Η μητέρα στην αρχαία και στη νέα ελληνική παράδοση…

on .

  Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

 Η ημέρα της μητέρας καθιερώθηκε επίσημα στη χώρα μας από το 1928, όταν για πρώτη φορά η τότε Πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Άννα Τριανταφυλλίδου έριξε την ιδέα. Έτσι, από τότε κάθε χρόνο τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου, δίνεται η ευκαιρία να ακουστούν ύμνοι και εγκώμια για τη μητέρα, το ιερότερο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, όπου γης. Φυσικά, κάθε άνθρωπος πρέπει να τιμά και να σέβεται τη μητέρα του και να εκδηλώνει την αγάπη, την τιμή και τον σεβασμό του σ’ αυτήν κάθε μέρα και ώρα. Αλλά και ο επίσημος εορτασμός μία ημέρα το χρόνο έχει και αυτός το σκοπό του. Να υπενθυμίσει κάποια πράγματα.
Για μας τους Έλληνες όλα ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα από όσο στους άλλους λαούς. Μπορούμε να πάρουμε διδάγματα από τους αρχαίους Έλληνες σοφούς όλων των εποχών. Ένας από αυτούς είναι ο μεγαλύτερος επικός ποιητής όλων των αιώνων Όμηρος. Ο Όμηρος αναφέρει πολλά για τη θεά-μητέρα Θέτιδα, αφού ήταν μητέρα ενός από τους κορυφαίους ηγέτες του Τρωικού πολέμου, του Αχιλλέα. Θεά αυτή, παντρεύτηκε τον θνητό βασιλιά της Φθίας Πηλέα. Επομένως και ο γιος του Αχιλλέας ήταν θνητός. Μάλιστα η Ειμαρμένη είχε προδιαγράψει το μέλλον του. Θα πεθάνει νέος.
Έτσι, η Θέτιδα αποφάσισε να κάμει αθάνατο το γιο της. Μεταχειρίστηκε πολλά μέσα, αλλά δεν τα κατάφερε. Τελικά τον «εβάπτισε» στα ύδατα της Στυγός, όπου οι θεοί έδιναν τους φοβερούς όρκους τους.
Σαν μάνα δεν ήθελε να πάει ο γιος της στον Τρωικό Πόλεμο, για να μην πεθάνει νέος, όπως είχε προδιαγράψει η Ειμαρμένη. Γι’ αυτό τον έκρυψε στο Παλάτι του Λυκομήδη, βασιλιά στο νησί Σκύρο. Τον έντυσε μάλιστα με γυναικεία ρούχα. Τον ανακάλυψε, όμως, ο πολυμήχανος Οδυσσέας…
Η θεά-μητέρα Θέτιδα δεν έπαψε ούτε στιγμή να παρακολουθεί με άγρυπνο βλέμμα τον μονάκριβο γιο της Αχιλλέα στο στρατόπεδο των Αχαιών, έξω από τα τείχη της Τροίας. Έτσι, ο Όμηρος μας πληροφορεί στην Ιλιάδα Α352 ότι ο Αχιλλέας όταν προσβλήθηκε από τον Αγαμέμνονα, επικαλέστηκε τη μητέρα του Θέτιδα λέγοντας: «Μάνα, αφού με γέννησες για να είμαι ολιγόζωος, ο Ολύμπιος Ζευς, που στα ψηλά βροντά, τιμή με κάθε τρόπο έπρεπε να μου δώσει τώρα δε ούτε τόσο δα δεν με ετίμησε. Βέβαια ο γιος του Ατρέα, ο μεγαλοκράτορας βασιλιάς Αγαμέμνων, με εξευτέλισε…».
Όταν η Θέτιδα άκουσε, ένοιωσε τη φωνή του γιού της που του πελάγους τα κύματα είχαν φέρει, σαν καταχνιά ξεπρόβαλε από την ασπριδερή θάλασσα. «Παιδί μου γιατί κλαις; Ποια θλίψη την ψυχή σου παραδέρνει. Μίλησε φανερά και μέσ’ στον νου σου μην το κρύβεις, για να το μάθωμε και οι δύο» (Ιλιάδα Α362).
Ο Αχιλλέας της μίλησε για την αδικία και την προσβολή που του έγινε  από τους Αχαιούς και την παρακαλεί να ζητήσει από τον Δία να τον βοηθήσει. Τον βοήθησε και εδώ. Ακολουθεί ο θάνατος του φίλου του Πατρόκλου, τον οποίο σκότωσε ο Έκτορας σε μονομαχία. Η Θέτιδα τρέχει ξανά στο γιο της. Θρήνησε με πόνο και η ίδια για το θάνατο του φίλου του γιου της. Ο Αχιλλέας ορκίζεται να  εκδικηθεί τον θάνατο του Πατρόκλου.
Στην Οδύσσεια, στη Ραψωδία Λ (Νέκυα) ο Όμηρος παρουσιάζει τον Οδυσσέα να κατεβαίνει στον Άδη με εντολή της Κίρκης για να συναντήσει το μάντη Τειρεσία και να τον ρωτήσει για τη σωτηρία του ίδιου και των συντρόφων του. Εδώ ο Όμηρος τοποθετεί μία από τις θαυμαστότερες και συγκινητικότερες συναντήσεις που αναφέρονται στον παγκόσμιο ποιητικό λόγο, την συνάντηση του περιπλανώμενου Οδυσσέα με την Αντίκλεια, την οπτασία της μητέρας του, που πέθανε στη διάρκεια που αυτός βρισκότανε στην Τροία. Τα μάτια του δάκρυσαν στο αντίκρυσμα της μητέρας του, η καρδιά του χτυπά δυνατά. Και αμέσως, ύστερα από τις θυσίες, που γινότανε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αρχίζει μεταξύ μητέρας και γιού ένας υπέροχος διάλογος.
Εκείνη τον ρωτά πώς βρέθηκε ζωντανός μέσα στα μαύρα σκοτάδια. Εκείνος της ζητεί πληροφορίες για την ίδια (πώς πέθανε), για τον γέρο Λαέρτη, τον πατέρα του (πώς ζει) για το γιο του που άφησε παιδί στην Ιθάκη, τον Τηλέμαχο, για τη γυναίκα του την Πηνελόπη, αν κυβερνά ακόμη το σπίτι ή αν παντρεύτηκε κανέναν άλλον άρχοντα του νησιού.
Η μητέρα του Οδυσσέα απαντάει σε όλα του τα ερωτήματα. Για το δικό της θάνατο προσθέτει, ότι ούτε η Άρτεμις την χτύπησε με τα βέλη της, ούτε καμία αρρώστια βαρειά την πήρε στον άλλο κόσμο. Αλλά ο καημός ο δικός του, η πίκρα που της άφησε, οι στενοχώριες που ένοιωθε περιμένοντας τόσον καιρό το καλόγνωμο παιδί της, όλα αυτά την πήραν από τη γλυκειά ζωή.
Με αυτή την προϊστορική αναδρομή αποδεικνύεται σε ποιο βάθος προβάλλεται από την ανθρώπινη ζωή η φιγούρα της μητέρας. Αυτό της δίνει έναν τόνο ιερότητας και παγκοσμιότητας μαζί. Αυτό την κάνει αξία απόλυτη, παραπάνω από τις άλλες ανθρώπινες διακρίσεις και τοποθετήσεις. Η μητρική ιδιότητα βρίσκεται πάνω από ιθαγένειες, από λαούς, από φυλές και κοινωνικές τάξεις.
•••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••
Η μητέρα στη νέα ελληνική παράδοση παίρνει κάποτε και μία άλλη διάσταση. Είναι η διάσταση που μας δίνει το επικολυρικό και συγχρόνως δραματικό ποίημα της δημοτικής ποίησης «Του νεκρού αδελφού». Το είδος αυτό της δημοτικής ποίησης λέγεται παραλογή. Λέγεται έτσι, γιατί ξεφεύγει από τα όρια της λογικής, είναι κάτι παράλογο. Παρόμοιο είναι και το γνωστό «Το γιοφύρι της Άρτας». Αλλά, να διευκρινίσουμε, ότι άλλο παραλογή και άλλο παραλλαγή = μεταβολή, αλλοίωση, διαφορετική μορφή.
Το ποίημα «Του νεκρού αδελφού» είναι επικολυρικό, αλλά υπερέχει το δραματικό στοιχείο.
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
Την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη
………………………………………………
προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Από το σημείο αυτό αρχίζει η δραματική εξέλιξη. Η μάνα και τα οχτώ αδέλφια δεν θέλουν να δώσουν την Αρετή τόσο μακριά στα ξένα. Μόνον ο Κωσταντής επιμένει και προσπαθεί να πείσει τη μάνα του λέγοντας: Μάνα μου, ας τη δώσωμε την Αρετή στα ξένα. Εκεί στα μακρινά ξένα μέρη που τριγυρνώ εγώ και ταξιδεύω να έχω να μείνω και να μην είμαι ξένος. Και η μάνα του απάντησε: «Φρόνιμος είσαι Κωσταντή αλλά άσκημα απολογήθηκες». Αν τύχει και με βρει θάνατος ή αρρώστια ή όποια λύπη, πίκρα ή χαρά ποιος θα πάει να μου τη φέρει; Κι ο Κωσταντής της απαντάει ότι, αν συμβεί κάτι από αυτά «εγώ θα πάω να σου τη φέρω». Και αφού την πάντρεψαν την Αρετή, ήρθανε χρόνια δίσεχτα. Έπεσε θανατικό και πέθαναν και τα εννιά αδέλφια. Έμεινε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Άρχισε τότε να καταριέται τον Κωσταντή: Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε, που έστειλες την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα, αναταράχτηκε η γη και ο Κωσταντής εβγήκε από το μνήμα.
Τρέχει σαν αστραπή «παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του». Πάει να βρει την Αρετή για να τη φέρει στη μάνα του, όπως της είχε υποσχεθεί. Την βρήκε που χτενίζονταν έξω στο φεγγάρι. Από μακριά τη χαιρετά και της λέει: «Άιντε, αδελφή, να φύγωμε, στη μάνα μας να πάμε». Ξαφνιάστηκε η Αρετή και τον ρωτάει, αν είναι για χαρά ή για λύπη. «Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι». Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στο δρόμο που περνούσανε κελαϊδούσαν τα πουλάκια με ανθρώπινη ομιλία λέγοντας «ποιος είδε κόρη όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!». Τα αθώα πουλιά έβλεπαν ότι ήταν πεθαμένος. Τότε, η Αρετή ερώτησε τον Κωσταντή: Τι είναι αυτά, που λένε τα πουλάκια; «Πουλάκια είναι κι ας κελαϊδούν. Πιο πέρα, ξανάκουσαν τα ίδια. Όταν τον ξαναρώτησε η Αρετή, απάντησε: Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν. Η Αρετή του απάντησε: Μυρίζεις λιβάνι, γιατί; «Εχτές βραδυς επήγαμε πέρα στον Αη-Γιάννη και μας θυμιάτισε ο παπάς με πολύ λιβάνι».
Και πιο πέρα κι άλλα πουλιά τους λένε: «Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!». Ράγισε η καρδιά της Αρετής ακούγοντας αυτά και ρώτησε, πάλι, τον Κωσταντή: Πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι; -Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου.
Όταν έφθασαν κοντά στην εκκλησία, όπου ήταν και το νεκροταφείο, ο Κωσταντής εχτύπησε δυνατά το άλογο και εξαφανίστηκε από τα μάτια της Αρετής. Η Αρετή, όμως, άκουσε την πλάκα του τάφου να βροντά για να μπει μέσα ο Κωσταντής και το χώμα εβούιξε για να τον ξανασκεπάσει… Έτσι, η Αρετή πήγε μόνη της στο σπίτι. Όλα γύρω από το σπίτι έδειχναν ότι ήταν έρημο και όλα ήταν μαραμένα, χωρίς περιποίηση και φροντίδα από κανέναν… Η πόρτα ήταν κλειστή και τα κλειδιά παρμένα. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κατάκλειστα.
Καθώς χτυπά δυνατά την πόρτα η Αρετή, τρίζουν τα παράθυρα. Από μέσα ακούγεται η φωνή της μάνας να λέει: «Αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσαι εχθρός μου φύγε, κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
- Σήκω μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο!
••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••
Η άδολη φαντασία του απλού λαού εδημιούργησε αυτό το αριστούργημα, για να τονίσει τη δύναμη της κατάρας της μάνας. Η κατάρα της μάνας ανατάραξε τη γη, εβγήκε ο Κωσταντής από τον τάφο και πήγε να φέρει την Αρετή!..