Έφταιξε το ζαλίκι…

on .

Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που μια γυναίκα ενός χωριού των Ιωαννίνων είχε γεννήσει εξώγαμο παιδί στη Μαιευτική κλινική του Δημοτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, όταν ένα πρωινό ο γιατρός - Διευθυντής της κλινικής μου τη σύστησε και πάλι στην τακτική μου επίσκεψη σ' αυτή.
Ο γιατρός μου είπε ότι η κυρία έρχεται για δεύτερη φορά να γεννήσει εξώγαμο παιδί, ύστερα από δυο χρόνια περίπου, χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού της (δράστης), γιατί δεν τον είδε και ότι θα πρέπει να συνεννοηθώ με τη Διευθύντρια της Νηπιοκομικής Σχολής στο Νησί Ιωαννίνων να μας εξασφαλίσει θέση για το παιδί, γιατί είναι ετοιμόγεννη.
Θυμήθηκα την πρώτη περίπτωση, γιατί η φυσιογνωμία της και η ομιλία της ήταν χαρακτηριστικές. Ήταν μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα, τριάντα πέντε περίπου χρονών, χωρίς ιδιαίτερα ωραίο πρόσωπο, με μικρή αναπηρία του αριστερού της χεριού και μιλούσε δυνατά κι από τη μύτη.
Την πρώτη φορά μας είχε πει ότι δράστης ήταν ένας χωριανός της και δεν τον πιέζει ν' αναγνωρίσει το παιδί και να την παντρευτεί, γιατί είναι παντρεμένος και το μόνο που ήθελε ήταν να δώσουμε γρήγορα το παιδί στην πιο πάνω Σχολή, για να γυρίσει στο χωριό της. Έπρεπε, έλεγε, να γυρίσει γρήγορα στο χωριό, για να μη ρωτάνε οι συγχωριανοί της πού ήταν τόσες μέρες.
Σε ερώτησή μου πώς την έπαθε πάλι και πώς δεν γνωρίζει το δράστη αφού ήλθε σε επαφή και έμεινε έγκυος, μου απάντησε: «Ιμείς οι γ'ναίκις στου χουριό μ' τα καλουκαίρια πάμι απ' εδού κι απέκ' ξιβράκουτις κι έτσι κάνουμι τς δ'λειές στου σπίτ', στου χουράφ' κι' στου β'νί. Έτσι μια μέρα του καλουκαίρ' πήρα την τριχιά παραμάσκαλα κι ξικίνσα για του λόγγου για ξύλα. Είνι χρειαζούμινα για του σπίτ' κι' ιγώ δεν έχου κανένα να μ' τα φέρ’. Φτάνουντας στου λόγγου μάζουξα ένα ζαλίκ' ξύλα κι αφού τα ζαλκώθ'κα στην πλάτ' πήρα του δρόμου πάλι για του χουριό. Στου δρόμου κι' προυτού βγούμι απ'του λόγγου είνι μια ριματιά, ικεί παραπάτσα κι του ζαλίκ' μι πήρι απ' κάτ'. Έτσι βρέθ'κα τα' ανάσκλα μι του κιφάλ'κάτ' κι τα πουδάρια αχπάν. Δεν μπόργα να σκουθώ κ' έμνα ικεί για πουλύ. Τότις πέρασι ένας κι αντί να μι σκώσ' μούκανι τ' δ'λειά, χουρίς ιγώ να τουν δω αφού του κιφάλ' μ' ήταν κάτ'»!
Αυτά μου είπε η γυναίκα θαρρετά, αλλά και θυμωμένα επειδή την άφησε τότε εκείνος να παιδευτεί και να σηκωθεί μόνη της από τη ρεματιά, με την παράκληση να φροντίσω να στείλουμε το παιδί της στη Νηπιοκομική Σχολή, για να γυρίσει γρήγορα στο χωριό της.
Έφυγα από τη Μαιευτική κλινική στενοχωρημένος και προβληματισμένος για την περιπέτεια της ανήμπορης αυτής γυναίκας και για το απαράδεκτο φέρσιμο του άντρα εκείνου.