Από τους Μολοσσούς ως το Δεσποτάτο της Ηπείρου…

on .

Ο ισχυρότερος λαός από τα ηπειρωτικά φύλα ήταν οι Μολοσσοί, οι οποίοι κατοικούσαν στο ανατολικό και κεντρικό τμήμα της Ηπείρου, ανάμεσα στον Θύαμη ποταμό, στη Θεσπρωτία και τη Χαονία.
Οι Μολοσσοί ανέλαβαν την ηγεμονία της Ηπείρου και ίδρυσαν το σπουδαιότερο ηπειρωτικό κράτος. Η ιστορία του κράτους των Μολοσσών συνταυτίζεται με την ιστορία της αρχαίας Ηπείρου.
Κατά την παράδοση οι Βασιλιάδες των Μολοσσών κατάγονταν από τους ήρωες του Τρωικού πολέμου, από τον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας. Μετά την καταστροφή της Τροίας ο Νεοπτόλεμος ήρθε στην Ήπειρο και έγινε ο ιδρυτής της δυναστείας των Αιακιδών. Πρώτος βασιλιάς ήταν ο Άδμητος, ο οποίος κατά τη μαρτυρία του Θουκιδίδη φιλοξένησε τον Θεμιστοκλή (470 π.Χ.) μετά την φυγή του από την Αθήνα.
Ο σπουδαιότερος βασιλιάς των Μολοσσών, μετά τον Άδμητο, ήταν ο Θαρρύπας, ο οποίος ήρθε σε στενές σχέσεις με τους Αθηναίους, με τους οποίους συνήψε ισχυρούς δεσμούς. Προσπάθησε να φέρει τον αθηναϊκό πολιτισμό στην Ήπειρο. Μετά τον Θαρρύπα στον θρόνο της Μολοσσίας ανέβηκε ο γιος του Αλκέτας, τολμηρός βασιλιάς, όπως ο πατέρας του.
Τον Αλκέτα τον διαδέχτηκε ο γιος του Νεοπτόλεμος και μετά τον θάνατό του, ο νεότερος γιος του Αλκέτα Αρρύβας, ο οποίος νυμφεύτηκε την κόρη του Νεοπτόλεμου και ανιψιά της Τρωάδας. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β’ ήρθε σε γάμο με την άλλη αδερφή της Τρωάδας την Ολυμπιάδα. Από τον γάμο του Φιλίππου και της Ολυμπιάδας γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος.
Ο σπουδαιότερος βασιλιάς και μεγάλος στρατηγός, της αρχαίας Ηπείρου ήταν ο Πύρρος (318-272 π.Χ.), ο οποίος επεξέτεινε το κράτος της Ηπείρου από τον Αώο ποταμό μέχρι τον Αμβρακικό και επιχείρησε την κοσμοϊστορική εκστρατεία στην Ιταλία, για να προστατεύσει τις ελληνικές πόλεις από τους Ρωμαίους.
Μετά τον θάνατο του Πύρρου το Κράτος της Ηπείρου άρχισε να εξασθενεί. Γύρω στα 234 π.Χ., μετά τη δολοφονία της τελευταίας Βασίλισσας των Μολοσσών Δηιάνειρας, εγκαθιδρύθηκε στην Ήπειρο δημοκρατικό πολίτευμα με πρωτεύουσα τη Φοινίκη της Χαονίας, με την ονομασία «ΚΟΙΝΟΝ ΤΑΝ ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ». Με την ίδρυση του «Κοινού» καθιερώθηκε για όλους όσους κατοικούσαν αυτή τη χώρα το όνομα «Απειρώτης». Οι Ηπειρώτες μαζί με τους Μακεδόνες απέκρουσαν τους Γαλάτες και αγωνίστηκαν και εναντίον των Ρωμαίων. Εξαντλημένοι από τους συνεχείς πολέμους υπέκυψαν στις Ρωμαϊκές λεγεώνες.
Το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι υπό τον ύπατο Αιμίλιο Παύλο κατέστρεψαν ολοσχερώς την Ήπειρο, εκδικούμενοι με τον τρόπο αυτό την εμφάνιση του Πύρρου προ των Πυλών της Ρώμης. Οι ηπειρωτικές πόλεις καταστράφηκαν, 150 περίπου χιλιάδες πουλήθηκαν ως δούλοι και ο ηπειρωτικός πλούτος χρησιμοποιήθηκε για τον θρίαμβο στη Ρώμη. Κατά τον 1ο π.Χ. αιώνα βρίσκουμε την Ήπειρο εξουθενωμένη, ολιγάνθρωπη, φτωχή και σχεδόν έρημη.
Επί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) παρουσιάζεται μια σημαντική μεταβολή στη διοίκηση της Ηπείρου. Η Ήπειρος διαιρέθηκε σε δυο μεγάλες διοικήσεις, στην Παλαιά και Νέα Ήπειρο. Όμως, κατά τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους παρέμεινε στην αφάνεια. Όταν το ρωμαϊκό κράτος χωρίστηκε σε Ανατολικό και Δυτικό, η Ήπειρος, με τις δυο αυτές επαρχίες, Παλαιά και Νέα Ήπειρο, απετέλεσαν τμήμα του βυζαντινού κράτους.
Η Ήπειρος παρέμενε ακόμη ολιγάνθρωπη και έρημη. Ακόμη περισσότερο ερημώθηκε όταν και αυτή δέχτηκε επιδρομές των Γότθων του Αττίλα. Οι Γότθοι κατέστρεψαν τον Ογχησμό (σήμερα Άγιοι Σαράντα), την Νικόπολη, το Βουθρωτό, την Φοινίκη και άλλες πόλεις.
Από τότε η ηπειρωτική ιστορία βρίσκεται βυθισμένη στο σκοτάδι. Λίγες πληροφορίες μας δίνει ο «Συνέκδημος» του Ιεροκλέα, έργο της εποχής του Ιουστινιανού, στο οποίο εξετάζεται από τον βυζαντινό ιστορικό και γεωγράφο Ιεροκλή και απαριθμούνται «Πάσαι αι επαρχίαι και πόλεις αι υπό τον Βασιλέα των Ρωμαίων του εν Κωνσταντινουπόλει».
Από τον Ιεροκλέα πληροφορούμαστε ότι η Παλαιά Ήπειρος περιελάμβανε το τμήμα από τα Ακροκεραύνια μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο. Πρωτεύουσα της Παλαιάς Ηπείρου ήταν η Νικόπολη, η οποία έγινε σπουδαίο πολιτικό και πνευματικό κέντρο. Τα σωζόμενα βυζαντινά ερείπια, ναοί, μωσαϊκά, θέατρα, υδραγωγείο και άλλα έργα τέχνης μαρτυρούν την ακμή της πόλης κατά τους Βυζαντινούς χρόνους.
Η Νέα Ήπειρος περιελάμβανε το τμήμα από τα Ακροκεραύνια μέχρι το Δυρράχιο. Οι κάτοικοι είχαν ελληνική συνείδηση και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Πρωτεύουσα της Νέας Ηπείρου ήταν το Δυρράχιο. Για αιώνες το Δυρράχιο ήταν σπουδαίο βυζαντινό λιμάνι και διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στον πόλεμο εναντίον των Νορμανδών και άλλων βαρβάρων που απειλούσαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε η Ήπειρος στην ιστορία του Μεσαιωνικού Ελληνισμού κατά τα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το Δεσποτάτο ιδρύθηκε μετά το 1204, μετά δηλ. την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, από τον Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό Δούκα. Περιελάμβανε την περιοχή της Ηπείρου από το Δυρράχιο μέχρι την Ναύπακτο. Είχε πρωτεύουσα την Άρτα στην οποία σώζονται σημαντικά βυζαντινά μνημεία, κυρίως Ναοί, που μαρτυρούν την ακμή της πόλης. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου είχε οργανώσει τακτικό στρατό και αγωνίστηκε εναντίον των Φράγκων και διέλυσε τα άτακτα αλβανικά στίφη που λεηλατούσαν τις κεντρικές περιοχές.
Από τον 14ο αιώνα οι Αλβανοί αρχίζουν να γίνονται απειλητικοί και σπέρνουν τον τρόμο στις δυτικές επαρχίες της Ηπείρου. Οι συνεχείς αυτές λεηλασίες και επιδρομές είχαν συνέπεια την φτώχεια και την εξαθλίωση των βορειότερων ηπειρωτικών επαρχιών, και δημιουργούν προβλήματα στους Έλληνες της Ηπείρου. Εξαιτίας αυτών των λεηλασιών και των επιδρομών των Αλβανών παρατηρείται μεγάλη μετανάστευση των Ηπειρωτών στην νότιο Ελλάδα.
Αναφέρεται ότι το 1380 δέκα χιλιάδες χριστιανοί, καλούμενοι «Αρβανίτες» κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν στη νότιο Ελλάδα, στην Πελοπόννησο, Αττική, Βοιωτία και στα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Άνδρο. Η μετανάστευση αυτή ελάττωσε τον πληθυσμό της χώρας.
Στα πικρά χρόνια της Τουρκοκρατίας, κατά τα οποία οι Βορειοηπειρώτες και όλοι οι Έλληνες παρέμειναν σκλάβοι για πολλούς αιώνες.