Το Μέτσοβο του χθες…

on .

Σήμερα θα αναφερθώ σε βιώματα από τον τόπο που ζω και εργάζομαι. Το Μέτσοβο όπως το γνώρισα πριν 40 χρόνια. Συνήθως στις μικρές κοινωνίες έτσι και στο Μέτσοβο, παρ’ ότι είχαν μέτρο σύγκρισης τον αείμνηστο Ευάγγελο Αβέρωφ, τον ευπατρίδη πολιτικό και άνθρωπο που ότι έκανε στο Μέτσοβο το έκανε με «λογισμό και μ’ όνειρο» και άφησε μεγάλη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές, εν τούτοις, είχαν και σε εκτίμηση τον παπά, τον δάσκαλο, τον καθηγητή, τον δασάρχη, τον αστυνόμο, τον γιατρό.
Έτσι κι εγώ νέος γιατρός τότε, βίωσα και βιώνω και σήμερα την εκτίμησή τους, άλλωστε τρανή απόδειξη το γεγονός ότι ψηφίστηκα δύο φορές ως Δημοτικός Σύμβουλος με απλησίαστο ρεκόρ ψήφων. Θυμάμαι, λοιπόν, όταν υπηρετούσα τότε στον Υγειονομικό Σταθμό, μπαίνοντας στο ιατρείο, σηκωνόντουσαν όλοι ακόμα και οι ηλικιωμένοι προς ένδειξη σεβασμού κι εγώ ντρεπόμουν. Τα χρόνια εκείνα μικροί, μεγάλοι μιλούσαν την τοπική διάλεκτο, τα «βλάχικα». Τότε υπήρχαν ηλικιωμένοι, ιδίως γυναίκες που δεν γνώριζαν καν ελληνικά. Για να επικοινωνώ μαζί τους έκανε τον διερμηνέα η κ. Γιαννούλα Τσιπούρα, νοσοκόμα του Ιδρύματος Τοσίτσα.
Σήμερα έχουν κάπως ξεχαστεί τα βλάχικα και διάφορες εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητα. Με προσφωνούσαν «Γιάτρε» και «Γιατρέ, τι κάνεις σήμερα» και τονίζαν το «σήμερα». Επειδή το Μέτσοβο τότε ήταν περισσότερο κτηνοτροφική περιοχή (θυμάμαι 20.000 πρόβατα), τα παιδιά βοηθούσαν τους γονείς στα ζώα. Κι όμως δεν τους εμπόδιζε να σπουδάσουν και να γίνουν γιατροί, δικηγόροι, δικαστικοί, δάσκαλοι, καθηγητές...
Θυμάμαι τότε αξιόλογους καθηγητές όπως ο Τρ/λλος Παντόστης, ο θρυλικός «Τράντος» για όλους μας, η Μαυρίτσα η Πέρτσαλη, ο Μιχάλης Τρίτος, ο Αποστόλης και Ερασμώ Δασούλα κ.ά. Επίσης δάσκαλοι όπως ο Μπαρμπάτης κ.ά.. Θυμάμαι με σεβασμό τον ΠαπαΣταχούλη με την βυζαντινή ψαλμωδία του, τον μπάρμπα Γιάννο Μπαρσούκα ιεροψάλτη. Τους γραμματείς του Δήμου Πήχα και Καπέτση. Τους παραδοσιακούς γάμους με τα παιδάκια να μεταφέρουν την προίκα στην πλάτη φορτωμένα το ένα πίσω από το άλλο. Στο κιόσκι να κάθονται με τις παραδοσιακές στολές, που ήταν και στην καθημερινότητα, γέροι όπως ο Τόλιας, ο Μπίσας, ο Μέτσης, ο Τσουρέκας, ο Μπούμπης, ο Δασούλας κ.λπ.
Ο φωτογράφος ο Μαυρογιώργος και κουρέας συνάμα. Ο αξέχαστος «τσέλιγκας», «ο καθένας τη δουλειά του και ο τσέλιγκας τα τυριά του». Τον φούρνο του «Παπατζιάνου», ανθρώπου μερακλή και χουβαρδά. Και να μην ξεχάσουμε και τα γλέντια μας στον αξέχαστο και γραφικό Χαρίλαο Χασταζέρη. Πιο επαγγελματία ταβερνιάρη δεν έχω γνωρίσει πουθενά. Θυμάμαι κάποτε που πήγαμε να φάμε, εκτός των άλλων, παρήγγειλα και ένα κεφαλάκι. Το έφερε, λοιπόν και κοιτάζω έλειπε το «μυαλό». Τον φωνάζω και τον ρωτάω τι έγινε το μυαλό και τι μου απάντησε; Γιάτρε ήταν «βούρλο», δηλαδή τρελό και δεν είχε μυαλό. Άντε, πώς να σας κακοφανεί.
Θυμαμαι ακόμα τα γλέντια μας με τη συνοδεία μουσικών όπως τον Αυγέρα, τον Μάσιου, το Γιασιά, το Στέργιο Μπάο. Πώς να ξεχάσεις τον Τάκη τον Τατάνη –ένας γραφικός τύπος που θυμάμαι έλεγε τακτικά: «Όχι Καραμανλής, όχι Αβέρωφ αλλά ούτε και ο «Πρέφτος» (Παπάς) από τον Άγιο Δημήτριο δεν σε σώζει». Μεταξύ αυτών που επισκέφτηκε το Μέτσοβο με τον Ευάγγελο Αβέρωφ ήταν ο Ωνάσης, ο Νιάρχος, υπουργοί, βουλευτές, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, δημοσιογράφοι, οι βασιλείς Παύλος και Φρειδερίκη. Αξέχαστο θα μείνει το «κιαρατά βασιλιά πιες νερό από του Γιωργίτση».
Κλείνοντας να αναφερθώ και σε μερικά ευτράπελα, αλλά πραγματικά γεγονότα: Είπαμε ότι παλιά δεν μιλούσαν ελληνικά και τα παιδιά, έτσι λοιπόν ρωτάει ο δάσκαλος κάποια κοπέλα: Τι έφαγες σήμερα και αυτή απαντάει: «Κουλιάσου», δηλαδή κουρκούτι, εσένα πώς σε λένε: Κουλιάσου και την κορόιδευαν τα παιδιά. Ρωτάει πάλι ο δάσκαλος, τι θα πει σύντροφος; Και απαντάει ένας μαθητής «Συντρόφι», δηλαδή στα βλάχικα «βρακί»! Καταλαβαίνετε πόσες έφαγε από τον αείμνηστο Μιχάλη Πλατάρη, δάσκαλο εκείνα τα χρόνια.
Αυτό λοιπόν το Μέτσοβο έζησα και ζω εδώ και 40 χρόνια, και πραγματικά έχω ζήσει τα καλύτερά μου χρόνια εδώ, γιατί αξίζει το Μέτσοβο. Άλλωστε, δεν θα ξεχάσω αυτό που μου είπε κατ’ ιδίαν ο Ευάγγελος Αβέρωφ. «Όταν έκανα «By-Pass» στην Αγγλία, άκουσα τους γιατρούς να λένε μεταξύ τους ότι παρουσίασα κάποια επιπλοκή και αμέσως το μυαλό μου πήγε στο Μέτσοβο ότι δεν είχα κάνει την «Πινακοθήκη»! Γιατί για κείνον το Μέτσοβο ήταν η πρώτη αγάπη και παντοτινή.