Τα Γιάννενα του χθες...

on .

Εμείς οι παλιότεροι όταν περνούν τα χρόνια μας, αναπολούμε με νοσταλγία τα χρόνια εκείνα τα δύσκολα μετά τον πόλεμο και την κατοχή.
Θυμάμαι τα Γιάννενα που μεγάλωσα και θα φέρω στις μνήμες σας γεγονότα που βιώσαμε και μας έχουνε μείνει ανεξίτηλα στο νου.
Με το σχέδιο Μάρσαλ και την ανάπτυξη που έφερε, η διαλυμένη αγορά προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της. Θυμάμαι ορισμένα χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης: Στα περίπτερα της γειτονιάς «τηλέφωνο διά το κοινόν».
Στα εμπορικά καταστήματα «η φτώχεια τρώει τον παρά», οι πλανόδιοι πωλητές με λευκά είδη και «είδη προικός» κάνουν χρυσές δουλειές.
Οι μητέρες των κοριτσιών πλέκουν με κλωστές «ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ» και «ΚΙΘΑΡΑ». Οι ανύπαντρες κοπέλες χρησιμοποιούν καλλυντικά «ΤΟΚΑΛΟΝ». Υφάσματα καινούργια δεν ήταν εύκολο να βρεθούν, μετά άνοιξε ο «ΚΥΡΚΟΣ» και με τόπι υφάσματα ενδυμασίας. Οι ώριμες γυναίκες φορούν κολόνια «TOSKA», πλένουν με «Τρινάλ», στα κρεοπωλεία «ο κιμάς κόβεται παρουσία του πελάτου» κι ο «Ακάκιος» θυμίζει τα μακαρόνια να είναι «Μίσκο».
Όσο περνούν τα χρόνια οι γονείς μπορούν να δώσουν στα παιδιά τους φρέσκο γάλα, θρεψίνη στο ψωμί, μουρουνέλαιο να δυναμώσει το σώμα και κατηχητικό για να στηρίξουν την ψυχή τους. Τα παιχνίδια των παιδιών ήταν τότε κυνηγητό, κρυφτό και μπάλα από κουρέλια, καλάμια για τουφέκια, πιστόλια, άλογα, τόξα κ.λπ. Σιγά-σιγά τα παλιά έπιπλα πετιούνται και αντικαθίστανται με φορμάικα. Η γκαζιέρα, το ψυγείο πάγου εκτοπίζονται και τη θέση παίρνουν τα ηλεκτρικά «χωρίς προκαταβολή, σε πολλές δόσεις». Οι άνδρες κοστούμι και λουστρίνι, να περπατάς και να τρίζει. Ελλάδα - Ελλαδέξ είχε πει ο Σεφέρης. Επιγραφές όπως: «Χρωματέξ, Αρτέξ, στρωματέξ, ραδέξ για να νοιώσουν οι Έλληνες γενικότερα και οι Γιαννιώτες, μοντέρνοι. Οι δρόμοι σε κακή κατάσταση, η ασφαλτόστρωση μόλις άρχισε, σκόνη και λάσπη. Το πιο συνηθισμένο όχημα τα καλοκαίρια ήταν οι καταβρεχτήρες του δρόμου.
Τότε η γειτονιά ήταν ένας ξεχωριστός μικρόκοσμος. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, όλοι μιλούσαν κι όλοι συνεργάζονταν μεταξύ τους, υπήρχε ο μανάβης της γειτονιάς, ο μπακάλης με το δεφτέρι ή «τευτέρι», η ΕΒΓΑ, ο Αστυνόμος...
Η κοινωνία άρχισε όσο περνούσαν τα χρόνια να ζει στο ρυθμό της αντιπαροχής. Διαμέρισμα, αυτοκίνητο, οικόπεδο (φως-νερό-τηλέφωνο). Θυμάμαι ταμπέλες στην καθαρεύουσα που σήμερα μου φέρνουν θυμηδία. «Απαγορεύεται το καπνίζειν». «Απαγορεύεται το πτύειν». Μπορεί να τη γλύτωνες μέσα στο λεωφορείο, όμως δεν το απέφευγες κατά την έξοδο. Στην πλατεία, στο «Ρολόι», υπήρχε, όπως και τώρα, πιάτσα ταξί μάρκας Ford-Plymouth, Chevrolet και «παϊτόνια» όπως και στο Μώλο. Τροχονόμοι ρύθμιζαν την κυκλοφορία μέσα από το «βαρέλι» στην Άνω Πλατεία, στην Όαση και στην Αβέρωφ με Ανεξαρτησίας.
Στο Ρολόι υπήρχαν και οι φωτογράφοι με τις μηχανές επάνω σε τρίποδα, γιατί στον Γκιοσάρη βγάζαμε εβδομαδιαίες φωτογραφίες.
Τόπος παιχνιδιών για τα παιδιά η γειτονιά, οι αλάνες, οι χωματόδρομοι. Προαύλια σχολείων και Εκκλησιών. Αγαπημένα παιχνίδια η τυφλόμυγα, περνά-περνά η μέλισσα, το μπιζ, τα πεντόβολα, τα μήλα, η κολοκυθιά, ένα λεπτό κρεμμύδι γκέο-βαγκέο. Των αγοριών αγαπημένο παιχνίδι ήταν το ποδόσφαιρο. Ειδικά τις Κυριακές χωρισμένοι οι μισοί «Ατρόμητος» και οι άλλοι μισοί «Αβέρωφ», σύμφωνα με τις ποδοσφαιρικές ομάδες της πόλης μας. Επίσης τραμπάλα – τράμπα – τραμπαλίζομαι πέφτω και ζαλίζομαι – κούκλες – σβούρα – βόλους – κουτσό.
Ποιος και ποιος δεν θυμάται τον αείμνηστο Γελέκη στην οδό Κάνιγγος όπου δανειζόμαστε βιβλία και περιοδικά: Ο Μικρός Ήρωας, ο Μικρός Σερίφης, ο Ταρζάν, ο Γκαούρ, ο Σπίθας, ο Υπεράνθρωπος, ο Σεραφίνο, ο Τιραμόλα, ήταν μερικοί από τους ήρωες της εποχής.
Η κοσμική ζωή των Γιαννιωτών έχει βόλτες τα βράδια πάνω-κάτω στην Πλατεία, ακόμα και όταν έβρεχε. Παγωτό γρανίτα, χωνάκι, ηλιόσπορο, πασατέμπο, Σεράνο, σοκολατίνα, νουγκαντίνα, πάστα, υποβρύχιο, μπακλαβά, μπύρα, βερμούτ. Ποιος δεν θυμάται τα πάρτυ με το βερμούτ. Επίσης τον Καραγκιόζη στο Μώλο, στον Μακρή. Σύμβολα εποχής το stereo, το τρανζίστορ, το ροκ, τα τζιν, αλλά και τα γυρισμένα ρεβέρ, το λαδωμένο μαλλί, ποιος δεν θυμάται το breel-cream. Χοροί δίπλα στα πικάπ και τα τζουκ μποξ.
Μοσχοβολούσαν γιουβέτσι τα κυριακάτικα πρωινά στις γειτονιές. Η νοικοκυρά πήγαινε το ταψί στο φούρνο με αρνί γιουβέτσι ή πατάτες ή και μοσχάρι που κόστιζε λιγότερο. Μόνο για την Κυριακή, γιατί τις υπόλοιπες μέρες τα όσπρια και τα λαχανικά πήγαιναν σύννεφο. Το μεσημέρι της Κυριακής όλα τα ραδιόφωνα της γειτονιάς ήταν συντονισμένα στα λαϊκά τραγούδια. Εγώ κάθε Κυριακή μεσημέρι περίμενα να ακούσω το δάσκαλό μου, Γιώργο Βρέλλη, στο «Λυρικοί Στοχασμοί». Επίσης ακούγαμε τη «Λυγαριά» του Τάκη Μουσαφίρη, τη «Συνεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη, τα τραγούδια της ξενιτιάς του Καζαντζίδη.
Επίσης θυμάμαι τις «τζαμάλες», τις Απόκριες στη Σιαράβα, το Κάστρο, τα Λακκώματα, τον Πλάτανο. Την εμποροζωοπανήγυρη, κάθε Σεπτέμβριο με τον γύρο του θανάτου, τις κούνιες, το μαλλί της γριάς, τον χαλβά «Φαρσάλων» κ.λπ. Θυμάμαι ένα ευτράπελο από το χωριό μου: Ξεκίνησε μία μεγαλοκοπέλα, ανύπαντρη, από το χωριό να πάει στο «Παζάρι». Μπαίνει στο λεωφορείο – εκείνα τα πράσινα θα θυμάστε – και τη ρωτάει κάποιος συγχωριανός «πού πας; Πάω στο παζάρι να αγοράσω ένα γομάρι και της απαντάει ο άλλος: τι το θέλεις το γομάρι, πάρε έναν άντρα να σου κάνει όλες τις δουλειές τζάμπα». Επίσης θυμάμαι όταν τα χειμερινά σινεμά: «Τιτάνια», «Ορφέας», «Παλλάδιο» «Κύπρος», κρέμαγαν την ταμπέλα «Ραντεβού το Σεπτέμβριο» τα πάνινα καθίσματα, το χαλίκι στο δάπεδο, στα θερινά σινεμά στον Ορφέα, το Παλλάδιο και στον «Έσπερο». Το αγιόκλημα, τα γιασεμιά και τα δειλινά, μαζί με το φεγγάρι και τα άστρα ήταν έτοιμα να υποδεχθούν τα πρώτα μας ερωτικά σκιρτήματα. Πορτοκαλάδα, λεμονάδα, μπιράλ, γκαζόζα, παγωτό ξυλάκι, πασατέμπο, καλαμπόκι και ανοικτή καρδιά.
Η ομορφιά της ζωής στα πιο απλά πράγματα.