Δύο συν ένα άγνωστα μνημεία των Ιωαννίνων!

on .

Ο φίλος Θανάσης Ζυγούρης, αρχιτέκτων, μου πρόσφερε ένα ανάτυπο της εργασίας του με τίτλο «Δύο + Ένα άγνωστα χαμένα μνημεία», με θερμή αφιέρωση, που δημοσίευσε στο “Ηπειρωτικό Ημερολόγιο” το 2016, (σελ. 99–120) κι εκδίδει η Ε.Η.Μ.
Και για να μας ενημερώσει ποια είναι αυτά τα ΔΥΟ + ΕΝΑ άγνωστα χαμένα μνημεία της πόλης μας αναγράφει συμπληρωματικά την ονομασία τους:
- Η οικία Εσσάτ Πασά
- Η αυλόθυρα της Οθωμανικής Βιβλιοθήκης και
- Το Χαμάμ της πλατείας.
Παρατηρούμε ότι τα ΔΥΟ βρίσκονταν μέσα στο κάστρο και το ΕΝΑ στην Επάνω Πλατεία της πόλεως.
Η οικία Εσάτ πασά
Όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, αφορμή στάθηκε η ακουαρέλα της Γιαννιώτισσας καλλιτέχνιδος Άρτεμις Πουτέτση–Μανέκα με τον τίτλο “Το σπίτι του Εσάτ Πασιά στο Κάστρο (Γιάννινα). Δεν υπάρχει πια”, που φιλοτέχνησε το 1955 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Δελτίον της Ηπειρωτικής Εταιρείας” (αρ. 189/1992, σ. 282).
Ο αγαπητός Θανάσης διαισθάνθηκε ότι η ακουαρέλα αυτή δεν αποτύπωσε το πραγματικό σπίτι της τουρκογιαννιώτικης οικογένειας του Εσάτ, αλλά κάποια άλλη αρχοντική οικία. Ύστερα από ιστορική έρευνα βρήκε την πραγματική εικόνα της κατοικίας του Εσάτ που είχε φιλοτεχνήσει η Θάλεια Φλωρά–Καραβία το 1913.
Η Θάλεια Φλωρά είχε αναλάβει το δύσκολο έργο να γίνει πολεμική ανταποκρίτρια των Βαλκανικών πολέμων 1912-1913 στην εφημερίδα ΕΦΗΜΕΡΙΣ που εξέδιδε ο σύζυγός της Καραβίας στην Αλεξάνδρεια. Με το πενάκι, το μπλοκ και το μολύβι της, τα απαραίτητα σύνεργα του ανταποκριτή της εποχής εκείνης, αποτύπωσε πολλές σκηνές από το νικηφόρο αυτό πόλεμο.
Το 2012 η “Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών” και η εφημερίδα “Καθημερινή” παρουσίασαν μια ειδική έκδοση με τίτλο “Ώρες Ελευθερίας. Βαλκανικοί πόλεμοι, 100 χρόνια, το μέτωπο της Ηπείρου”. Στην έκδοση αυτή δημοσιεύεται και το σχέδιο της Φλωρά-Καραβία με τον τίτλο: “Σπίτι του Εσσάτ πασά”, 1913, με την υπογραφή της στην κάτω δεξιά γωνία και με ημερομηνία 1913, 5 Μαρτίου. Η ίδια η καλλιτέχνις περιγράφει το σαράι αυτό και μεταξύ των άλλων γράφει: “…Το παληό, απέραντο σπίτι με τις χαμηλές του στοές, όπου φαίνονται διάφορες θύρες και σκάλες, χωρίς ρυθμό, με τα πολλά του παράθυρα από άβαφο ξύλο και τους ασβεστωμένους τοίχους, παληάς εποχής σπίτι, έχει το ύφος ξεχασμένης αρχόντισσας…..”. (φωτ. 1)
Ύστερα από τη δημοσίευση της πραγματικής εικόνας του σπιτιού του Εσάτ ο Θανάσης με τις αρχιτεκτονικές του γνώσεις, την επιστημοσύνη και την ιστορική του επιμονή προσδιόρισε την τοποθεσία στην οποία βρισκόταν μέσα στο κάστρο το σαράι, αρχοντικό, της οικογένειας αυτής. Το προσδιόρισε με μεγάλη ακρίβεια και το σχεδίασε επακριβώς όπως φαίνεται και στο σχέδιο που δημιούργησε. Το οικόπεδο βόρεια συνόρευε με το Σουφαρί σαράι και το σπίτι του Καλού πασά και ανατολικά με το Χαμάμ. Περιέγραψε ακόμη το αρχοντικό με πάρα πολλές λεπτομέρειες και μας δίνει πλήθος άλλων πληροφοριών. (φωτ.2).
Με την ευκαιρία αυτή προσδιόρισε και άλλα κτίσματα και αρχοντικά στον πολεοδομικό χάρτη της πόλεως Ιωαννίνων, όπως το Οσμάν Τσιαούς τζαμί (Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία), την οικία Μουσταφά πασά (οικία Κενάν Μεσαρέ), το αρχοντικό Χαϊρεντίν Πατσιαντά (Ιωαννίδη), το αρχοντικό Μίσιου και ένα δεύτερο χαμάμ (βλ. συνέχεια).
Ο Εσάτ πασάς
Ο Εσάτ πασάς ήταν ο στρατηγός, διοικητής, πασάς στο πασαλίκι των Ιωαννίνων (Ηπείρου), που παρέδωσε την πόλη των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουαρίου 1913 στο διάδοχο Κωνσταντίνο, μετά τη νικηφόρο έκβαση της πολιορκίας της πόλεως. Το πρωτόκολλο παράδοσης υπογράφηκε στο κτήριο του στρατηγείου και η τελετή παράδοσης έλαβε χώρα στο προαύλιο των στρατώνων στα Λιθαρίτσια. Κατά την παράδοση της πόλεως ο διάδοχος Κωνσταντίνος αρνήθηκε να παραλάβει από τον ηττημένο Εσάτ το ξίφος της παράδοσης, για λόγους αξιοπρεπείας.
Για τη γνωριμία του με τον Κωνσταντίνο ο ίδιος ο Εσάτ είχε δηλώσει τον Ιούνιο του 1928 σε ανταποκριτή εφημερίδας, όταν ήρθε ως επισκέπτης στη γενέθλια πόλη του: «Ο Κωνσταντίνος ήτο φίλος μου. Δεν εκάμαμε συμμαθηταί, διότι εγώ είμαι μεγαλύτερος. Τον γνώρισα όμως εις ένα αυτοκρατορικόν στρατιωτικόν γυμνάσιον του Βερολίνου, ….». (Αθανάσιος Δέμος: Ιούνιος 1928: Ο Εσάτ Πασάς τουρίστας στα Γιάννινα…. Εφημ. Πρωϊνός Λόγος, 12 Μαρτίου 2002).
Αντίθετα για το θέμα αυτό ο Σωτ. Ζούμπος (Άπαντα. Γιάννινα 1985, σ. 230) μας πληροφορεί: «…επειδή γνωρίζονταν, συμμαθητές, από την Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου».
Στη συνέχεια ο Εσάτ, ως αιχμάλωτος πολέμου, φιλοξενήθηκε επί τέσσερις μήνες στο σπίτι του Θεόδωρου Πάγκαλου (του μετέπειτα στρατηγού) στην Ελευσίνα. Υπηρετούσε τότε ως λοχαγός στο επιτελείο του διαδόχου Κων/νου.
Ο αδελφός του Βεχήπ ήταν ο στρατιωτικός διοικητής των οχυρών του Μπιζανίου. Ήταν παιδιά του Μεχμέτ Εφέντη, τουρκογιαννιώτη στρατηγού, που υπηρέτησε και Δήμαρχος στην πόλη μας το 1893.
Στην παραπάνω συνέντευξη (Αθ. Δέμου, όπ.π.) δήλωσε: «Εγώ είμαι Γιαννιώτης. Στα Γιάννενα γεννήθηκα και στα Γιάννενα πρωτόμαθα τα πρώτα γράμματα. Κατόπιν επήγα στα Βιτώλια (=Μοναστήριον Σκοπίων), στο Γυμνάσιο….».
Τον Ιούνιο του 1928 παρέμεινε στο ξενοδοχείο “Ίλιον Παλλάς”. Και συνέχισε στη συνέντευξή του: «Το ίδιο βράδυ που έφθασα στα Γιάννενα έγινε απογραφή του πληθυσμού… και συμπλήρωσα το δελτίο απογραφής: Εσάτ Πασάς των Ιωαννίνων. Ετών 66. Γεννηθείς εν Ιωαννίνοις. Έγγαμος. Πατήρ ενός τέκνου της δεκαοκταέτιδος Ντεσιμπέ. Μωαμεθανός το θρήσκευμα. Μητρική μου γλώσσα η ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Δημότης Κων/πόλεως. Απόστρατος πασάς του τουρκικού στρατού...».
Για το θέμα της απογραφής ο Μιχ. Παντούλας μας πληροφορεί: (Εσσάτ, ο Γιαννιώτης Πασάς… Εφημ. Πρωϊνός Λόγος, 20 Φεβρ. 2015). Ότι ο Εσάτ το 1920 δήλωσε σε απογραφή στη Θεσσαλονίκη γλώσσα του την “ελληνική” κι επάγγελμα “πασάς Ιωαννίνων”. Επίσης μας πληροφορεί ότι ο Mehmet Essat Pasha γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 19 Οκτωβρίου 1862 και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Νοεμβρίου 1952.
Το πλήρες όνομά του ήταν: Εσάτ Αχμέτ Βεχήπ Μπουλκάτ (Σωτ. Ζούμπος, όπ.π.).
Και τα δύο αδέλφια, αργότερα, ως αιχμάλωτοι πολέμου, εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τις οικογένειές τους. Από εκεί ο Εσάτ απέστειλε το ξίφος του προς το Θ. Πάγκαλο, ως ευχαριστία για την επί τετράμηνο φιλοξενία του στην Ελευσίνα. Ο Μιχ. Παντούλας (όπ.π.) μας πληροφορεί ακόμη ότι το ξίφος αυτό περιήλθε στην Έκθεση Κειμηλίων της απελευθέρωσης της πόλεως, (18 Φεβρουαρίου 2015), ύστερα από προσφορά του Θεόδωρου Πάγκαλου (εγγονού).
Η ακίνητη περιουσία τους περιήλθε στη Διοίκηση Δημοσίων Κτημάτων, από την οποία έγινε και η εκποίηση του αρχοντικού μαζί με το οικόπεδό του το 1935. Δεν περιλαμβανόταν στην περιουσία των ανταλλαξίμων που δημιουργήθηκε το 1923-24 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Για το λόγο αυτό δεν είναι καταγεγραμμένη στο Αρχείο Ανταλλαξίμων της Κτηματικής Περιουσίας του Δημοσίου.
Γνωρίζουμε ότι η οικογένειά του ήταν μια από τις τελευταίες τουρκογιαννιώτικες της πόλεως. Ο ίδιος άλλωστε όταν το 1934 ήρθε (για δεύτερη φορά;) ως επισκέπτης να δει την γενέθλια πόλη του είπε στο Σωτ. Ζούμπο (διευθυντή τότε του Δημοτικού Μουσείου στο Ασλάν τζαμί), ότι το σπίτι του ήταν από τους προπαππούδες του, (δηλ. ήταν κατασκευής του τέλους περίπου του 18ου αιώνα). Και όπως ο ίδιος ομολόγησε, προγιαγιά του προερχόταν από την οικογένεια Γλυκή. Για το λόγο αυτό, μας πληροφορεί ο Σωτ. Ζούμπος, ζήτησε ο ίδιος στο νέο δρόμο που διανοιγόταν μπροστά από το αρχοντικό τους να δοθεί η ονομασία οδός “Γλυκήδων”.
Ο Σωτ. Ζούμπος μας πληροφορεί ακόμη (όπ.π.) ότι ο ίδιος ο Εσάτ του έδωσε την πληροφορία το 1934, ότι πρόγονός του μια νύχτα των Χριστουγέννων άρπαξε ένα χριστιανικό κορίτσι μέσα από το κάστρο, από το μητροπολιτικό ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ. Ήταν η Βασιλική Γλυκή, κόρη της καστρινής Γιαννιώτικης οικογένειας των Γλυκήδων. Το θέμα αυτό μας παραπέμπει στο γεγονός του 1434 με την επωνυμία “Εφτάμπουλο”. (Για το ίδιο θέμα έγραψα λεπτομέρειες στην εργασία μου με τον τίτλο “Ιστορικοί περίπατοι” που δημοσιεύεται στην εφημερίδα “Πρωϊνός Λόγος” κάθε Παρασκευή σε συνέχειες).
Παρατηρούμε ότι υπάρχει κάποιο ιστορικό πρόβλημα με τη Βασιλική Γλυκή, ότι το ίδιο πρόσωπο ήταν το 1434 με το λεγόμενο Εφτάμπουλο και το ίδιο πρόσωπο ως προγιαγιά του Εσάτ).
Ο Γιαννιώτης δημοσιογράφος, λογοτέχνης και πολιτικός Χρ. Χρηστοβασίλης μας πληροφορεί (Μιχ. Παντούλα, όπ.π.) ότι:
«Ο πάππος του κατήγετο εκ Μπούλτζου (σημερινή Ελάτη) του Ζαγορίου και η μάμμη του εκ Σουλίου». Δηλ. έχουμε κι εξισλαμισμό προγόνου του Εσάτ, διπλή ανανέωση της χριστιανικής του καταγωγής, την πρώτη το 15ο αιώνα και τη δεύτερη το 18ο αιώνα. Γι’ αυτό και η γιαγιά του δεν τον αποκαλούσε “πασά των Ιωαννίνων”, αλλά “γιαννιώτη πασά”.
(Για το θέμα αυτό μας φέρνει αρκετές κι ενδιαφέρουσες πληροφορίες ο Παν. Αραβαντινός: Χρονογραφία της Ηπείρου, τ. Β΄, σ. 263, υπ. 3 και Βιογραφική Συλλογή. Ε.Η.Μ. 1960, σ. 44. Καθώς και ο Βασ. Πυρσινέλλας: Γιάννινα, σ. 51).
Με την οριστική εγκατάστασή του στην Κων/πολη σύμφωνα με το νόμο του Ατατούρκ έπρεπε να λάβει ένα επώνυμο, γιατί όλοι οι Τούρκοι με τη μετεγκατάστασή τους εκεί έφεραν το επώνυμο του τιμαριωτικού τους τίτλου, δηλ. πασάς, αγάς, μπέης κλπ. Τότε ο Εσάτ έλαβε το επώνυμο “Μπουλτζάτ” για να τιμήσει το χωριό Μπούλτζη, την καταγωγή του παππού του. (Ο Ευ. Μπόγκας γράφει “Μπουλτιάτ”, και ο Ζούμπος “Μπουλκάτ”).
Εσάτ πασάς, ο τελευταίος τουρκογιαννιώτης πασάς στο πασαλίκι Ιωαννίνων, για τον οποίο ο Χρ. Χρηστοβασίλης έγραψε: «…ότι ο ένδοξος ηττημένος των Ιωαννίνων ούτε Τούρκος είνε, ούτε Αλβανός, αλλά καθαρός Έλλην, ως απόγονος Ελλήνων, αρνηθέντων την Ελληνικήν Θρησκείαν λόγω των καιρικών του Έθνους μας συμφορών».
(Αύριο το τελευταίο μέρος)