Τα νερά της Παμβώτιδας και η προστασία τους…

on .

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΚΡΗ*

Η λίμνη μας, όπως όλοι γνωρίζουμε, διέρχεται από μία φάση έντονου ευτροφισμού και ρύπανσης των υδάτων της. Για την διαμόρφωση ενός πλαισίου προστασίας και διαχείρισής της απαιτείται η παρουσίαση των δύο πιο γνωστών χαρακτηριστικών της, που είναι η ποσότητα και η ποιότητα των νερών της. Η Παμβώτιδα με τα εγγειοβελτιωτικά έργα που κατασκευάστηκαν, περιορίστηκε με τα αναχώματα και με τον ρυθμιστή στο θυρόφραγμα του Περάματος, ώστε να δη-μιουργηθεί μια ρυθμιζόμενη δεξαμενή νερού, ένας κλειστός ρυθμιζόμενος ταμιευτήρας, προκειμένου να καλύψει τις αρδευτικές ανάγκες, για την αξιοποίηση της γεωργικής γης του Λεκανοπεδίου Ιωαννίνων. Αυτός ο τεχνητός περιορισμός μια μεγάλης μάζας νερού, είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές αλλαγές στην ποσότητα και ποιότητά της, από το 1960 έως σήμερα.
Η  λίμνη μας, έχει μια βασική εισροή και συντηρείται με την βροχόπτωση - χιονόπτωση, την εισροή πηγαίων υδάτων πλησίον της όχθης της, καθώς από τις εισροές πολλών δευτερευόντων χειμάρρων – στραγγιστικών τάφρων και από το δίκτυο ομβρίων της πόλης μας.  
Στο θυρόφραγμα  Περάματος γίνεται η επιφανειακή απορροή, στο διπλανό έργο υδροληψία και με το αντλιοστάσιο Λογγάδων γίνεται εποχιακά η ενδιάμεση απορροή για άρδευση, καθώς η υπόγεια απορροή, η εξάτμιση, η διαπνοή και η διήθηση, είναι οι συνηθέστερες συνεχόμενες συνιστώσες της εκροής της.
Το υδρολογικό ή υδατικό ισοζύγιό της, είναι η μαθηματική έκφραση του υδρολογικού της κύκλου  και εκφράζεται εξισώνοντας τη διαφορά μεταξύ της εισροής και της  εκροής και τον ρυθμό αλλαγής της αποθήκευσης νερού στη λεκάνη της, σε καθορισμένο χρόνο. Η  λίμνη μας, μπορεί να θεωρηθεί ένα σύστημα όπου η εισροή και εκροή (εκτός της ποσότητας νερού άρδευσης), καθώς και οι απώλειές της είναι άγνωστες, οπότε δεν γνωρίζουμε το υδρολογικό της ισοζύγιο.
Και όπου οι λίμνες χρησιμοποιούνται ως απόθεμα νερού όπως η δική μας (ταμιευτήρας), υπάρχει συχνά η ανάγκη να ρυθμιστεί το απόθεμα, ειδικά σε περιόδους λειψυδρίας - ξηρασίας. Οι εποχιακές κλιματικές αλλαγές, ειδικά η βροχόπτωση και η ηλιακή θέρμανση, προκαλούν τις εποχιακές διακυμάνσεις στο ισοζύγιο του νερού που έχουν σαν αποτέλεσμα, την εποχιακή μεταβολή της στάθμης του νερού μιας λίμνης και τον ρυθμό αλλαγής της αποθήκευσης νερού στη λεκάνη της. Τέτοιες μεταβολές μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα του νερού, καθώς ο χρόνος παραμονής του είναι εξαιρετικά σημαντικός.
Οι λίμνες που σχηματίζονται από συγκεντρώσεις νερού όπως η δική μας, υπόκεινται σε μεγάλες αλλαγές στην ποσότητα και ποιότητα του νερού, καθώς ένα νέο οικολογικό ισοζύγιο έχει εγκατασταθεί. Στην περίπτωση της Παμβώτιδας, είναι απαραίτητη μια προσεκτική εκτίμηση της ποιότητας των υδάτων της για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των αποθεμάτων της.
Οι λίμνες παραδοσιακά είναι πηγές νερού που υποεκτιμούνται από την κοινωνία, προσφέρουν πολλαπλές χρήσεις και είναι εκλεκτές περιοχές για εγκατάσταση και κατοίκηση, όπως συνέβη με την πόλη των Ιωαννίνων αλλά και της Καστοριάς. Οι ευεργετικές χρήσεις των υδάτων εξυπηρετούν μια σειρά από χρήσεις όπως η υποστήριξη υδρόβιων οργανισμών, η αλιεία, το απόθεμα πόσιμου νερού, η άρδευση, η αναψυχή - κολύμπι, ο αθλητισμός, οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες, κλπ.
Υπάρχει όμως και η εσφαλμένη εντύπωση πως οι λίμνες έχουν απεριόριστη δυνατότητα να απορροφούν ή να διαλύουν βιομηχανικά και αστικά απόβλητα, να αυτοκαθαρίζονται και  γι’ αυτό το λόγο η παρατήρηση και η εκτίμηση της ποσότητας και ποιότητας των νερών τους είναι απαραίτητη.
Ο έλεγχος αυτός γίνεται από την πολιτεία και παράλληλα θα πρέπει να αναγνωρίζονται οι πηγές της ρύπανσης μιας λίμνης. Είναι απαραίτητο να υπάρχει μια λεπτομερής εκτίμηση της κατάστασής της τόσο για τις ρυπογόνες ουσίες όσο και για τους τρόπους – οδούς που αυτές εισήλθαν στο σύστημα ώστε να εφαρμοστούν συγκεκριμένες διαχειριστικές δράσεις, ανά ρυπαντή, ανά πηγή ρύπανσης.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Οδηγία 2000/60/ΕΚ και το Προεδρικό Διάταγμα 51/2007, βασικό περιβαλλοντικό στόχο αποτελούσε η επίτευξη καλής κατάστασης (οικολογικής και χημικής) των υδάτων έως το 2015, δηλαδή το έτος ολοκλήρωσης του πρώτου εξαετούς διαχειριστικού κύκλου. Ωστόσο, η ίδια η Οδηγία αναγνωρίζει εγγενείς αδυναμίες που οδηγούν στην απομάκρυνση από το στόχο αυτό και στον καθορισμό δύο μελλοντικών οροσήμων που σχετίζονται με τους επόμενους δύο διαχειριστικούς κύκλους και την ολοκλήρωσή τους τα έτη 2021 και 2027, αντίστοιχα. Πρωτοποριακό στοιχείο της Οδηγίας είναι ότι η ποιότητα των επιφανειακών υδάτων δεν εκτιμάται με βάση μόνο τα αποτελέσματα των χημικών αναλύσεων (χημική κατάσταση), αλλά με οικολογικά ποιοτικά στοιχεία, σε συνδυασμό με χημικά.
Στο Υδατικό Διαμέρισμα Ηπείρου διαπιστώθηκε ότι υπάρχει μία σειρά από επιφανειακά υδάτινα σώματα τα οποία δεν πέτυχαν τους στόχους της Οδηγίας  το 2015 όπως η Λίμνη Παμβώτιδα (Κωδικός: GR000500030040H ). Η οικολογική τους ή/και η χημική τους κατάσταση είναι κατώτερη της καλής και δεν είναι βέβαιο ότι τα βασικά και συμπληρωματικά μέτρα που προτείνονται προς εφαρμογή κατά την παρούσα διαχειριστική περίοδο (2015-2021) θα έχουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα σε διάστημα 5 περίπου ετών, έως το 2021.
Με βάση τα προαναφερθέντα, προκειμένου η κατάσταση και οι δυνατότητες της περιβαλλοντικής βελτίωσης επιτευχθούν, οι περιβαλλοντικοί στόχοι της οδηγίας  που σχετίζονται με την οικολογική και χημική κατάσταση των λιμνών πρέπει να εφαρμοστούν, ώστε για την αποτίμηση του συστήματος μιας λίμνης να διαθέτουμε πληροφορίες που θα αφορούν τις κατηγορίες παραμέτρων (Βιολογικές -Υδρομορφολογικές - Ουσίες Προτεραιότητας - Εδικοί Ρύποι) από τους φορείς Παρακολούθησης.
Συμπερασματικά, οι αποτελεσματικές στρατηγικές ελέγχου και εφαρμογής έργων από την Περιφέρεια και τον Δήμο μας, θα πρέπει να βασίζονται σε  μοντέλα, που μπορούν να προωθήσουν μέσα, για τον έλεγχο της ρύπανσης και να επιτύχουν ή διατηρήσουν σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο την ποσότητα και ποιότητα του νερού της Παμβώτιδας.

* Ο Δημήτρης Μακρής είναι Πολιτικός Μηχανικός Τ.Ε., Υδραυλικών Έργων