Οι «ασήμαντοι» άνθρωποι του φετινού καλοκαιριού…

on .

Από νωρίς δεν αισθάνονταν καλά. Μια βδομάδα τώρα ο καύσωνας ανελέητος έλιωνε την Αθήνα. Είχαν κι απεργία οι εργαζόμενοι στον τομέα της καθαριότητος και τα σκουπίδια είχαν σχηματίσει ατέλειωτους λόφους… Μ’ εκείνη τη βαριά δυσοσμία, που θαρρείς πως θα σου κοπεί η ανάσα.
Αυτό ακριβώς ένιωθε η Ντανιέλλα Πρελορέντζου τις τελευταίες μέρες. Πως από στιγμή σε στιγμή δεν θάχε άλλη αναπνοή. Εκείνο το σφίξιμο στο στήθος σαν μέγγενη, θα την έπνιγε εντελώς. Το ένιωθε.
Η Ντανιέλλα Πρελορέντζου ήταν 60 χρονών. Και είχε στην ευθύνη της 4 παιδιά. Το ένα από τα παιδιά της, το στερνοπούλι της, ήταν ΑμεΑ. Βασανισμένος άνθρωπος η Ντανιέλλα. Όμως αξιοπρεπής, καλόγνωμη και γλυκομίλητη. Δούλευε με σύμβαση αορίστου χρόνου στον Δήμο Ζωγράφου, σαν καθαρίστρια. Κι όλοι οι συνάδερφοί της πολύ την αγαπούσαν γιατί η Ντανιέλλα όχι δεν έλεγε ποτέ. Ότι και να την πρόσταζαν να κάνει.
Έτσι και τώρα. Μετά την λήξη της πολυήμερης απεργίας των εργαζομένων στην καθαριότητα, ο Δήμος Ζωγράφου αποφάσισε να φορτσάρει, για να καθαρίσει την περιοχή όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Η Ντανιέλλα λοιπόν, κλήθηκε να εργαστεί την Πέμπτη το μεσημέρι, στις 29 Ιουνίου, με 42 βαθμούς θερμοκρασία, στη λαϊκή που γίνονταν στο Δήμο και να μαζέψει με τους συναδέρφους της τα απορρίμματα.
Την Παρασκευή το πρωί 30 Ιουνίου, η Ντανιέλλα είχε πάλι βάρδια. Αυτή τη φορά έκανε οδοκαθαρισμό. Το βράδυ της Παρασκευής, ξημερώματα Σαββάτου, χωρίς νάχουν μεσολαβήσει 24 ώρες, όπως ορίζει η Εργατική Νομοθεσία, η Ντανιέλλα κλήθηκε ξανά από την υπηρεσία της να εργαστεί. Αυτή τη φορά ως συνοδός απορριμματοφόρου.
Ήταν λοιπόν νύχτα, 12 η ώρα, όταν η Ντανιέλλα έφτασε, κατάκοπη ήδη, στο εργοτάξιο, για να αναλάβει βάρδια. Στις λίγες ώρες που είχαν μεσολαβήσει από το πρωί, ίσα – ίσα που πρόλαβε να ψωνίσει, να μαγειρέψει, να σφουγγαρίσει και να φροντίσει το σπίτι της. Με το που έφτασε η γυναίκα σωριάστηκε σε μια καρέκλα…
-Ντανιέλλα, κοίτα εδώ, της είπε γελώντας η συνάδερφος και φίλη της Μαρία. Η Μαρία κράταγε μια εφημερίδα απ’ αυτές που γράφουν τα κουτσομπολιά για τους διάσημους και «σημαντικούς» ανθρώπους… Κοίτα η Δούκισα Νομικού παντρεύεται! Ο γαμπρός ζάπλουτος, αλλά χαλάλι, κορμάρα η Δούκισα. Κι αυτόν εδώ, τον θυμάσαι; Υπουργός ήταν κάποτε. Σοσιαλιστής… Τώρα σου λέει ξημεροβραδιάζεται στα μπαρ της Μυκόνου. 50.000 ευρώ ξόδεψε μόνο για σαμπάνιες στο νησί των ανέμων… Που να τους πάρει ο άνεμος και να τους πάει στα τσακίδια. Αριστερούς και Δεξιούς…
Η Ντανιέλλα κατάφερε για λίγο να χαμογελάσει…
-Να κι ο Ρέμος! Θα τραγουδήσει λέει στη Μύκονο μ’ αυτόν τον Ιταλό, τον Έρος Ραμαζότι. Ξέρεις πόσο θα κοστίζει ένα τραπέζι; 10.000 ευρώ. Ναι μάτια μου 10.000, για να πιείς μια τεκίλα και ν’ ακούσεις το Ρέμο.
-Ντανιέλλα δεν θέλω αντιρρήσεις. Θα κάνω κράτηση τώρα! Ένα τραπέζι για τις δυο μας. Συμφωνείς κορίτσι μου; Ντανιέλλα! Τι έπαθες ψυχή μου; Γιατί δεν μου απαντάς… Παιδιά, παιδιά βοήθεια! Ένα ασθενοφόρο. Γρήγορα. Ντανιέλλα μίλησέ μου, μη φεύγεις… Ένα ασθενοφόρο…

***
Εκείνη τη νύχτα στα Γιαννιτσά, ξημέρωνε 9 του Ιούλη, ημέρα Κυριακή, η 42χρονη Αθηνά δεν έκλεισε μάτι. Στριφογύριζε ανήσυχη κι όσες φορές πήγε να αποκοιμηθεί… τρομερός εφιάλτης τη συνέπαιρνε κι αμέσως πετάγονταν από το κρεβάτι. Οι σκληρές εικόνες, τότε… πριν 4 χρόνια… που αντίκρυσε τον πατέρα της άψυχο κουφάρι… ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλαγιάσουν στο μυαλό της.
Ο πατέρας της, ήταν το στήριγμά της. Κι όμως! Ποτέ δεν της είπε μια λέξη, για την απελπισία του, για τα χρέη του, για την άρνησή του να συνεχίσει τη ζωή του. Είχε το θλιβερό προνόμιο η Αθηνά, να τον αντικρύσει πρώτη! Όταν εκείνος έσφιξε χωρίς δισταγμό τη θηλιά στο λαιμό του.
Σηκώθηκε, φόρεσε ξανά το φόρεμα που τόσο άρεσε στον πατέρα της, ένα λιλά, με μικρά άνθη στην ίδια απόχρωση. –Κούκλα είσαι, της έλεγε, όπως η μάνα σου στα νιάτα της, και τράβηξε για το νεκροταφείο να του ανάψει το καντήλι.
Στην επιστροφή ανταμώθηκε με δυο κορίτσια, που δούλευαν μαζί στο σούπερ – μάρκετ. Μάθατε τίποτα, τις ρώτησε με αγωνία η Αθηνά. Κανα νέο από το σωματείο; Τίποτα. Σκοτάδι. Ενάμιση χρόνο απλήρωτες 1.400 άτομα που εργάζονταν στα σούπερ – μάρκετ «ΚΑΡΥΠΙΔΗΣ» (πρώην Αρβανιτίδης), είχαν να πληρωθούν ενάμιση χρόνο! Ανάμεσα σ’ αυτούς και η Αθηνά.
Ευσυνείδητη πάντα στη δουλειά της. Ακριβής στην ώρα της. Κανένας δεν εξέφρασε ποτέ παράπονο εις βάρος της. Αλλά τώρα; Τόσο καιρό χωρίς μισθοδοσία… οι απλήρωτοι λογαριασμοί ξεχείλιζαν από το συρτάρι στο παλιό γραφειάκι της. Και επιπλέον κι οι δόσεις από το δάνειο που χρωστούσε ο πατέρας της.
Κάθε μέρα που πέρναγε, η Αθηνά, σαν δεντράκι απότιστο, λίγο – λίγο έγερνε, έχανε την ελπίδα της.
Γύρισε σπίτι. Πότισε τις γλάστρες της, το νερό τόχε απλήρωτο αλλά ευτυχώς ακόμα δεν της τόχαν κόψει. Το ρεύμα της το πλήρωνε ο αδερφός της. Από τον πενιχρό του μισθό κι είχε και παιδιά να μεγαλώσει.
Έφτιαξε καφέ και στάθηκε για λίγο όρθια στο παράθυρο της κουζίνας αγναντεύοντας τον καθαρό, καλοκαιριάτικο γαλάζιο ουρανό. Ύστερα η Αθηνά με το λιλά φόρεμά της, η Αθηνά μια «ασήμαντη» ταμίας σούπερ – μάρκετ, που δεν είχε πλέον ν’ αγοράσει ούτε λάδι για το καντήλι, μπήκε στο μπάνιο κι έκλεισε πίσω της την πόρτα.
Το μεσημέρι, σαν ήρθε ο αδερφός της να της φέρει ένα πιάτο φαγητό, τη βρήκε άψυχη, πάνω στα πλακάκια. Η Αθηνούλα είχε κόψει τις φλέβες της.

***
Από ποια χώρα τάχα ήρθανε; Από το Πακιστάν; Ή από το Μπαγκλαντές; Και πώς πέρασαν τα σύνορα άραγε; Θα διέσχισαν μάλλον τον Έβρο με κάποια πλαστική βάρκα. Και τα ονόματά τους; Πώς τους έλεγαν; Δεν μπορεί, μάνα τους γέννησε κι αυτούς. Κάποιος πρέπει να νοιάζεται. Κάποιος πρέπει να τους αναζητήσει. Δυο άντρες γύρω στα τριάντα αναφέρει το αστυνομικό δελτίο. Χωρίς χαρτιά, χωρίς ταυτότητα, χωρίς προορισμό. Ποιος ξέρει πόσες μέρες οδοιπορούσαν… Πόσες μέρες ήταν νηστικοί… Μέχρι που αφέθηκαν πάνω στις ράγες του τρένου να πεθάνουν.
Μάλλον αποκοιμήθηκαν κουρασμένοι, συμπέραναν οι αρμόδιοι. Τόσο κουρασμένοι, που δεν αντιλήφθηκαν την αμαξοστοιχία που τους παρέσυρε. Μπορεί νάναι κι έτσι. Μπορεί να απόκαμαν και είπαν για μια στιγμή μόνο να ξαποστάσουν. Εκεί κοντά στον οικισμό της Θυμαριάς, καθώς ξημέρωνε Δευτέρα κι ο Αύγουστος είχε 28.
Μια στιγμή μόνο. Και η στιγμή έγινε για πάντα. Αλλά τι σημασία έχει πια. Δεν ήταν παρά μόνο δυο «ασήμαντοι» άνθρωποι του φετινού καλοκαιριού.

***
Στην περιοχή Συκιές, στο Κατάκολο, την Τετάρτη το πρωί, 30 Αυγούστου, δυο μικρούλες αδερφές έμαθαν από τη γιαγιά τους, ότι η μητέρα τους δεν θα γύριζε σπίτι! Έμαθαν πως έγινε κάποιο ατύχημα και πως η μαμά τους έφυγε, για ένα μακρινό ταξίδι! Οι πιτσιρίκες απόρησαν. Ποτέ μέχρι τώρα η μάνα τους δεν αργούσε… Σηκώνονταν πάντα πολύ πρωί, πριν χαράξει, για να πάει στη δουλειά της και επέστρεφε πριν από το μεσημέρι.
Η 30χρονη Ανδριάνα Σταματοπούλου δούλευε στον τομέα καθαριότητος, με σύμβαση. Κάθε μέρα φορούσε τα χοντρά εργατικά της παπούτσια, τα γάντια και τη φόρμα της. Και κρεμασμένη πίσω από το απορριμματοφόρο, μάζευε τις σακούλες με τα σκουπίδια. Άχαρη δουλειά. Βασανιστική. Η μυρωδιά από τα σκουπίδια είχε ποτίσει τη ζωή της. Την ένιωθε στο σώμα της, όσο κι αν τρίβονταν με το σαπούνι. Την ενιωθε μέσα στο σπίτι της. Και μόνο όταν αγκάλιαζε τα κορίτσια της λυτρώνονταν απ’ αυτή τη μυρωδιά. Τα κορίτσια της μοσχοβολούσαν. Κι η Ανδριάνα αγαλίαζε.
Την Τετάρτη το πρωί η Ανδριάνα, συνοδός οχήματος στο έργο της αποκομιδής, κατέβηκε για ένα δευτερόλεπτο, από το σκαλί – πάτημα, του οχήματος, για να πιάσει μια ξεχασμένη σακούλα… Εκείνη τη στιγμή ο οδηγός έκανε όπισθεν. Κι η Ανδριάνα βρέθηκε κάτω από τις ρόδες.
Τα κορίτσια της, την περιμένουν ακόμη σιμά στο παράθυρο, για να την δουν να επιστρέφει. Κι ούτε στιγμή δεν πίστεψαν τη γιαγιά τους, όταν τους είπε, πως έφυγε ταξίδι.

***
Το καλοκαίρι του 2017 κύλησε σαν το νεράκι. Για πολλούς ήταν ξέγνοιαστο. Γεμάτο πολύχρωμες φωτογραφίες, από παραλίες και ηλιοβασιλέματα, που καταγράφηκαν επιμελώς στις οθόνες των κινητών.
Γι’ άλλους πάλι, είχε ιδρώτα, πίκρες κι αγωνίες. Δεν είναι δίκαιη η ζωή. Γιατί η επετηρίδα του χρόνου είναι διαβλητή.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.