Ως πότε θα ανεχόμαστε την αναξιοκρατία στη χώρα;

on .

Ως αξιοκρατία ορίζεται εκείνη η αρχή, σύμφωνα με την οποία οι άξιοι επιλέγονται και προωθούνται για την κατάληψη δημόσιας ή μη θέσης ή αξιώματος χωρίς να εμποδίζονται από την καταγωγή, την περιουσία, την πολιτική τους ιδεολογία ή άλλους άσχετους με την ικανότητά τους παράγοντες.
Η παγίωσή της καθίσταται σημαντική, κυρίως στον δημόσιο και πολιτικό τομέα, καθώς ενισχύεται η δημοκρατία, αναβαθμίζεται η πολιτική ζωή του τόπου, κατοχυρώνεται η ισονομία και η ισοπολιτεία, καταπολεμάται ο λαϊκισμός, η δημαγωγία, η γραφειοκρατία και το ρουσφέτι.
Και θέλω να σταθώ στην τελευταία αυτή λέξη, στο ρουσφέτι, το οποίο ταλάνιζε τη χώρα μας πριν ακόμη από την εδραίωση του δικομματισμού το 1884, χρονιά κατά την οποία τα δύο μεγάλα κόμματα, του Χαρίλαου Τρικούπη και του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, έλεγχαν το 92,2 % των εδρών στο Κοινοβούλιο. Ο Χαρίλαος Τρικούπης στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει το τότε κράτος κατά την πρώτη θητεία του από το 1882 έως το 1885 «θέσπισε περιορισμούς στις μεταθέσεις και στις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων… ώστε να απελευθερώσει τόσο αυτούς όσο και τη δημόσια διοίκηση από τις κάθε λογής κομματικές επεμβάσεις». Ο Δηλιγιάννης, αντίθετα, κατέστησε ως πολιτικό δόγμα την πρακτική του διορισμού των πολιτικών του φίλων στο δημόσιο. Δυστυχώς, αντίστοιχες πρακτικές εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να κυριαρχούν στην πατρίδα μας.
Πάνω, λοιπόν, σε αυτό το δόγμα τα όρια της αξιοκρατίας αρχίζουν να καταπατώνται, ιδίως από τη στιγμή που εκλείπουν οι αξιοκρατικοί θεσμοί για τον καθορισμό των αντικειμενικών κριτηρίων, προκειμένου να καταληφθεί μία θέση. Η  αναξιοκρατία εδραιώνεται αφού δεν παύουν να υφίστανται οι πελατειακές σχέσεις των κομμάτων με τους ψηφοφόρους τους, ενισχύοντας το ρουσφέτι.
Αναμφισβήτητα, η αναξιοκρατία -οφείλουμε όλοι να το γνωρίζουμε- δημιουργεί μια κοινωνία δύο ταχυτήτων, οπότε οξύνει την κοινωνική αδικία και την ανισότητα. Γιατί, από τη μια, βρίσκονται αυτοί που παλεύουν, δίχως να έχουν τελικά στον ήλιο μοίρα μέσα στην ίδια τους τη χώρα και, από την άλλη, όσοι εξασφαλίζουν μια εργασία, άρα και μια καλύτερη ζωή λόγω της ευνοιοκρατίας.
Δυστυχώς στην Ελλάδα το ρουσφέτι, όπως βλέπουμε μέσα από τα χιλιάδες περιστατικά αναξιοκρατίας που καταγράφονται εδώ και δεκαετίες, αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα ανόδου ενός κόμματος στην εξουσία ή της συντριβής του. Γι’ αυτό, λοιπόν, έχω κάθε δικαίωμα να αναρωτιέμαι τι θα απογίνουν οι υπόλοιποι πολίτες, αυτοί δηλαδή που δε διαθέτουν τις απαραίτητες γνωριμίες; Πώς θα βρουν μια δουλειά; Πώς θα αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη, την οποία και δικαιούνται; Πόσο ακόμη ως λαός θα δείχνουμε ανοχή σε φαινόμενα αντιδημοκρατικά;
Πιστεύω, όμως, ότι έφτασε η ώρα των μεγάλων και σημαντικών αποφάσεων. Ή θα εκσυγχρονιστούμε ως κράτος με όρους αντικειμενικούς και αληθείς ή θα προτιμήσουμε τη στασιμότητα και την οπισθοδρόμηση. Ή θα μείνουμε προσκολλημένοι στο κακό μας παρελθόν κρίνοντας με γνώμονα το ατομικό μας συμφέρον ή θα μεταβούμε στο μέλλον ξεπερνώντας τις αντιφάσεις μας. Οι αποφάσεις θα παρθούν από την πλειοψηφία των πολιτών, αφού η κρίση τους καθορίζει τα δημοκρατικά τεκταινόμενα.
Πάντως, στο τέλος η Ιστορία είναι ο κριτής όλων, όπως λέγεται, όμως η Ελλάδα δεν αντέχει άλλο. Δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να περιμένει ούτε καν τον Κριτή της!

ΕΛΕΝΗ ΣΙΑΣΗ