηση της αρχής της τριμερούς διακρίσεως των εξουσιών, όπως η αρχή αυτή διδάχθηκε από τον Αριστοτέλη και συστηματοποιήθηκε, τον 18ο αιώνα, από τον Γάλλο φιλόσοφο Montesquieu, αλλά και  θεσμοθετήθηκε και περιελήφθηκε σε όλα τα Ελληνικά Συντάγματα, ακόμη και σ' αυτό το “Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος (Επίδαυρος 1-1-1822).
Έτσι η εκτελεστική εξουσία δεν επιτρέπεται, κυριολεκτικώς απαγορεύεται, να αναμειγνύεται στο έργο της δικαιοσύνης. Απλώς δικαιούται να ρυθμίζει την “εξωτερική” λειτουργία των Δικαστηρίων.
Αλλά και ο δικαστής, στον οποίο η πολιτεία καθίδρυσε την απόλυτη ουσιαστική ανεξαρτησία (άρθρο 87 Συντ.), δεν πρέπει και δεν επιτρέπεται να επιδιώκει την επιβολή ορισμένων συμφερόντων ή την εξυπηρέτηση των κρατούντων.
Δεν πρέπει ο δικαστής να υπόκειται σε εξουσιοδοτικούς μηχανισμούς επιβολής “διαταγών”, “επιταγών” ή και “υποταγών”, δηλαδή να ενεργεί και να οδηγεί το σκάφος της δικαιοσύνης... “αεί τω πνέοντι ανέμω”. Γιατί τότε ασφαλώς θα το οδηγούσε στο “λιμάνι”, όπου κυριαρχεί η αρχή του “ό,τι  έδοξε τω ηγεμόνι έχει ισχύν νόμου -  Quid placet principi legis vigorem habet”.
Την αρχή αυτή, όπωs είναι γνωστό, την ευαγγελίζονται, με περισσό φενακισμό, τα αυταρχικά καθεστώτα, εμμέσως όμως και η ψευδεπίγραφη ιδεολογία και ιδεοληψία μιας “μερίδας” της πολιτικής τάξεως, τόσο του παρελθόντος, όσο και του ενεστώτος χρόνου, η οποία θέλγεται από τις ουτοπιστικές εξαγγελίες της και γοητεύεται με τους οραματισμούς της περί “σωτηρίας” της κοινωνίας, χωρίς να αντιλαμβάνεται, ότι υιοθετεί το ... “salus populi suprema lex esto”, το οποίο οικειοποιείται η κάθε μορφής τυραννία.
Το έχω διακηρύξει και άλλοτε. Σέβομαι και υπολήπτομαι τον κοινοβουλευτισμό και εκτιμώ τους αντιπροσώπους του ελληνικού λαού, όταν αυτοί με ευπρέπεια ήθους και σεβασμό προς τους δημοκρατικούς θεσμούς ασκούν τα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα. Όταν όμως παραβιάζουν την κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, όταν αμφισβητούν τους θεσμούς και τις ηθικές αξίες, όταν λοιδωρούν και προπιλακίζουν την  δικαιοσύνη, ειλικρινώς θλίβομαι. Και θλίβομαι γιατί διαβλέπω μία προσπάθεια, αφ' ενός μεν εκφοβισμού των λειτουργών της δικαιοσύνης, αφ' ετέρου δε αλώσεως της ανεξαρτησίας της. Δυστυχώς η “καινοφανής” θεωρία, κατά την οποία ο δικαστής οφείλει να κρίνει με βάση τις πολιτικές αντιλήψεις ή με βάση τις αντιλήψεις  ορισμένων κοινωνικών ομάδων, έχει εκθρέψει την πεπλανημένη αντίληψη, ότι η “πολιτική τάξη” δύναται να ανοιγοκλείνει, κατά το δοκούν, την “κερκόπορτα” της δικαιοσύνης, πότε με την χλαμύδα της δήθεν “λαϊκής επιταγής” και πότε με το λάβαρο του “προστάτη” της δικαιοσύνης. Λησμονούν όμως οι “αρριβιστές” της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν είναι δυνατόν να τρομοκρατηθούν. Και τούτο γιατί γνωρίζουν, ότι η καλλίτερη άμυνά τους, στις συσσωρευμένες  άδικες κρίσεις, είναι η άτεγκτη εκτέλεση του καθήκοντος. Και το σπουδαιότερο, το οποίο διαφεύγει της προσοχής των “ολετήρων” αυτών της κοινωνικής και πολιτικής ζωής μας, είναι ότι παρήλθε ανεπιστρεπτί η πάλαι ποτέ “θεωρία” και η σύγχρονη “πεπλανημένη” αντίληψη, ότι η επιθυμία του εκάστοτε “Κυβερνήτη” έχει και ισχύ νόμου ...“είπατε εις τον αυτοκράτορα, ότι υπάρχουν και δικασταί...” απάντησε ο Πρώσσος (μυλωνάς), όταν απειλήθηκε ότι θα του πάρουν τον μύλο του, γιατί εμπόδιζε στην ανέγερση του μεγαλοπρεπούς ανακτόρου του Σαν-Σουσί. Αντιθέτως το κοινοβούλιο, ο Ναός της Δημοκρατίας, είναι ανάγκη να υπερασπίζεται την νομιμότητα, όπως ακριβώς υπερασπίζεται την εδαφική ακεραιότητα της Χώρας... “μάχεσθαι χρη τον Δήμον υπέρ του νόμου, όκωσπερ τείχεος”.