Το γεφύρι της Πλάκας, η απραξία και το χαμόγελο της Υπουργού…

on .

Πέρασε ένας μήνας από την επίσκεψη της Υπουργού Πολιτισμού κ. Κονιόρδου στην Ήπειρο και ειδικά στο γεφύρι της Πλάκας.
Πανευτυχής με πλατύ χαμόγελο και την αέρινη εσάρπα της, με τη συνοδεία όλων των εμπλεκομένων που της επεφύλαξαν λαμπρή υποδοχή, περιηγήθηκε η εκλεκτή και πολύ αγαπητή ηθοποιός μας όλες τις «απείρου κάλλους» ομορφιές των Τζουμέρκων μέχρι την αρχαία μας Δωδώνη.
Κύλησαν όμως κι όλας δυόμισι χρόνια από τον χαλασμό του γεφυριού της Πλάκας. Χρόνος πολύς για το αγέρωχο και ιστορικό γεφύρι στον Άραχθο, σύνορο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με το Βασίλειο της Ελλάδας κι αργότερα στην Κατοχή τόπος συμφωνίας των ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ κατά των κατακτητών.
Δυόμισι ολόκληρα χρόνια υποσχέσεων, μελετών, απραξίας, ενώ χρειάστηκε διόμισυ μήνες ο Πραμαντιώτης Κ. Μπέκας, ο ασπούδαχτος πρωτομάστορας με το κοφτερό και τροχισμένο ορεινό μυαλό, με τα σκληραγωγημένα κι αλύγιστα στους σωματικούς πόνους τσιράκια του για να το στήσει το μακρινό εκείνο 1866.
Και διέθεταν εκείνοι οι αγράμματοι μαστόροι, χωρίς πτυχία και περγαμηνές, παρατηρητικότητα θαυμαστή, ανεξάντλητη υπομονή, απαράμιλη εργατικότητα, οξύ πνεύμα. Και ήξεραν και «έραβαν» και «κεντούσαν» κυριολεκτικά την πέτρα σαν τη ράφτρα το μεταξωτό δύσκολο ύφασμα, σαν ένα καλοραμένο κουστούμι ιδιαίτερο κάθε φορά, κρύβοντας τις ατέλειες και τονίζοντας τα καλά σημεία. Θεμελίωναν εκεί που έπρεπε, που ο τόπος τους οδηγούσε, με υλικά που ο ίδιος ο τόπος τους έδινε κι όχι ξένα.
Δεκάδες τα πετρογέφυρα που χτίστηκαν τους προηγούμνους αιώνες στην Ήπειρο με το ανάγλυφο του εδάφους, με τα ατίθασα ποτάμια, τα ρέματα και τις χαράδρες. Τα πετρογέφυρα είναι μόνιμες κατασκευές της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς μέσα ή έξω απ’ τα χωριά, μοναδικά μνημεία, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό, κοινωνικό και αισθητικό ενδιαφέρον, τοπόσημα της περιοχής.
Η δόξα της πέτρας, η Ήπειρος της ξερολιθιάς, της φτώχειας, του ξενιτεμού και της Ευεργεσίας στέκουν εκεί μάρτυρες αψευδείς, σιωπηλοί, όσο και παραπονεμένοι, μιας εποχής που έφυγε χωρίς ελπίδα επιστροφής.
Τα γεφύρια ανέκαθεν στην Ήπειρο, γεφύρωναν ποτάμια και ρέματα, ατίθασα κι απέραστα, αντάμωναν τόπους και πολιτισμούς και χώριζαν έστω και προσωρινά οικογένειες. Γεφύρια χιλιοτραγουδισμένα, χιλιοκαταραμένα, στοιχειωμένα, δεμένα με μύθους και ξωτικά μ’ ανθρώπινες θυσίες. Γιατί κάθε μεγάλο έργο χρειάζεται θυσίες για να στεριώσει και τα γεφύρια για τον καιρό που χτίστηκαν ήταν έργα μεγάλα και παράτολμα, αλλά και τόποι ευεργεσίας ξενιτεμένων που στη σκέψη τους κυριάρχουσε ο οίστρος της αγάπης για την πατρίδα και τον άνθρωπο, που «ποθούσαν να κάνουν κανένα καλόν εις τον τόπον τους».
Διάβηκαν ψίκια, με γαμπρούς και νύφες, καραβάνια, κυρατζήδες και πραματευτάδες, καλιγωμένα άτια που πετούσαν σπίθες τα πέταλα στον καλπασμό τους, στρατιώτες ήμεροι κι άγριοι κι αρματωμένοι ληστές και δεν κιότεψαν, δεν λύγισαν.
Και τώρα! Τώρα που τάχουμε κάδρα μοναχικά και ξεχασμένα που τα θαυμάζουμε κι οι ξένοι έκπληκτοι τα περιεργάζονται ψάχνοντας τα μυστικά τους, τώρα που δεν κοπρίζουν κοπάδια στα γκαλντερίμια, τώρα που τάχουμε μοναχά για καμάρι πεντόλιρο στο λαιμό του ποταμιού, τώρα σωριάζονται. Εθελούσια θυσία! Για να μας κάνουν με το γκρέμισμα και τον αχό τους να συνέλθουμε και να ξυπνήσουν οι ενοχές για την αδιαφορία μας, στην εποχή του ζενίθ της τεχνολογίας.
Στο Ζαγόρι, στον τόπο μου, χτίστηκαν από το 1750-1868 πάνω από 70 γεφύρια. Τα 61 έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα κι ας μην υπάρχει μια στοιχειώδης σήμανση κι ας κάνεις προσπάθεια να τα διακρίνεις πνιγμένα στα κλαδιά και τον κισσό, χωρίς έστω ένα μονοπάτι πρόσβασης. Βραδυκίνητες οι κρατικές υπηρεσίες καθυστερούν, αναβάλουν, εφησυχάζουν. Ως πότε;
Γιατί το γεφύρι της Πλάκας και του Καβαλαρίου στο Ζαγόρι δεν σωριάστηκε από τα ορμητικά νερά του Αράχθου, αλλά από το χωρίς αποτέλεσμα χειροπιαστό ενδιαφέρον των αρμοδίων για την συντήρησή τους, γιατί τα είχαμε αφήσει στην τύχη τους.
Ανέκαθεν είχα μια αδυναμία στα γεφύρια. Με μάγευε η λυγεράδα τους, το ύψος της περηφάνειας τους, η τόλμη να τιθασεύουν τ’ αγριεμένα νερά των ποταμών ή των χειμάρρων, η πρωτοτυπία, η ποικιλία του σχεδίου, το διαφορετικό κάθε φορά χτίσιμο και θαύμαζα αυτούς τους «ανώνυμους» κι αυτοδίδακτους τεχνίτες της πέτρας, το θάρρος και την ικανότητά τους, οι ασπούδαχτοι, την ευθύνη αλλά και την καλωσύνη τους να διευκολύνουν τους ανθρώπους, κι ας έβαζαν το κεφάλι τους κοντά στην πέτρα ύστερα από το τελείωμα του έργου στα πόδια του κάθε δυνάστη Βενετού ή Τούρκου, για να μείνει κρυφή κάποια δύσκολη κατασκευή.
Ίσως η εκλεκτή ηθοποιός και αγαπητή κ. Κονιόρδου να κατάγεται από κάποιο τόπο που είναι άγνωστα κι αχρείαστα τα γεφύρια. Γι’ αυτό και δεν νιώθει επιτακτική και επείγουσα την ανάγκη της κατασκευής του γεφυριού και των δυσκολιών που δεν επιδέχονται αναβολής, αλλά και της συντήρησης των άλλων που περιμένουν το φιλί της ζωής.
Κι επειδή ο Μάης του 18 είναι μακριά κι ο χειμώνας μπροστά μας και για τα δικά μου γεφύρια ανησυχώ του τόπου μου, που πολλά δεν έχουν την φήμη «της Πλάκας» και «το μέσον» μήπως σωριαστούν και μείνουν παραμύθι για τις επόμενες γενιές.
Αφού περιηγήθηκε η Υπουργός με όλες τις τιμές στον τόπο μας και χόρτασε το μάτι της ομορφιά, τι τις ήθελε τις δηλώσεις, τις εξαγγελίες και τις δεσμεύσεις; Προς τι το θριαμβευτικό και ευτυχισμένο και χαρούμενο ύφος της κ. Κονιόρδου; Για την άμεση λύση; Ή γιατί στέλνει το πρόβλημα «στις καλένδες»; Θάπρεπε να θλίβεται, να νιώθει άβολα κι όχι να θριαμβολογεί…
Και θυμάμαι τώρα πως γυρνώντας από τις σχολικές εκδρομές χαρούμενοι οι μαθητές μας τραγουδούσαν: «Επεράσαμε όμορφα, όμορφα, όμορφα…». Έτσι, γυρνώντας στην Αθήνα, στον κόσμο της και στον κύκλο της από την υπέροχη και πανέμορφη και ζωογόνα όσο και θριαμβευτική περιοδεία της, η αγαπητή Λυδία με τα πνευμόνια της γεμάτα οξυγόνο και τα καθάρια μάτια της γεμάτα ομορφιά, θα ταίριαζε να τραγουδήσει με την ωραία φωνή της το «Επεράσαμε όμορφα, όμορφα, όμορφα» κι ως εκεί… Και έτερον ουδέν.
Εκτός αν της ψιθύρισε η βαλανιδιά της Δωδώνης μας κι ανάμεσα στους ακατάληπτους ήχους της έδωσε χρησμό, ποιος θάναι Πρωθυπουργός και υπουργός «του χρόνου τον Αύγουστο» για να θεμελιώσει το ξακουστό γεφύρι.
Και γιατί χρειαζόταν τάχα επί τρία σχεδόν χρόνια να προσπαθεί να εξασφαλίσει επτά εγκρίσεις από επτά φορείς –σαν εξαπτέρυγα- αφού και το μακρινό εκείνο 1866 αρκούσε ο Πρωτομάστορας Κώστας Μπέκας με το Μπουλούκι του και τον κ. Λούλη;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη και τώρα θα αρκούσε και με το παραπάνω μάλιστα ένα καλό μπουλούκι. Ο πάντα πρόθυμος κ. Λούλης και ο κ. Καχριμάνης των αμέσων λύσεων!..

ΕΛΕΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ-ΔΟΥΒΛΗ