Ευριπίδου: «Μήδεια»

on .

Ο Αριστοτέλης ονόμασε τον Ευριπίδη «τραγικώτερο των ποιητών». Πρώτο γνώρισμά του είναι το εξής: Ενώ στους δύο άλλους Αισχύλο και Σοφοκλή η ανιούσα κλίμαξ, δηλαδή η αυξανόμενη ένταση του ενδιαφέροντος στην εξέλιξη της πράξης του έργου (που οι Δυτικοί ονομάζουν cressento) εγινότανε με μία εσωτερική ορμή του ήρωα, στον Ευριπίδη ένας φίλος ή ένα γράμμα, τα εξωτερικά δηλαδή αυτά στοιχεία περιπλέκουν το δράμα.
Εισήγαγε τον πρόλογο. Έτσι κατατοπίζεται ο θεατής για το περιβάλλον και την υπόθεση του δράματος.
Ένας άλλος νεωτερισμός του Ευριπίδη είναι «ο από μηχανής θεός». Περί το τέλος του δράματος τα πράγματα περιπλέκονται τόσο πολύ και φαίνεται ότι δεν υπάρχει λύση. Τότε εμφανίζεται ο από μηχανής θεός, ο οποίος δίνει τη λύση. Η μηχανή ήταν ένα είδος γερανού με ένα καλάθι που επέτρεπε να παρουσιάσουν πρόσωπα υπερφυσικά (θεός, ημίθεος, κλπ.). Από αυτό και η φράση: από μηχανής θεός.
Αυτό σημαίνει: Στον κυκλώνα που δημιουργούν τα προβλήματα του ανθρώπου και τα ανθρώπινα πάθη μόνον η θεία επέμβαση μπορεί να δώσει τη λύση.
Στον Σοφοκλή και τον Αισχύλο έχουμε ιδανικές μορφές. Οι ήρωες φαίνονται σαν να είναι σκαλισμένοι σε ένα βράχο και στη συνέχεια προσγειώνονται στα ανθρώπινα. Στον Ευριπίδη, όμως, τα πρόσωπα είναι αληθινές ανθρώπινες μορφές που μετέχουν στην ιδέα (ρεαλισμός).
Ο Ευριπίδης χαρακτηρίστηκε ως μισογύνης, διότι περιγράφει τα ελαττώματα των γυναικών. Αλλά δεν κάνει τίποτε άλλο από το να περιγράφει μία υπάρχουσα κατάσταση. Η κοινωνική κατάσταση και οι κοινωνικοί θεσμοί απαγόρευαν στις γυναίκες να βγαίνουν έξω από τον γυναικονίτη. Επόμενο ήταν στην πρώτη ευκαιρία να ανοίγουν διάπλατα τα μάτια για να χορτάσουν και να απολαύσουν τον έξω κόσμο. Δικαιολογημένη ήταν επομένως η μεγάλη παρατηρητικότητα των γυναικών, καθώς και πολλάκις η απιστία. Και αυτό είναι ευνόητο. Εφόσον ζούσαν κρατούμενες σαν σκλάβες, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι: Οι σκλάβοι εκδικούνται!
Στον Αισχύλο στο πρώτο επίπεδο ήταν οι θεοί και οι ημίθεοι. Στον Σοφοκλή στο πρώτο επίπεδο είναι ο άνθρωπος, αλλά θεήλατος, τον κατευθύνουν, δηλαδή, οι θεοί. Βρίσκεται σε επικοινωνία με τους θεούς. Ο Ευριπίδης είναι προσωπικός. Εμφανίζεται, δηλαδή, το πρόσωπό του, ολίγο πίσω όμως. Τα πρόσωπα του κατέχονται από το πάθος. Έπλαθε τους πρωταγωνιστές «οίους είναι» και ουχί «οίοι ώφειλον να είναι» (όπως ο Σοφοκλής).
Ο Αισχύλος ανήκε στην τάξη των ιππέων.
Ο Σοφοκλής ήταν αριστοκράτης, εργοστασιάρχης.
Ο Ευριπίδης κατωτέρας κοινωνικής τάξης. Ανέστησε τη δραματική τέχνη την ώρα που επρόκειτο να πεθάνει.
* * *
Ερχόμαστε τώρα στην τραγωδία Μήδεια. Είναι έργο από τα πλέον τεχνικά και τα πλέον χαρακτηριστικά της δραματικής τέχνης. Η μελέτη της γυναικείας μορφής είναι πολύ προχωρημένη. Εδώ έχουμε την πλευρά της προδοσίας, η οποία οδηγεί στην παραφροσύνη. Η προδοσία του Ιάσονα οδήγησε την Μήδεια σε πράξη παραφροσύνης. Ο μύθος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την Αργοναυτική εκστρατεία. Στην Ιωλκό (περιοχή Βόλου) ήταν βασιλιάς ο Πελίας, ο οποίος εξεθρόνισε τον Αίσονα, τον πατέρα του Ιάσονα. Για να απαλλαγεί και από τον Ιάσονα τον έστειλε στην επικίνδυνη αποστολή στην Κολχίδα, να φέρει το χρυσόμαλλο δέρμα που δώρισε ο Φρίξος στον βασιλιά Αιήτη πατέρα της Μήδειας. Η Μήδεια ήταν ανεψιά της μάγισσας Κίρκης, γι’ αυτό η Μήδεια γνώριζε τις μαγείες.
Έτσι άρχισε η Αργοναυτική εκστρατεία με αρχηγό τον Ιάσονα. Στην αρπαγή του χρυσόμαλλου δέρματος βοήθησε τον Ιάσονα η κόρη του Αιήτη Μήδεια που ερωτεύτηκε τον Ιάσονα. Παρασκεύασε ναρκωτικό, με το οποίο αποκοίμησε τον δράκοντα που φύλαγε το δέρμα. Στη συνέχεια η Μήδεια ακολούθησε τον Ιάσονα στην Ιωλκό μαζί με την τροφό της (παραμάνα της). Εκεί παντρεύτηκαν.
Κάποτε ο Ιάσων και η Μήδεια επισκέφθηκαν την Κόρινθο. Μετά τον φόνο του Πελία. Από το σημείο αυτό αρχίζει η τραγωδία «Μήδεια». Ο Ιάσων εγκατέλειψε την Μήδεια και συνεζεύχθη την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, την Γλαύκη.
Η σκηνή παριστάνει τα ανάκτορα του βασιλιά της Κορίνθου. Τα πρόσωπα της τραγωδίας είναι: Μήδεια, Ιάσων, Κρέων, Αιγεύς, Παιδαγωγός, Τροφός, Άγγελος, τα παιδιά της Μήδειας και ο χορός των Κορινθίων γυναικών.
Στη σκηνή εμφανίζεται πρώτη η γριά παραμάνα της Μήδειας και αναπολεί το παρελθόν. Θυμάται τη μακρινή Κολχίδα και τις συνθήκες που την έφεραν στην ξένη χώρα της Κορίνθου. Εκφράζει το φόβο της και την ανησυχία της για την αντίδραση της Μήδειας και για την τύχη των παιδιών της.
Τη στιγμή αυτή μπαίνει ο παιδαγωγός, που κρυφάκουγε, οδηγώντας τα δύο παιδιά της Μήδειας και του Ιάσονα, στη σκηνή. Από τον παιδαγωγό πληροφορούμαστε ότι ο Κρέοντας διατάζει τη Μήδεια να φύγει μαζί με τα δύο παιδιά της. Την ώρα που τα παιδιά με τον παιδαγωγό ετοιμάζονται να ξαναμπούν στο σπίτι ακούγεται από μέσα ο θρήνος της Μήδειας που σε λίγο θα σμίξει με τον θρήνο της παραμάνας της…
Ο χορός που αποτελείται από 15 Κορίνθιες γυναίκες μπαίνει στην ορχήστρα και εκφράζει τη συμπόνια του για την άτυχη Μήδεια. Ο χορός με ένα τραγούδι του απευθύνεται στον Δία, ενώ στα ενδιάμεσα ακούγονται οι κατάρες της Μήδειας και γοεροί θρήνοι της παραμάνας. Στο κάλεσα του χορού βγαίνει η Μήδεια. Έχει σταματήσει τον θρήνο και στον νου της μελετά την φοβερή εκδίκηση γι’ αυτό που της έκαμε ο άνδρας της… Τα σχέδιά της διακόπτονται από τον ερχομό του Κρέοντα. Ήρθε να της φανερώσει την απόφασή του να φύγει αμέσως με τα παιδιά της. Η Μήδεια πέφτει στα γόνατά του και τον παρακαλεί να της δώσει προθεσμία μιας ημέρας μέχρι να ετοιμαστεί. Ο Κρέων λυγίζει παρά τον φόβο του για τη σοφή και πολυμήχανη γυναίκα της Κολχίδας. Λίγο μετά η Μήδεια πανηγυρίζει τη νίκη της, την ημέρα που κέρδισε για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της.
Παρεμβαίνει ο χορός με ένα τραγούδι και εμφανζεται ο Ιάσονας που δικαιολογείται για το γάμο του με την Γλαύκη. Είναι δραματικό αριστούργημα η στιγμή αυτή. Μας δίνει ο ποιητής να καταλάβουμε το δίκαιο της εξαγριώσεως της Μήδειας. Εδώ έχουμε μία ζωγραφική κυνισμού και τυχοδιωκτισμού. Ο Ιάσονας λέει στη Μήδεια ότι νυμφεύεται τη βασιλοπούλα για να του δώσει χρήματα, δύναμη, κλπ., για να βοηθήσει και αυτή και τα παιδιά! Δεν είναι ο έρωτας, αλλά το συμφέρον του εξόριστου σε μια ξένη χώρα που του επιβάλλει αυτή την ένωση με τη Γλαύκη την κόρη του Κρέοντα.
Στη συνέχεια λέει στη Μήδεια ότι θα πρέπει να είναι ευχαριστημένη από όσα κέρδισε με την παραμονή της στην πολιτισμένη Ελλάδα (της υπενθυμίζει ότι ήρθε εδώ από μια βάρβαρη χώρα όπως είναι η Κολχίδα). Είναι πρόθυμος, μάλιστα, να της δώσει ό,τι της χρειάζεται για το ταξίδι. Εκείνη αρνείται την προσφορά του και τον διώχνει με τα λόγια της από τη σκηνή. Θέλει να εκδικηθεί, αλλά δεν έχει πού να στηριχθεί. Στη συνέχεια μπαίνει ο βασιλιάς των Αθηνών Αιγέας. Λέει ότι ήρθε στην Κόρινθο για να ζητήσει από τον σοφό Πιτθέα να του εξηγήσει τον χρησμό που του έδωσε ο Λοξίας Απόλλων, πως δηλαδή θα αποκτήσει παιδιά. Περνούσε δηλαδή από εκεί, για να πάει στην Τροιζήνα να βρει τον Πιτθέα. Η Μήδεια υπόσχεται να τον βοηθήσει εξασφαλίζοντάς της άσυλο στην Αθήνα…
Μετά την αποχώρηση του Αιγέα η Μήδεια σκέπτεται το έγκλημα, εφόσον τώρα έχει στήριγμα τον Αιγέα. Αποκαλύπτει στο χορό το τρομερό εκδικητικό της σχέδιο. Θα στείλει τα παιδιά της στη Γλαύκη με δώρα τάχα γαμήλια, ένα πέπλο και στέμμα χρυσό ποτισμένο με φαρμακερό βοτάνι. Ύστερα θα σκοτώσει τα παιδιά της και θα φύγει για την Αθήνα.
Εδώ έχουμε τις δύο όψεις που μπορεί να παρουσιάσει μία γυναίκα ως αδύνατο, αλλά και ως παντοδύναμο πλάσμα. Είναι η μεταστροφή του χαρακτήρος, όπως λέγεται στη δραματική τέχνη. Η γυναίκα χωρίς στήριγμα διστάζει να διαπράξει έγκλημα. Μόλις, όμως, αποκτήσει κάποιο στήριγμα γίνεται παντοδύναμη…
Ο χορός μένει κατάπληκτος από την απόφαση της Μήδειας. Αναρωτιέται μονάχα πώς μία τέτοια φόνισσα θα μπορούσε να αντικρύσει τον λαμπρό ήλιο της θεοσέβαστης Αθήνας!
Η Μήδεια καλεί τον Ιάσονα και προσποιείται ότι θέλει να συμφιλιωθεί μαζί του. Του ζητά να τη συγχωρέσει δήθεν για τη συμπεριφορά της και συντετριμμένη τον παρακαλεί να αφήσει τα παιδιά να μείνουν στην πόλη. Ο Ιάσονας για να αποφύγει τυχόν σύγκρουση με τον Κρέοντα προτείνει τη μεσολάβηση της Γλαύκης (οι γυναίκες τα καταφέρνουν πάντα καλύτερα) και η Μήδεια είναι πρόθυμη να συμβάλει στέλνοντας τα δώρα της. Τα παιδιά φεύγουν μαζί με τον Ιάσονα και ο χορός που ξέρει την αλήθεια ξεσπά σε ένα μοιρολόγι για τους μελλοθανάτους, την άτυχη νύφη (Γλαύκη) και τον Ιάσονα, τα καταδικασμένα παιδιά και την ταλαίπωρη μάνα τους.
Στο τελευταίο επεισόδιο μπαίνει ο παιδαγωγός με τα παιδιά και αναγγέλλει με χαρά πως τα δώρα της Μήδειας έγιναν δεκτά από την Γλαύκη και τα παιδιά μπορούν να μείνουν στη χώρα. Η Μήδεια αντί να χαρεί δακρύζει. Μέσα της παλεύουν δύο αντίθετα συναισθήματα. Η σύγκρουση ανάμεσα στη μάνα και τη φόνισσα την συντρίβει. Ο τραγικός της μονόλογος εντείνεται από σπαρακτικές σκηνές, όπου η μάνα τα αγκαλιάζει και τα φιλά και σε λίγο κυριευμένη από το πάθος της εκδίκησης κατά του Ιάσονα τα διώχνει τρομαγμένα από κοντά της.
Ο χορός μοιρολογώντας ή ίσως προσπαθώντας να μεταπείσει τη Μήδεια τραγουδά σε αργούς ρυθμούς τη μοίρα των θνητών που γεννούν και μεγαλώνουν παιδιά για να τα ιδούν συχνά πεθαμένα. Φθάνει ο άγγελος και φέρνει τη φοβερή είδηση: Η Γλαύκη και ο Κρέοντας βρήκαν τραγικό θάνατο από τα δώρα της Μήδειας. Πρέπει, λοιπόν, να φύγει το γρηγορότερο από την πόλη. Παίρνει οριστικά την απόφαση να σκοτώσει η ίδια τα παιδιά της παρά να τ’ αφήσει να τα χλευάζουν και να τα σκοτώσουν οι εχθροί της, αλλά και να εκδικηθεί και με αυτόν τον τρόπο τον Ιάσονα.
Η Μήδεια μπαίνει μέσα στο σπίτι. Ο χορός κινείται προς την πόρτα προσπαθώντας να την εμποδίσει από την αποτρόπαια πράξη της. Μάται όμως. Σε λίγο ακούγονται οι απελπισμένες φωνές των παιδιών, ενώ ο χορός θυμάται στο τραγούδι του ανάλογες φονικές ιστορίες. Ο Ιάσονας φθάνει τρέχοντας για να σώσει τα παιδιά του, αλλά μαθαίνει από το χορό ότι ήδη είναι σκοτωμένα. Το μίσος του ξεσπά άγριο για τη βάρβαρη γυναίκα και η απεριόριστη αγάπη του για τα παιδιά του και ζητά να τα θάψει ο ίδιος.
Τη στιγμή που αγωνίζεται ο Ιάσονας να ανοίξει την πόρτα, πάνω από την πόρτα και κοντά στο παράθυρο παρουσιάζεται ένα άρμα που το έστειλε για τη Μήδεια ο παππούς της Ήλιος (από μηχανής θεός). Η Μήδεια μπαίνει στο άρμα του Ήλιου και παίρνει μαζί της και τα νεκρά παιδιά θριαμβευτικά, λέγοντας, ότι το κάνει για να φροντίσει να γίνονται στο μέλλον καθαρτήριες τελετές στο ιερό της Ακραίας Ήρας, όπου και θα τα θάψει.
Από τη θέση που βρίσκονται και οι δύο αλληλοϋβρίζονται, ενώ ο χορός λέει, ότι οι θεοί πολλά κάνουν χωρίς να τα περιμένουμε, όσα νομίζαμε βέβαια δεν έγιναν, εκεί δε που δεν το περίμενε κανείς ο θεός βρήκε τη λύση…
Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο Ευριπίδης δεν παρουσιάζει μία Ελληνίδα να κάνει τόσα αποτρόπαια εγκλήματα. Όλα αυτά θα μπορούσε να τα κάμει μόνον μία γυναίκα από τις χώρες που ήταν άξεστοι και βάρβαροι λαοί. Κατάλληλη για τις πράξεις αυτές, για το ρόλο αυτό, ήταν η Μήδεια που ήρθε από τις χώρες εκείνες των βαρβάρων, όπως τους αποκαλούσαν. Ο ίδιος ο Ευριπίδης είπε ότι ζωγράφησε μία βάρβαρη και όχι μία Ελληνίδα…