Ταράτσα για… ηλιοθεραπεία!

on .

Όταν ανέλαβα τα καθήκοντα του Διοικητικού Διευθυντή του Δημοτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων συνήθιζα να πηγαίνω μετά τις 11 το πρωί περίπου για έλεγχο ή απλή επίσκεψη στους διαφόρους χώρους του Ιδρύματος, όπως τα μαγειρεία, τα πλυντήρια, το ραφείο κ.λ.π..
Επίσης επισκεπτόμουν και όλους τους θαλάμους των κλινικών κουβεντιάζοντας με τους αρρώστους για τη νοσηλεία τους κι αν έφεραν δικαιολογητικά από τους ασφαλιστικούς τους φορείς ή πιστοποιητικό απορίας από την υπηρεσία της Πρόνοιας της Νομαρχίας, για την κάλυψη των νοσηλίων. Αυτό το τονίζαμε εγώ και ο αρμόδιος υπάλληλος του γραφείου κινήσεως ασθενών του Νοσοκομείου, για να μη τα πληρώνουν ή να τα καταλογίζουμε σε βάρος τους.
Μια μέρα λοιπόν, αφού τελείωσα την επείγουσα γραφική δουλειά στο γραφείο μου και βέβαιος ότι, οι γιατροί διευθυντές των κλινικών είχαν τελειώσει με την πρωινή τους επίσκεψη στους αρρώστους, ξεκίνησα για την καθιερωμένη επίσκεψή μου σ' αυτούς.
Ήταν καλοκαίρι όπως τώρα, με αρκετά ζεστό καιρό και μια μέρα της εβδομάδας που εφημέρευε το Ίδρυμα Έτσι, πήγα στο γραφείο της προϊσταμένης αδελφής, για να ενημερωθώ για τις έκτακτες εισαγωγές που τυχόν είχαν γίνει κατά την νύχτα και το πρωί της μέρας αυτής. Εκείνη, μεταξύ των άλλων, μου είπε ότι τα ξημερώματα έφεραν ένα ζευγάρι χτυπημένο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα που συνέβη στο δρόμο Ηγουμενίτσας - Ιωαννίνων. Ο άντρας ήταν Γερμανός και η γυναίκα του Ελληνίδα. Εκείνος, που οδηγούσε το αυτοκίνητο τους, ήταν περισσότερο χτυπημένος στο κεφάλι και στη σπονδυλική στήλη, γι' αυτό και έμεινε ακίνητος στο κρεβάτι του, ενώ εκείνη ήταν χτυπημένη μόνο στο αριστερό της χέρι κι αφού της έβαλαν ελαφρύ γύψο κυκλοφορεί στο θάλαμό τους και στους λοιπούς χώρους του Νοσοκομείου.
Ύστερα απ’ αυτό, πήγα στο μικρό θάλαμο με τα δύο κρεβάτια όπου νοσηλεύονταν το ζευγάρι, για να ρωτήσω πώς είναι εκείνη τη στιγμή στην υγεία τους και πώς θ' αντιμετωπιστούν τα νοσήλιά τους, με τυχόν ασφάλεια, που έχουν ή με πληρωμή. Ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου διαπίστωσα ότι στο κρεβάτι του ήταν μόνο ο Γερμανός ακίνητος και έλειπε από το κρεβάτι της και το θάλαμο η γυναίκα του. Τον καλημέρισα και του μίλησα σχετικά με την υγεία του. Εκείνος μου απάντησε γερμανικά ότι δεν καταλαβαίνει.
Έτσι, βγήκα από το δωμάτιο προς αναζήτηση της Ελληνίδας γυναίκας του. Μια αδελφή νοσοκόμα μου είπε ότι είναι στην ταράτσα του Νοσοκομείου, γιατί την είχε ρωτήσει από πού μπορεί ν' ανέβει σ' αυτή.
Από τη σχετική σκάλα άρχισα ν' ανεβαίνω προς την ταράτσα, για να τη συναντήσω, αλλά φτάνοντας στην πόρτα που οδηγεί σ' αυτή, σταμάτησα απότομα και ξαφνιασμένος από το θέαμα που αντίκρισα. Πάνω σ' ένα ράντζο ήταν ξαπλωμένη μια καλλίγραμμη σαραντάχρονη περίπου γυναίκα φορώντας μόνο μαύρα γυαλιά στα μάτια, γύψο στο αριστερό της χέρι κι ένα κυλοτάκι, ένα φουρκί, που λέμε. Αφού την παρατήρησα για λίγο, χωρίς να της μιλήσω, άρχισα να κατεβαίνω τη σκάλα γρήγορα, για να μη με δει κανένας από το προσωπικό ή τους αρρώστους και πουν ότι έκανα «μπανιστήρι»!
Κατεβαίνοντας πήγα και φώναξα την προϊσταμένη και μαζί της ανεβήκαμε στην ταράτσα, όπου με σύστησε στην σχεδόν γυμνή άρρωστη, μαλώνοντάς την ευγενικά για το θέαμα που παρουσίαζε. Εκείνη ανασηκώθηκε στο ράντζο και χωρίς να καλύψει το γυμνό στήθος της με χαιρέτησε εγκάρδια με το δεξί της χέρι και μας είπε: «Εγώ ήρθα στην Ελλάδα για τη θάλασσα και τον ήλιο και θ' αφήσω ανεκμετάλλευτη τούτη την ευκαιρία, που μου δίνεται στην ωραία ταράτσα του Νοσοκομείου για ηλιοθεραπεία;».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΡΑΚΗΣ