Καμένοι από χέρι…

on .

l «1,2,3,4,5,6.7…» το κρυφτό είναι το αγαπημένο μας παιχνίδι το καλοκαίρι. Όλα τα παιδιά συνηθίζουμε να μαζευόμαστε το σούρουπο στην πλατεία και να παίζουμε ανέμελα.
«21,22,23,24,25…» περιμένω τα παιδιά να κρυφτούν στις κρυψώνες τους, και ένα-ένα να τα αποκαλύψω.
«37,38,39,40…» συνεχίζω να μετράω μέχρι το 100. Αλλά τούτη φορά είναι αλλιώτικα. Η ατμόσφαιρα μυρίζει κάτι καμένο και τα μάτια μου, παρότι κλεισμένα αρχίζουν να τσούζουν.
«56, 57, 58,59,60…» ακούγονται σειρήνες. Μάλλον κάποιο ατύχημα θα έγινε. Όμως κάτι με τρομάζει. Επιταχύνω το μέτρημα.
«77,78,79,80,81…» το έδαφος σείεται από ποδοβολητά και κραυγές.
«96,97,98,99,100 φτού και βγαίνω». Όμως πού βγαίνω; Σε ένα άλλο κόσμο. Μέχρι πριν λίγο ήμουν ένα μικρό ανέμελο παιδί στην πλατεία στο Μάτι και ξαφνικά βρέθηκα στο «μάτι του κυκλώνα». Πριν κλείσω τα μάτια μου γύρω ήταν πλακόστρωτο, γρασίδι, δέντρα, χαρούμενα παιδιά και τώρα έχει στάχτες, καμένα δέντρα, λιωμένα αυτοκίνητα.
Και οι άνθρωποι; Πού πήγαν, οι άνθρωποι; Ψάχνω να βρω τους φίλους μου και όσο περνάει η ώρα και δεν βρίσκω κανέναν, κομπιάζω, αγχώνομαι, φοβάμαι. Δεν μπορεί να κρύφτηκαν τόσο καλά. «Βγείτε όλοι σας από τις κρυψώνες. Έχασα, δεν παίζω άλλο». Όμως κανένας δεν εμφανίζεται. Ένας ευγενικός κύριος με μια περίεργη στολή που γράφει «Σωστικό συνεργείο» μου λέει, πως οι φίλοι δεν είναι κρυμμένοι αλλά αγνοούμενοι. «Τι είναι πάλι κι αυτό», αναρωτιέμαι. «Πότε έγιναν όλα αυτά, γιατί δεν μας ενημέρωσε κάποιος, γιατί δεν μας προστάτεψε;»
Ψάχνω να βρω τους γονείς μου. «Μαμά, μπαμπά;» Ένας ταλαιπωρημένος πυροσβέστης μου χαϊδεύει συμπονετικά το κεφάλι και με οδηγεί έξω από το σπίτι μας. Είναι καμένο ολοσχερώς. Έχουν μείνει μόνο μισογκρεμισμένοι τοίχοι και κολώνες. Αστυνομικοί και συνεργεία μεταφέρουν σε σακούλα δυο πτώματα.
«1,2,3,4….81,82,83…» όχι δεν είναι μέτρημα μέχρι το 100 για το κρυφτο. Είναι η καταμέτρηση νεκρών από τη φονική πυρκαγιά.
Δεν είναι ένα ανέμελο καλοκαίρι, αλλά το καλοκαίρι της απότομης ενηλικίωσης. Και το μέτρημα για τις χαμένες ανθρώπινες ζωές δεν σταματάει απαραίτητα στο 100. Είναι το καλοκαίρι της εθνικής τραγωδίας. Είναι το καλοκαίρι που δεν είμαι μόνο εγώ μικρός, αλλά αισθάνονται «όλοι μικροί» απέναντι στην φύση και όλοι οργισμένοι από τα τραγικά ανθρώπινα λάθη. «Ποιος θα μου επιστρέψει τους γονείς μου, τους φίλους μου, τη ζωή μου;» Μάλλον κανείς. Κανείς δεν παραιτείται, κανείς δεν έχει την ευθύνη.
Ποιο χέρι φταίει για όλα αυτά; Του εμπρηστή, του υπουργού, του τοπικού άρχοντα, του συντονιστή; Ή μήπως φταίει και το χέρι όλων όσων εκλέγουν αυτούς που έχουν την ευθύνη της εξουσίας και της διαχείρισης εκτάκτων καταστάσεων και αποδεικνύονται ανεπαρκείς; Όταν ψηφίζεις τοπικούς άρχοντες επειδή έχουν χαβαλέ στην τηλεόραση ή για να τρολάρεις το πολιτικό σύστημα ή επειδή σου έκαναν κάποιο ρουσφέτι και όχι με βάση τις ικανότητες και τα προσόντα να διαχειριστούν φωτιές, πλημμύρες, καταστροφές (φυσικές, οικονομικές κτλ.) τότε πολύ φοβάμαι ότι δεν είμαστε μόνο καμένοι από χέρι, αλλά χαμένοι από χέρι… από το δικό μας χέρι που ρίχνει το ψηφοδέλτιο στην κάλπη…
Εγώ πάλι μικρό παιδί είμαι, τι ξέρω απ’όλα αυτά. Δεν τον κατάλαβα, ποτέ τον κόσμο των μεγάλων. Γιατί εξακολουθούν να γίνονται κάθε χρόνο πυρκαγιές και γιατί κι άλλα παιδάκια χάνουν κάθε χρόνο σε μία μέρα τα πάντα. Όμως τίποτα, δεν διορθώνεται.
Μα καλά, φθάσαμε με διαστημόπλοια μέχρι τον πλανήτη Άρη και δεν έχουμε θερμικές κάμερες, drones και αεροπλανάκια να προλαμβάνουν και να σβήνουν τις φωτιές; Τουλάχιστον αν δεν μπορούμε να σώζουμε τις περιουσίες μας, να σώζουμε τους ανθρώπους μας. Έκλεισα τα μάτια να μετρήσω μέχρι το 100. Και το όνειρο έγινε εφιάλτης. Περιμένω κάποιον να μου εξηγήσει το γιατί. Όμως νιώθω ότι καμιά απάντηση δεν θα ακουστεί, καμιά δικαίωση δεν θα έρθει.
Εγώ πάλι μικρό παιδί είμαι, τι ξέρω απ’ όλα αυτά. Όμως τίποτα δεν διορθώνεται. Γιατί οι ενήλικες, συνηθίζουν να ξεχνάνε εύκολα. Εγώ όμως δεν θα ξεχάσω…

* Ο Πέτρος Ι. Μπούγιας είναι Msc Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός.