Τα χωριά, πάσχουν από «αρρυθμία»!...

on .

Όσοι είμαστε 70ρηδες και πάνω, «κουβαλάμε» πολλά βιώματα από τις δύσκολες αλλά και καλές σε πολλά αλλοτινές εποχές.
Σήμερα αναλογίζομαι, όσο ποτέ άλλοτε, το παρελθόν, και κλαίει η ψυχή μου για τα ερημωμένα χωριά μας. Προσπαθώ «ν’ ανέβω στους ώμους των προγόνων μου για ν’ αγναντέψω το μέλλον», όπως έλεγε πολύ εύστοχα ο μεγάλος φυσικός του περασμένου αιώνα, Αλβ. Αϊνστάιν.
Τα σχολεία στο κέντρο του χωριού, εκτός από αρχιτεκτονικό κόσμημα, ήταν άλλοτε σαν κυψέλες με το μελισσολόϊ τους και αχούσε από τις παιδικές αγγελικές φωνές απ’ άκρη σ’ άκρη του χωριού.
Η εκκλησιά, πέραν από τόπος λατρείας και σύναξης των πιστών, ήταν και εστία συνεύρεσης και επικοινωνίας των συγχωριανών. Όλη την εβδομάδα στα χωράφια, στους κήπους και στ’ αμπέλια, στα ζωντανά, στις στάνες και στους στάβλους˙ μια Κυριακή βλεπόντουσαν στην εκκλησιά. Μια κοινωνική εστία αναγκαία και πολύ χρήσιμη πνευματικά, ψυχολογικά και ηθικοκοινωνικά.
Παρακάτω ή παραδίπλα το μαγαζί, που ήταν και παντοπωλείο, και κρεοπωλείο, και εστιατόριο αλλά και καφενείο. Εκεί θα μαζευόντουσαν οι χωριανοί για να ψωνίσουν τα απαραίτητα για το σπίτι, ν’ ανταλλάξουν κουβέντες, να πουν τον πόνο τους και το παράπονό τους ο ένας στον άλλο, να πιούν το ποτό και τον καφέ τους, να γελάσουν, να διασκεδάσουν, και τόσα άλλα. Ήταν πραγματικά και αυτό ένας ισχυρός κοινωνικός ιστός.
Εκκλησιά λοιπόν και μαγαζί-καφενείο στα χωριά είναι δύο σημαντικοί κοινωνικοί ιστοί και πυλώνες, που κρατούσαν σε ζωή και κρατούν ακόμη σε ημιθανή κατάσταση τα χωριά, και φέρνουν σε επικοινωνία τους κατοίκους μεταξύ τους. Και μόνον αυτούς; Ασφαλώς, όχι. Και τους ξενιτεμένους, που στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης και το καλοκαίρι, έρχονται στο χωριό, στη γενέτειρά τους, από πόνο ψυχής και βαθιά νοσταλγία, αλλά και για να βρουν λιμάνι απάνεμο ν’ αναπαυθούν˙ να ξεφύγουν από την τύρβη και το θόρυβο των μεγαλοπόλεων προκειμένου να εξασφαλίσουν την ψυχική τους γαλήνη και ηρεμία˙ να δουν τους δικούς τους και τους άλλους συγχωριανούς˙ να θυμηθούν τα παλιά, είτε δυσάρεστα είτε καλά, αλλοτινών εποχών˙ να ξυπνήσουν μέσα τους μνήμες επισκεπτόμενοι το κλειστό σχολειό και θωρώντας την λιθόκτιστη εκκλησιά, τα όμορφα ξωκλήσια, που είναι οι φρουροί των χωριών μας˙ να πάν’ στη δροσοστάλαχτη βρύση, που θα τους θυμίσει πολλά˙ να πανηγυρίσουν στο παραδοσιακό θρησκευτικό πανηγύρι του χωριού˙ να περπατήσουν τα καλντερίμια και τα σοκάκια της γειτονιάς αναπολώντας το παιδοεφηβικό παρελθόν, πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα κάποιας άλλης εποχής˙ να… να…
Δυστυχώς όλες αυτές οι γραφικές και παραδοσιακές εικόνες των χωριών τείνουν να σβήσουν παντελώς, για να μην πούμε ότι ήδη εξέλιπαν σε πολλά χωριά και ότι τα πράγματα είναι «μαύρα κι άραχνα».
Γι’ αυτή την κατάντια των χωριών, το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης έχουν η πολιτική και οι πολιτικοί μας. Όζει το παρελθόν και το παρόν από ενέργειες και αποφάσεις, που δεν ευνοούσαν ούτε και συμβάλλουν στη στήριξη και επιβίωση των χωριών, των αγροτών, των κτηνοτρόφων και άλλων. Εδώ θα επισημάνω μόνο την εγκληματική ενέργεια των κυβερνήσεων τελευταίων ετών και της σημερινής, που επιβάρυναν την κατάσταση και διέλυσαν τα πάντα με το να επιβάλουν φόρους και εισφορές και ασφαλίσεις σε φτωχομάγαζα και μικροκαφενεία, που ίσως στην περίοδο του καλοκαιριού (Ιούλιο – Αύγουστο) μπορέσουν να πουλήσουν κάτι!
Μια νομική διάταξη με πολλές αρνητικές συνέπειες για την επιβίωση και διατήρηση των ήδη «ψυχορραγούντων» / ερημωμένων χωριών μας, με πρώτη και τραγική, το κλείσιμό τους! Ακολουθεί και άλλη: Η επισκεψιμότητα των συγχωριανών ξενιτεμένων και τουριστών, με πολλαπλές ωφέλειες, ελαττώθηκε παρά πολύ, που τείνει να μηδενιστεί. Και η αιτία; Μόνο και μόνο η σκέψη ότι δε λειτουργεί μαγαζί – καφενείο στο χωριό. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λειτουργία της εκκλησιάς, αφού δεν υπάρχουν ιερείς (σκοπίμως τους ενέταξαν σε σχετική νομολογία μη διορισμών δημ. υπαλλήλων, για να μην έχουμε ιερείς, ενώ, κατά δημοσιογρ. πληροφορίες, διορίζουν συμβούλους, γραμματείς κ.ά. ουκ ολίγους!).
Οι ξενιτεμένοι περιμένουν πως και πως το καλοκαίρι και στις μεγάλες γιορτές Χριστουγέννων, Πάσχα και Παναγίας να μεταβούν στο χωριό, να εκκλησιαστούν και να κοινωνήσουν εκεί, που άλλοτε πατούσαν τα παιδικά τους πόδια. Ακόμη, να πάνε στο «κοιμητήριο» ή στο «οστεοφυλάκιο» να ανάψουν ένα κερί και να «ρίξουν» τρισάγιο για τους δικούς τους που βρίσκονται στο ουράνιο «χωριό». Γιατί τους το στερούμε και αυτό μέσα σ’ όλα τ’ άλλα; Να ξέρουν όμως οι αρμόδιοι πολιτικοί μας, ότι «αγριεύει το έθνος, γιατί δε λειτουργιέται», όπως πολύ εύστοχα τόνιζαν οι πατρο-Κοσμάς και Παπαδιαμάντης.
Φταίμε εν μέρει και εμείς οι ίδιοι οι χωριανοί με την αδιαφορία μας και τον «ωχαδερφισμό» μας, με την αστικοποίηση και τη μεγαλομανία μας. Σε πολλά χωριά σήμερα, αν και λίγοι οι εναπομείναντες, κι αυτοί όμως συμβάλλουν αρνητικά με την έλλειψη αγάπης και επικοινωνίας, τις γκρίνιες και τις ζήλιες, τα συμφέροντα και τις κομματικές ταμπέλες / παρωπίδες (άλλη «αγιάτρευτη αρρώστια» κι αυτή!).
Αυτά όλα θα πρέπει να ξεπεραστούν, να σβήσουν ολότελα με μια μονοκοντυλιά, και να «καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι» ως εν Χριστώ αδελφοί, για να δούμε πώς θα μπορέσουμε να ανορθώσουμε ό,τι γκρεμίστηκε, γιατί έχουμε μεγάλη ηθική υποχρέωση και προς τους προγόνους μας που αγωνίστηκαν για να τα χτίσουν (τα χωριά) και πολεμήσανε για να τα σώσουν. Έχουμε όμως και μεγάλη ευθύνη, στο τι και πώς θα παραδώσουμε στις επερχόμενες γενιές. Επίκαιρη είναι η προτροπή του εθνικού μας ποιητή Κ. Παλαμά που μας λέγει: «Παιδί το περιβόλι μου / που θα κληρονομήσεις, / όπως το βρεις κι όπως το δεις / μην το παρατήσεις. / Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά / και φράξε το πιο στέρεα… / Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής…».

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΛΟΥΚΑΣ