Μήπως ήρθε η ώρα να σοβαρευτούμε;

on .

Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες του πλανήτη που από γεωστρατηγική άποψη κατέχει εξέχουσα θέση, καθώς αποτελεί τη γέφυρα που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση. Είναι το πέρασμα των οικονομικών, στρατιωτικών και γεωπολιτικών συμφερόντων, των ισχυρών κρατών αλλά και των διευρυμένων διακρατικών οργανισμών. Τέλος, είναι  το ιδανικό διεθνές παρατηρητήριο από το οποίο οι ισχυροί του πλανήτη επιβλέπουν τις εξελίξεις και δρομολογούν τις επεμβάσεις, ώστε να μη διαταραχθεί η ισορροπία των πολύπλευρων συμφερόντων τους. Τη σημαντικότατη αυτή γεωστρατηγική θέση της χώρας μας,  την είχαν αντιληφθεί  από την αρχαιότητα ακόμη όλα τα τότε επίδοξα ισχυρά κράτη, τα οποία και προσπάθησαν να τη θέσουν υπό την κυριαρχία τους. Ωστόσο, το αξιοπερίεργο είναι πως οι μόνοι που δεν έχουν κατανοήσει ακόμη την γεωστρατηγική αξία της χώρας μας και δεν έχουν εμπεδώσει τα τεράστια συγκριτικά της πλεονεκτήματα, είναι οι πολιτικοί μας, που έχουν την ευθύνη του σχεδιασμού της εθνικής εξωτερικής πολιτικής.          
Η δήθεν «σοβαρή και υπεύθυνη» εξωτερική πολιτική που ακολουθούμε τις τελευταίες δεκαετίες δεν προσφέρει στη χώρα μας κανένα ουσιαστικό όφελος, ούτε στο επίπεδο των εντυπώσεων, ούτε στο πολιτικό επίπεδο των βαλκανικών εξελίξεων. Απεναντίας, εκλαμβάνεται ως αδυναμία της χώρας μας και ως τέτοια αντιμετωπίζεται από όλους εκείνους που παρακολουθούν από κοντά την κατάσταση και προσπαθούν να προωθήσουν τα εθνικά τους συμφέροντα σε βάρος μας φυσικά.
Η επίμονη στάση της χώρας μας, να αποφεύγει την οποιαδήποτε ανακίνηση των ιστορικά τεκμηριωμένων εθνικών θεμάτων που αφορούν την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου καθώς και εκείνη των Βαλκανίων, εκτιμούμε πως μόνο υπεύθυνη δεν θεωρείται. Είναι μέγα λάθος αυτή η τακτική διότι, η αντίπαλη πλευρά σχεδιάζει και ασκεί την πολιτική της με σοβαρότητα και συνέχεια, ενθαρρυμένη φυσικά από τις υποχωρήσεις, τις παραχωρήσεις καθώς και της έλλειψης εκ μέρους μας συγκροτημένης  εξωτερικής πολιτικής - στρατηγικής. Άλλωστε, η παράδοση μαθημάτων ιστορίας στους γείτονες μας, καθώς και η υπενθύμιση ορισμένων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και συνθηκών, δεν κρύβει απαραίτητα διεκδικητικές βλέψεις.
Πάντως, η Ελλάδα για μια ακόμη φορά βρίσκεται στο περιθώριο των εξελίξεων της Βαλκανικής και ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου, μη μπορώντας να αξιοποιήσει προς όφελός της τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει στην περιοχή.
Μη μπορώντας λοιπόν να παρακολουθήσουμε και στη συνέχεια να ερμηνεύσουμε τις διεθνείς εξελίξεις καθώς και τα γεωπολιτικά παιχνίδια που λαμβάνουν χώρα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και ιδιαίτερα της Μεσογείου, αρκούμαστε στο ρόλο του απλού παρατηρητή. Η έλλειψη συγκροτημένης εθνικής γεωπολιτικής στρατηγικής σε συνδυασμό με τα πολλά ερωτηματικά που τίθενται, για τις ικανότητες αλλά και δυνατότητες αυτών που την ασκούν, είναι πλέον επικίνδυνα ορατή.
Απόδειξη τούτου, μεταξύ των άλλων, αποτελούν τα ταπεινωτικά γεγονότα του 1996 στα Ίμια, οι συνεχείς προκλήσεις του εξ ανατολής γείτονα  καθώς και οι επεκτατικές ορέξεις των ανιστόρητων Βαλκάνιων (γειτόνων) που απροκάλυπτα προβάλουν εδαφικές διεκδικήσεις, αδιαφορώντας για τις διεθνείς συνθήκες. Μη τρέφουμε αυταπάτες, η «νέα τάξη πραγμάτων» που ορισμένοι επιδιώκουν μεθοδικά να εγκαθιδρύσουν στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο, τροφοδοτείται από τους μεγαλοϊδεατισμούς των Τούρκων που ονειρεύονται την Οθωμανική Αυτοκρατορία, των Βουλγάρων που ποτέ δεν ξέχασαν τη Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου, των Αλβανών που επιθυμούν τη μεγάλη Αλβανία και των Σκοπιανών που διαστρεβλώνουν και καπηλεύονται την ιστορία της Μακεδονίας.
Επίσης, για πολλά χρόνια υποστηρίζαμε πως η μόνη διαφορά που έχουμε στο Αιγαίο με τους Τούρκους αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και με επίκεντρο  αυτό, σχεδιάζαμε την όποια εθνική στρατηγική, χωρίς να έχουμε διασφαλίσει το εάν και  εκείνοι υποστήριζαν το ίδιο. Δυστυχώς, τα μετέπειτα γεγονότα απέδειξαν περίτρανα την λανθασμένη εκ μέρους μας τακτική, αφού σήμερα όχι μόνο ξεχάστηκε παντελώς η υφαλοκρηπίδα, αλλά μιλάμε για γκρίζες Ελληνικές βραχονησίδες και άλλες εδαφικές διεκδικήσεις.
Ίσως, τελικά η εγκατάλειψη  της «Μεγάλης Ιδέας» που απέβλεπε στην απελευθέρωση όλων των αλύτρωτων Ελλήνων και η σταδιακή  αντικατάστασή της με το ηττοπαθές ιδεολόγημα του «δεν διεκδικούμε τίποτα…» που νομοτελειακά οδηγεί σε εθνική συρρίκνωση, να ήταν εσφαλμένη. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο η «Μεγάλη Ιδέα» παρεξηγήθηκε σκόπιμα και πολεμήθηκε από τις λεγόμενες «προοδευτικές δυνάμεις» που τυφλωμένοι από τις ιδεοληψίες τους, αδυνατούσαν να κατανοήσουν τη βαρύτητα της ύπαρξης και μόνο της «Μεγάλης Ιδέας», για την μετέπειτα πολιτική σταθερότητα και ασφάλεια της χώρας μας. Κάλλιστα, θα μπορούσε σήμερα να είναι η εθνική  μας ασπίδα, έναντι των επίδοξων γειτόνων μας. 
Επιπλέον, μετά τον εμφύλιο ο πολιτικός  κόσμος της χώρας,  πλην μεμονωμένων εξαιρέσεων, δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος τον περιστάσεων και να προτάξει υπεράνω όλων το εθνικό συμφέρον. Η εξωτερική μας πολιτική άλλαξε σταδιακά, έγινε εσωστρεφής, τη στιγμή που οι διεθνείς ισορροπίες διαρκώς μεταβάλλονται και οι πολιτικοοικονομικές εξελίξεις συνεχώς μεταλλάσσονται. Έγινε περισσότερο αμυντική, κάτι που δικαιολογείται μέχρι ενός σημείου λόγω ένταξης της χώρας ως μέλος της Ευρωατλαντικής συμμαχίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε πέραν των άλλων επαναπαυτήκαμε στα νέα δεδομένα και νιώσαμε πλέον ασφαλείς. Τέλος, έγινε  κομματικά εξαρτημένη, αφού με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, αλλάζει και η εξωτερική μας πολιτική, μία κατάσταση που δυστυχώς συνεχίζεται και σήμερα με πολύ αρνητικά αποτελέσματα.  
Μπορεί οι σειρήνες που ηχούν καθημερινά και τα τύμπανα που χτυπούν συνεχώς, προειδοποιώντας για τους σοβαρότατους εθνικούς κινδύνους που απειλούν τη χώρα μας, να βρίσκουν βαρήκοους το σύνολο των πολιτικών και πολιτειακών εξουσιαστών, όμως δεν βλέπουν τα μαύρα σύννεφα που έχουν  συγκεντρωθεί πάνω από τη χώρα μας, τη χώρα τους; Μέχρι πότε θα ζουν εγκλωβισμένοι στην ανόητη ιδεολογική ελαφρότητα της εξουσιαστικής ύπαρξης;
Αυτό το οποίο πρέπει να γίνει, ετούτη τη στιγμή, είναι γνωστό σε όλους, να γίνει επιτέλους πράξη αυτό που κατ’ επανάληψη δηλώνει ο πολιτικός και πολιτειακός κόσμος της χώρας στις διάφορες ιστορικές επιτειακές εκδηλώσεις, δηλαδή, εθνική ενότητα, συνεργασία, συνεννόηση και ομοψυχία. Στη συνέχεια, όλοι μαζί με γνώμονα το εθνικό συμφέρον θα θέσουμε τους πυλώνες – τους εθνικούς στόχους, πάνω στους οποίους θα χαράξουμε την εξωτερική εθνική στρατηγική μας και θα διατρανώσουμε σε Ανατολή και Δύση δύο πράγματα: Πρώτο, ως έθνος επιθυμούμε, επιδιώκουμε και εργαζόμαστε για την ειρηνική συνύπαρξη με όλους τους γειτόνους μας και δεύτερο, εάν όμως παρόλα αυτά, θελήσει κάποιος να καταπατήσει τα εθνικά μας δίκαια, τότε να είναι βέβαιος ότι, δε θα διστάσουμε ούτε στιγμή, να παραταχθούμε περήφανοι στις Θερμοπύλες, στις Πλαταιές, στο Μαραθώνα, στη θάλλασα της Σαλαμίνας, στα Δερβενάκια, στα κατσάβραχα του Σουλίου και στις βουνοκορφές της Πίνδου.