Διαπραγματευτικό «βατερλώ» στα εθνικά μας θέματα!..

on .

- Γράφει ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΤΣΟΥΡΗΣ, Ομότ. Καθηγητής Φιλολογίας Παν/μίου Ιωαννίνων

Ίσως να απορεί κάποιος, γιατί κάθε φορά που διαπραγματεύεται η χώρα μας είτε οικονομικά είτε πολιτικά είτε εθνικά θέματα, βγαίνει στο τέλος ζημιωμένη, ενώ κερδισμένος αποδεικνύεται πάντοτε ο αντίπαλος. Αυτό συμβαίνει και με το Κυπριακό και με τα Ελλαδικά προβλήματα. Στο μεν Κυπριακό, κατόρθωσαν οι αντίπαλοι, οι Τούρκοι, τη μειονότητα του 18% να την αναβαθμίσουν σταδιακά λόγω των συνεχών υποχωρήσεων της Ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας, αφ’ ενός, και της προς ένα στόχο προσανατολισμένης Τουρκικής πολιτικής, αφ’ ετέρου, σε μια, έστω και μη αναγνωρισμένη διεθνώς, κρατική οντότητα με απαιτήσεις απόλυτης ισότητας σε ένα υποτιθέμενο ομοσπονδιακό κράτος, το οποίο ουσιαστικά θα είναι προτεκτοράτο της Τουρκίας και μοχλός πίεσης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για την εξυπηρέτηση των Τουρκικών συμφερόντων.
Ο κυριώτερος λόγος είναι το ότι η αφετηρία των δικών μας διαπραγματευτών είναι το ελάχιστο (minimum) των αξιώσεών μας, ενώ των αντιπάλων είναι το μέγιστο (maximum). Με αυτόν τον τρόπο, οι μεν αντίπαλοι έχουν περιθώρια υποχωρήσεων, ενώ οι δικοί μας δεν έχουν. Σε μια, όμως, διαπραγμάτευση περιμένει κάποιος υποχωρήσεις και από τις δυο πλευρές. Έτσι, βρισκόμαστε πάντοτε στριμωγμένοι στη γωνία. Επιπλέον, σε μια συνεχή και πολυχρόνια διαπραγμάτευση, ο μεν αντίπαλος θεωρεί ως κεκτημένο τις δικές μας υποχωρήσεις, πράγμα που δυστυχώς πράττουν και οι ξένοι διαμεσολαβητές, με αποτέλεσμα να είμαστε πάντοτε οι χαμένοι.
Παρόμοια και στην περίπτωση της ονοματοθεσίας για το κράτος της ΠΓΔΜ. Οι πολιτικοί μας, προτού ακόμα αρχίσει η διαπραγμάτευση, έδωσαν το όνομα Μακεδονία στους αντιπάλους, πράγμα που το αξιοποίησαν για το συμφέρον τους. Και ήταν επόμενο ότι και ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ θα έπραττε το ίδιο. Και αυτό αντανακλάται στις προτάσεις που κατέθεσε για την ονομασία. Ποια, επομένως, διαπραγμάτευση θα κάνει η χώρα μας την ώρα που ήδη έχει παραχωρήσει το όνομα; Και όπως είπαμε και άλλοτε, το όνομα είναι η ουσία. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, είτε είναι ανόητος είτε εθελοτυφλεί είτε θέλει να εξαπατήσει τον λαό. Επιπλέον, κανένα έθνος δεν διαπραγματεύεται την ιστορία και τον πολιτισμό του, την πεμπτουσία της ύπαρξής του. Διαφορετικά, κινδυνεύει με αφανισμό.
Δυστυχώς, ο κ. Νίμιτς, αποδεικνύεται να ενεργεί περισσότερο ως εκπρόσωπος της ΠΓΔΜ παρά ως διαμεσολαβητής. Έχει δίκαιο όταν λέει ότι οι πέντε προτάσεις που κατέθεσε για την ονομασία διασφαλίζουν και ενισχύουν την «ταυτότητα και το έθνος» της ΠΓΔΜ. Και οι δηλώσεις του ότι οι κάτοικοι αυτού του κράτους έχουν «ισχυρή ταυτότητα», η οποία δεν χτίστηκε τα τελευταία 25 χρόνια αλλά προϋπήρχε, προσθέτοντας ακόμα τα εξής απαράδεκτα και πρωτόγνωρα: «Είχατε την ταυτότητα όταν ήσασταν τμήμα της Γιουγκοσλαβίας, όταν ήσασταν τμήμα του Βασιλείου της Σερβίας, όταν ήσασταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνεπώς η ταυτότητα του λαού είναι, κατά τη γνώμη μου, ασφαλής και πραγματικά πιστεύω ότι οι ιδέες που παρουσίασα δεν τη βλάπτουν, αλλά την ενισχύουν».
Πού τα ανακάλυψε αυτά ο κ. Νίμιτς; Οι απόψεις του ταυτίζονται με την πλαστογράφηση της ιστορίας από τους ψευτομακεδόνες! Και για την  τρισχιλιετή ταυτότητα των πραγματικών Μακεδόνων δεν έχει τίποτα να πει; Τέτοιοι «διαμεσολαβητές», δυστυχώς, προβάλλουν και προσβάλλουν τα Ηνωμένα Έθνη, παρόμοιους με αυτούς που «διαμεσολάβησαν» στις λεγόμενες «ενδοκοινοτικές» διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό, των οποίων συχνά οι απόψεις έρχονταν σε αντίθεση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και ταυτίζονταν με τις Τουρκοκυπριακές και Τουρκικές θέσεις.
Ένα πράγμα θα πρέπει να κάνει η κυβέρνηση. Να δηλώσει ότι δεν διαπραγματεύεται τα εθνικά θέματα, την ιστορία και τον πολιτισμό της, και να αξιώσει και από την ΕΕ και από τις ΗΠΑ να αλλάξουν στάση έναντι αυτού του σοβαρού προβλήματος, που ουσιαστικά δημιουργήθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο από τον Τίτο και προσβάλλει το Ελληνικό έθνος ως σύνολο. Έχει στα χέρια της η Ελλάδα αρκετά διαπραγματευτικά επιχειρήματα και μέσα, τα οποία μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για να ασκήσει αποτελεσματική πολιτική που θα έχει θετικά αποτελέσματα για τη χώρα μας. Απαραίτητη προϋπόθεση, ωστόσο, είναι να διαμορφωθεί μια στρατηγική με συναίνεση και ομοψυχία, πράγμα που φαίνεται δύσκολο δεδομένης της αλαζονείας που δείχνει η κυβέρνηση στον χειρισμό αυτού του θέματος και των αντιφατικών πολιτικών θέσεων στα εσωτερικά της αντιπολιτεύσεως και των άλλων κομμάτων.
Η λύση του οποιουδήποτε προβλήματος δεν θα πρέπει να είναι τέτοια που όχι μόνο θα είναι εις βάρος μας, αλλά και θα δημιουργήσει στο μέλλον πολύ μεγαλύτερα προβλήματα και εντάσεις στην περιοχή μας. Η ανοχή ή η συμφωνία στον σφετερισμό της ιστορίας και του πολιτισμού μας από ένα λαό που δεν έχει καμιά σχέση με τους ισχυρισμούς του συνιστά πράξη απαράδεκτη και, κατά τη γνώμη μας, καμιά κυβέρνηση δεν έχει δικαίωμα να προχωρήσει στην παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας, τη στιγμή μάλιστα που το διπλωματικό και διαπραγματευτικό βάρος της χώρας μας είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό της γειτονικής χώρας.
Αν οι ΗΠΑ επιθυμούν την ένταξη αυτού του κράτους στο ΝΑ­ΤΟ, οφείλουν πρωτίστως να κατανοήσουν τις ευαισθησίες του Ελληνικού λαού και να «πείσουν» τους φίλους τους για την ιστορική αλήθεια, ώστε να εγκαταλείψουν την παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας και τις απαράδεκτες αξιώσεις τους σε βάρος της χώρας μας.