Η Ιλιάδα και η μουσικότητα της Αρχαίας Ελλάδας…

on .

Πριν από αρκετά χρόνια ήρθε στην Αθήνα ο τότε καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ του Καναδά Ζακ Μπουσάρ. Τότε, έδωσε διάλεξη στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο με θέμα: «Επωδή λόγου και τεχνική στίχου στην Ιλιάδα».
Ανάμεσα στα άλλα ανέφερε: «Όταν προσθέτει κανείς στα λόγια (του έπους) μουσική, αυτά ζωντανεύουν και βγαίνουν από το χαρτί. Με τη μουσική και τη μελωδία παίρνει ζωή ολόκληρος ο αρχαιοελληνικός κόσμος που δεν έχει πεθάνει, αλλά ζει εδώ στην Ελλάδα».
Δήλωσε εντυπωσιασμένος με τον μουσικό πλούτο των αρχαίων Ελλήνων και συνεχίζει: «Νομίζαμε ότι δεν ξέραμε τίποτε για την μουσική στην αρχαιότητα, όμως, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Συνέχεια βρίσκουμε νέα ακούσματα. Οι ήχοι αυτοί μπορεί να μην είναι σημερινά ελληνικά, αλλά σύμφωνα με πορίσματα των νέων επιστημών, όχι μόνον της φιλολογίας, η οποία είναι μία κυρία… κάποιας ηλικίας (!) οδηγούν σε καινούρια πράγματα».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε, ο Ζακ Μπουσάρ, στον Στέφεν Ντόιτς, καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ο οποίος είχε μεταγράψει στο πεντάγραμμο όλη την Ιλιάδα. Μία απαγγελία, η οποία είναι με τους αρχαίους γραμματικούς. «Τότε αποφάσισα να ασχοληθώ με τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Όταν έφθασα στους ομηρικούς στίχους έμεινα άναυδος. Είναι τόσο έντεχνα, ποιητικά γραμμένοι, που ακόμη και αν δεν είσαι ειδικός, απολαμβάνεις την ανάγνωση». Ένας άλλος καθηγητής ομηρικών κειμένων στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ ο Ολλανδός Ντε Γροότ έγραψε: «Τα ομηρικά κείμενα, με ή χωρίς μουσική, είναι η προσωπική μου απόλαυση. Κάτι σαν «χόμπυ», η καθημερινή γυμναστική μου. Αντί να πάω στο γυμναστήριο ή στο πάρκο που βρίσκεται κοντά στο σπίτι μου για τρέξιμο…».
Στα ομηρικά κείμενα και την σημερινή ελληνική γλώσσα συμβαίνει το εξής καταπληκτικό: «Η δομή της ελληνικής γλώσσας παραμένει η ίδια από τον Όμηρο έως σήμερα. Αντιθέτως, από τα λατινικά, στις δύο νεολατινικές γλώσσες (ιταλικά και γαλλικά) έγινε μία μεταρρύθμιση τόσο μεγάλη, που η γλώσσα – θυγατέρα έχει τελείως διαφορετική ποιότητα και γλωσσικό σύστημα από τη γλώσσα – μητέρα…». (Κάποιοι Έλληνες λόγιοι επιμένουν στη θεωρία τους ότι η αρχαία είναι άλλη γλώσσα, δεν είναι μία με την ελληνική…).
Ο Ντε Γροότ, όμως, λέει: «Η ελληνική γλώσσα έχει συνέχεια και σε μαθαίνει να είσαι αδέσποτος και να έχεις μία δόξα, δηλαδή, μία γνώμη. Στη γλώσσα αυτή δεν υπάρχει απαράβατος κανόνας. Έτσι, ακόμη και αν το εκπαιδευτικό σύστημα θέλει ανθρώπους νομοταγείς σε ένα καλούπι, το πνεύμα των αρχαίων κειμένων και η γλώσσα σε μαθαίνουν να είσαι αφεντικό!». (Γι’ αυτό και στη σημερινή Ελλάδα θα διδάσκονται σαν ξένη γλώσσα. Καταργούνται «Αντιγόνη», «Επιτάφιος»).
Και για να επανέλθουμε στη σχέση μουσικής και αρχαίων κειμένων, πρέπει να λάβουμε υπόψη την προσωδία. Δηλαδή, το ρόλο που παίζουν στα αρχαία ελληνικά η βραχύτητα και η μακρότητα των συλλαβών, καθώς και τα πνεύματα. Ο Καναδός καθηγητής, που είδαμε πιο πάνω, διαπιστώνει ότι η ψιλή, η δασεία, η οξεία και η περισπωμένη γίνονται νότες…
«Η απαγγελία σέβεται τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα, δηλαδή, το καλούπι του εξαμέτρου», λέει και αναλύει «πως η ψιλή και η δασεία, η περισπωμένη και η οξεία, η μακρόφωνη λήγουσα και τα βραχύχρονα φωνήεντα γίνονται νότες». «Οι θεωρίες της Προσωδίας και της Μουσικής (μετρικής) μας επιτρέπουν να απαγγείλουμε τα ομηρικά κείμενα και να τα διαβάζουμε με την μουσική τους: «χωρίς την θεωρία του τονισμού των λέξεων παύει να υπάρχει και μουσική»…».
Ο Ολλανδός καθηγητής ομηρικών κειμένων, σε Πανεπιστήμιο του Καναδά, είχε χωρίσει τις ομηρικές λέξεις σε κατηγορίες: Ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα και άκλιτα και σε κατηγορίες ανάλογα με το πόσες φορές τις συναντά κανείς στο ομηρικό κείμενο».
Ύστερα από έρευνα βρήκε ότι οι λέξεις – λήμματα είναι 1821. Αν μάθει κανείς αυτές τις λέξεις, θα μπορεί να διαβάζει ομηρικά κείμενα χωρίς τη χρήση λεξικού. Πρόκειται, λέει, για ένα «μαγικό» αριθμό που συγκεντρώθηκε μετρώντας λέξεις τις οποίες απαντά κανείς περισσότερο από δέκα φορές στο ομηρικό κείμενο. Το λεξικό συμπληρώθηκε και τυπώθηκε με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή, που επιτρέπει όχι μόνον την ανάλυση του λεξιλογίου, αλλά ακόμη και της μετρικής (το εξάμετρο) του Ομήρου. Το λεγόμενο και δακτυλικό εξάμετρο. «Εδώ, λέει, αρχίζει η μαγεία. Με τα σημερινά μέσα μπορούμε να κάνουμε διάφορες στατιστικές, να αναλύσουμε το περιεχόμενο, τους στίχους και μαζί το καλούπι του εξαμέτρου. Μπορούμε να παίξουμε…».
Εμείς, όμως, ανακαλύπτουμε τρόπους να δυσκολεύουμε τα πράγματα. Ο τρόπος που διδάσκονται στα σχολεία μας τα αρχαία ελληνικά κείμενα τα τελευταία χρόνια είναι τέτοιος που κάνει τους μαθητές να τα αποστρέφονται. Οι ξένοι μας δείχνουν το δρόμο. Θα μπορέσουμε να κάνουμε ποτέ τη διδασκαλία των αρχαίων κειμένων μαγεία; Υπάρχει όμως και κάτι πιο αξιοθαύμαστο. Παρά τις «απλοποιήσεις» και την κατάργηση του πολυτονικού, στη σημερινή ομιλία μας στη νέα ελληνική υπάρχει ανεπαίσθητα κάποια μουσικότητα. Αυτό το επιβεβαιώνουν ξένοι ειδικοί. Πριν λίγα χρόνια επισκέφτηκε την Ελλάδα ο Διευθυντής μιας Ευρωπαϊκής Χορωδίας. Όταν κατέβηκαν στο Αεροδρόμιο της Αθήνας «Ελευθέριος Βενιζέλος», παραξένεψαν τους υπαλλήλους και όσους περνούσαν κοντά τους, καθώς ο καθένας με το δάκτυλο στα χείλη έκανε υπενθύμιση στους διπλανούς του να μη μιλούνε.
Ευαίσθητοι στους ήχους ήθελαν να απολαμβάνουν τη μελωδία της ελληνικής γλώσσας, που τη μιλούσαν δίπλα τους οι Έλληνες, χωρίς οι ίδιοι να υποψιάζονται τη μυστική μουσική της. Παραξενεύτηκα τότε. Σκέφτηκα τι θα έλεγαν οι φιλόμουσοι ξένοι, αν άκουγαν τους αρχαίους Έλληνες να μιλούν και σε άλλον τόνο να προφέρουν τα μακρά από τα βραχέα φωνήεντα, το ο π.χ. από το ω, το ι από το η ή από το υ. Είναι χαρακτηριστικά, αλλά διδακτικά, όσα γράφει ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Τα Ελληνικά ως τραγούδι». «…Η βάση των Ελληνικών είναι βάση καθαρά μουσικοποιητική… Οι Αλεξανδρινοί αναγκάστηκαν να χαράξουν για πρώτη φορά πνεύματα και τόνους, που σαν μουσικά σημάδια επεικονίζουν την αρχετυπική φωνή απ’ όπου αναβλύζουν τα ελληνικά επί αιώνες.
Χρειάστηκαν γι’ αυτή την εργασία τρεις αιώνες… Το πολυτονικό υιοθετήθηκε πλήρως από το Βυζάντιο, και πάνω στο πολυτονικό χτίστηκε όλη η υμνογραφία και η εκκλησιαστική μουσική… Από εκεί πήρε την ορθή αναλογία και το δημοτικό τραγούδι και έτσι φτάνει ως εμάς αυτή η ίδια ζωντανή φωνή της γλώσσας, ίδια, όσο μπορεί να είναι ίδια μια φωνή μετά χιλιάδες χρόνια. Με αυτή τη μουσικοποιητική βάση της γλώσσας έχουν άμεση σχέση οι τόνοι και τα πνεύματα και γι’ αυτό το λόγο ακριβώς τα υπερασπίζομαι». Στη συνέχεια ο Σαββόπουλος στην ομιλία του παρουσίασε παράλληλα και την έρευνα που έχει κάνει με το μαγνητόφωνο και ένα μικρό παλμογράφο. Στην οθόνη του, το ηχητικό γεγονός ενός στίχου μετατράπηκε σε οπτικό, ώστε να μπορεί να μετρήσει καλύτερα το ύψος της έντασης, αλλά και το ύψος της συχνότητας ενός ήχου.
Εντυπωσιάστηκε από τη διαφορά που έδειξε ο παλμογράφος μεταξύ του επιθέτου ακριβός και του επιρρήματος ακριβώς.
Τα Ελληνικά είναι τραγούδι. Κανείς δε σκέφτηκε ποτέ να απλοποιήσει ένα τραγούδι ή να το δει πρακτικά. (Κι όμως, κάποιοι ξεκίνησαν το 1982 την απλοποίηση και ακόμη συνεχίζουν, δεν την ολοκλήρωσαν ακόμη!).
Γιατί να δούμε τα Ελληνικά πρακτικά; Τίποτα δεν χάθηκε. Όλα υπάρχουν. Αρκεί να προσέξουμε αυτό το τραγούδι της καθημερινής ομιλίας που πηγαινοέρχεται συνεχώς ανάμεσά μας». «Τα Ελληνικά ως τραγούδι είναι ανυπόφορα δύσκολα… απέναντι στα Ελληνικά θα είμαστε πάντα φάλτσοι κι αγράμματοι. Αλλά τι να γίνει; Σημασία έχει η συνείδηση ότι τα μιλάμε όχι για να γίνουμε δεξιοτέχνες, αλλά για να γίνουμε άνθρωποι». Πολλά μας λένε και μας διδάσκουν και οι στίχοι του ποιητή Ν. Βρεττάκου:
«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως
και ελιχθώ προς προς τα άνω,
όπως τυχόν ρυάκι που μουρμουρίζει
κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους,
θα τους μιλήσω Ελληνικά,
επειδή δεν ξέρουν γλώσσες.
Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική».

Εδώ δικαιώνεται ο Κικέρων, όταν έλεγε: «Αν οι θεοί συνομιλούν, την Ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούν».
Και κάτι ακόμη: Ο Ισπανός Ακαδημαϊκός και μεγάλος Ελληνιστής Fransisco Atrados ένας από τους πιο σοφούς μεγάλους Ελληνιστές της εποχής μας γράφει: «Αν δεν ήταν η Ελληνική γλώσσα, η Ευρώπη θα παρέμενε ένα έδαφος πρωτογόνων…».