Ένας ξεχασμένος μεγάλος Έλληνας εξερευνητής…

on .

Κάποιοι πολύ μεγάλοι Έλληνες πατριώτες αισθάνονται στο μέγιστο βαθμό την αγάπη τους για την Ελλάδα. Φθάνουν στο σημείο, μάλιστα, να θεωρούν μεγάλη τους τιμή να υπογράψουν με το όνομα «Ένας Έλληνας» ή «Τέκνο της Ελλάδος» αντί να υπογράψουν με το όνομά τους. Ένας από αυτούς είναι ο Μιχαήλ Τοσίτσας, ο Ευεργέτης της Φοιτητικής Εστίας στην Κάτω Κηφησιά, ο οποίος άφησε εντολήνα γράψουν επάνω στον τάφο του: Μιχαήλ Τοσίτσας – Τέκνο της Ελλάδος.
Ο άλλος είναι ο εξερευνητής Παναγιώτης Ποταγός. Όταν ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος ο Β’ τον προσκάλεσε στις Βρυξέλλες και του ζήτησε να γράψει το όνομά του στη Χρυσή Βίβλο των εξερευνητών, δίπλα στα άλλα μεγάλα ονόματα, που ήταν γραμμένα εκεί, ο Ποταγός έγραψε: ΕΙΣ ΕΛΛΗΝ (ένας Έλληνας).
* * * 
Από τα μαθητικά μας χρόνια ακούμε και διαβαζουμε τα ονόματα κάποιων ξένων μεγάλων εξερευνητών, όπως: Μάρκο Πόλο, Τζέιμς Κουκ, Ρόναλντ Αμούδσεν, Λίβινγκστον, κλπ. Δεν ακούμε, όμως, ποτέ ονόματα Ελλήνων. Κι όμως, η Ελλάδα έχει να παρουσιάσει έναν μεγάλο εξερευνητή, του 19ου αιώνα, ο οποίος συγχρόνως ήταν και ένα μεγάλο πνευματικό και ηθικό ανάστημα. Και η αιτία που έμεινε άγνωστος και αφανής είναι μία μεγάλη πληγή που υπάρχει στο δημόσιο χώρο από τότε που δημιουργήθηκε το Νέο Ελληνικό Κράτος μέχρι σήμερα.
Είναι οι λεγόμενοι καρεκλοκένταυροι του Ελληνικού Δημοσίου, που ενδιαφέρονται μόνον για την καρέκλα τους και δεν δίνουν σημασία στην οποιαδήποτε μεγάλη προσφορά ανθρώπων που αγωνίστηκαν και αφιέρωσαν τη ζωή τους στην υπηρεσία του συνόλου και το καλό της ανθρωπότητας.
* * *

Ο μεγάλος Έλληνας εξερευνητής είναι ο Παναγιώτης Ποταγός από τη Βυτίνα Αρκαδίας ο λησμονημένος Οδυσσέας της Αφρικής και της Ασίας. Η ζωή του και το μεγάλο έργο του έγιναν γνωστά ευρύτατα μόλις το 2002, όταν ο Κάρολος Μωραΐτης δημοσίευσε τη βιογραφία του.
Ο Παναγιώτης Ποταγός γεννήθηκε το 1839 στην Αρκαδία και πέθανε το 1903 στο χωριό Νύμφες της Κέρκυρας. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στο Παρίσι και αναγορεύτηκε διδάκτωρ. Για ένα χρόνο άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στο χωριό Στεμνίτσα.
Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό καθώς ήταν ο Παναγιώτης Ποταγός, επιχείρησε τολμηρά για την εποχή του εξερευνητικά μακρινά ταξίδια.
Το πρώτο μεγάλο ταξίδι του το έκανε στην Ασία. Ξεκίνησε το 1867 και ακολούθησε τα χνάρια του μεγάλου στρατηλάτη Αλεξάνδρου και του αήττητου στρατού του. Ψάχνει παντού για ελληνικά κατάλοιπα στη γλώσσα, στα ήθη, στα έθιμα, στις δοξασίες, στα έργα τέχνης.
Και βρίσκεται μπροστά σε ένα θαύμα: Όλη η αραβόφωνη Ασία έφερε βαθιά χαραγμένα επάνω της τα ίχνη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Πολλοί πρίγκιπες και βασιλιάδες που συναντά ο Ποταγός, έχουν συνείδηση ελληνική. Νιώθουν ότι είναι απόγονοι των Μακεδόνων και του ξακουσμένου αρχηγού τους: Του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Με το καράβι έφθασε στην Αλεξανδρέττα Νοτιοανατολικά της Τουρκίας. Από εκεί πέρασε όλα τα μέρη μέχρι την Περσία (Ιράν), διέσχισε το Αφγανιστάν και έφθασε στο κέντρο της Κίνας. Σε κάποιο σημείο της Κίνας κινδύνεψε η ζωή του από κάποιους επικίνδυνους ανθρώπους. Μετά το επεισόδιο αυτό στράφηκε βόρεια και περνώντας από τη Σιβηρία έφθασε στην Αγία Πετρούπολη. Από εκεί κατέβηκε στην Οδησσό και από εκεί επέστρεψε στην Ελλάδα.
Σε μια επαρχία της Περσίας ο Ποταγός επισκέφτηκε τον τοπικό Κυβερνήτη, ο οποίος τον ρώτησε: Από πού έρχεστε; «Από την Ελλάδα», του απάντησε. Ο Πέρσης άρχοντας τότε του είπε: Εμείς εδώ δύο μακρινούς προπάτορές σας μεγάλους άνδρες γνωρίζουμε. Τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη. –Ώστε γνωρίζετε τον μεγάλο μας φιλόσοφο; -Όχι μόνον τον γνωρίζουμε, αλλά και τον διδασκόμαστε… Μελετούμε και σπουδάζουμε τη φιλοσοφία του.
Σε μια πόλη κοντά στο Αφγανιστάν ο πρίγκιπας Ακμπάρ Χαν υποδέχτηκε με χαρά τον Ποταγό, γιατί «κατάγεται από το ένδοξο εκείνο έθνος, που γέννησε τον Αλέξανδρο, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα». Τελικά,τα μέρη εκείνα δεν τα κατέκτησε μόνον ο Αλέξανδρος, αλλά και οι φιλόσοφοι Πλάτων και Αριστοτέλης.
Φυσικά, ο Ποταγός δεν πήγαινε εντελώς μόνος του στα μέρη αυτά, σ’ αυτή την εξερεύνηση. Συνοδεύονταν από κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι με τα μουλάρια τους κουβαλούσαν τις αποσκευές και ο,τιδήποτε άλλο ήταν απαραίτητο. Σε όλη τη διαδρομή κρατούσε σημειώσεις για όσα έβλεπε και παρατηρούσε, για να τα εκδώσει, όταν επιστρέψει.
Στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν την Καμπούλ ο εκεί Εμίρης του μίλησε για τον Πτολεμαίο τον αστρονόμο, για τον σπουδαίο, τον διάσημο γιατρό της αρχαιότητας Γαληνό, που καταγόταν από την Πέργαμο της Ιωνίας και γενικά για την ιατρική, για τη φυσική, για τον Αριστοτέλη και πολλά άλλα που διδάχτηκαν από τους Έλληνες.
Στο Τουρκεστάν έφθασαν σε ένα οροπέδιο που έχει την ονομασία Αργώ, πέρασαν τον Ώξο ποταμό και συνέχισαν, όσο πιστά μπορούσαν την πορεία του Μ. Αλεξάνδρου και έφθασαν στην πόλη Νταρέμ, όπου ο Μ. Αλέξανδρος νυμφεύτηκε τη Ρωξάνη (=Φωτεινή).
Τον Ποταγό τον φιλοξένησε ο βασιλιάς Μαχμούτ. Στη βιβλιοθήκη του ο Ποταγός βρήκε πολλά βιβλία του Γαληνού, του Ιπποκράτους και του Αριστοτέλους στην περσική γλώσσα. Αγαπούσε πολύ την Ελλάδα και θεωρούσε τον εαυτό του απόγονο του Μ. Αλεξάνδρου.
Στις παρυφές των Ιμαλαΐων συνάντησε το βασιλιά μιας επαρχίας ο οποίος του είπε: «Να που ο Πανάγαθος Θεός με αξίωσε να ζήσω και να γνωρίσω από κοντά έναν Έλληνα, που δεν μπορούσα να φανταστώ ούτε πώς ήταν στην όψη και το πρόσωπό του φωτίστηκε από χαρά…».
Μίλησαν για το Μ. Αλέξανδρο και το εκπολιτιστικό του έργο για τους υπηκόους του, που με υπερηφάνεια διέδιδαν ότι βαστούσαν από τους αρχαίους Μακεδόνες, για τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα.
Όταν έφθασε στην Κεντρική Κίνα, ήθελε να κατευθυνθεί προς το Πεκίνο. Εκεί τον πληροφόρησαν ότι ο δρόμος για το Πεκίνο έχει κλείσει, λόγω πολέμων που γίνονταν εκεί μεταξύ διαφόρων φυλών. Έτσι στράφηκε προς τη Μογγολία και μέσω Σιβηρίας έφθασε στην Αγία Πετρούπολη.
Στη Μόσχα πήγε στον Πρέσβη της Ελλάδος Βουδούρη και του ζήτησε να τον βοηθήσει να επιστρέψει στην Ελλάδα, γιατί είχαν τελειώσει οι προμήθειές του. Εκείνος γνήσιος καρεκλοκένταυρος τον αντιμετώπισε ειρωνικά και αδιάφορα, σχεδόν εχθρικά και δεν του έδωσε σημασία…
Έπειτα από πολλές προσπάθειες βρήκε τον τρόπο και κατέβηκε στην Οδησσό και από εκεί στη Θεσσαλονίκη, η οποία τότε ήταν τουρκική. Εκεί άνοιξε ιατρείο και εργάστηκε δυόμιση χρόνια. Οι δουλειές του πήγαιναν τόσο καλά, ώστε προκάλεσε τον φθόνο των συναδέλφων του, οι οποίοι του πετούσαν λάσπη…
Αδιαφόρησε γι’ αυτά και έστειλε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τα χειρόγραφά του. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι του υπουργείου Εξωτερικών, που τα παρέλαβαν, τους έριξαν μια ματιά και τα άφησαν στην αποθήκη. Αλλά και οι καθηγητές του Πανεπιστημίου στους οποίους παραδόθηκε τελικά το υλικό του Ποταγού δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον…
Ο νους του Ποταγού, όμως, ήταν συνεχώς στο δεύτερο ταξίδι, που αποφάσισε να κάμει για να ολοκληρώσει την εξερεύνηση στην Ασία. Έτσι, στις 11 Μαρτίου 1875 αναχώρησε για το Σουέζ, από όπου θα περνούσε για τις Ινδίες. Το ταξίδι αυτό κράτησε μέχρι τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου (1875). Έφθασε στη Βομβάη των Ινδιών. Πέρασε από τα περισσότερα μέρη και νόμιζε ότι περνούσε από ελληνικά εδάφη, γιατί άκουγε συνεχώς, όπου περνούσε ιστορίες για τον Μέγα Αλέξανδρο, σαν να ήταν δικός τους άνθρωπος, ένας δικός τους πρόγονος.
Ανέβηκε πάλι στο Αφγανιστάν. Η «πορεία ειρήνης» του Ποταγού, η οποία δεν έχει όμοιά της σε όλη την πολυτάραχη ιστορία του Αφγανιστάν, έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό. Από όπου κι αν περνούσε, τα πλήθη τον επεφημούσαν.
Όλη η Ασία ήταν μία τεράστια κιβωτός, η οποία μέσα της φύλαγε ό,τι πολυτιμότερο και ωραιότερο είχε δημιουργήσει ποτέ ο άνθρωπος. Το αιώνιο, το ακατάλυτο ελληνικό πνεύμα…
Από την Ασία αναχώρησε για το τρίτο ταξίδι του, αλλά αυτή τη φορά στην Αφρική. Στο Κάιρο επισκέφτηκε τον σοφό καθηγητή Γεώργιο Σβάινφουρτ, ο οποίος είπε στον Ποταγό: Είμαι ευτυχής που σας γνωρίζω και από κοντά. Έχω ακούσει και διαβάσει τόσα για σας, που είναι σαν να σας ξέρω χρόνια. Το εξερευνητικό σας έργο είναι πράγματι αξιοζήλευτο και περισπούδαστο. Ειδικά σε ό,τι αφορά στην Ανατολική Αφρική.
Κορυφαίο του επίτευγμα στην Αφρική είναι η ανακάλυψη των πηγών του ποταμού Μπόμπου (1877), ο οποίος πηγάζει από το σημερινό Ζαΐρ και χύνεται στον γιγαντιαίο ποταμό Κόγκο. Με την ανακάλυψη αυτή πέρασε ο Ποταγός στη χορεία των μεγάλων εξερευνητών της Αφρικής, δίπλα στα ονόματα του Λίβινγκστον, του Στάνλεϋ κ.α. Ανάμεσα στους τόσους ξένους και ένας Έλληνας. Ο Παναγιώτης Ποταγός που δόξασε την Ελλάδα στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα.
Και κατόρθωσε όλα αυτά χωρίς τη βοήθεια επιστημονικών οργάνων και χωρίς την παραμικρή αρωγή από τις ελληνικές κυβερνήσεις, που του συμπεριφέρθηκαν με τον ελεεινότερο τρόπο. Αντί, δηλαδή, να τον αγκαλιάσει και να τον δαφνοστεφανώσει για τους άθλους του, πολιτική και πνευματική ηγεσία του γύρισαν την πλάτη, αδιαφορώντας για τα επιτεύγματά του, που, μάλιστα, επαινέθηκαν από κορυφαίους Ευρωπαίους διανοουμένους και τη Γεωγραφική Εταιρεία των Παρισίων.
Ήταν, μάλιστα, τόσο σημαντικό το έργο του, ώστε ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος ο Β’ τον προσκάλεσε στις Βρυξέλλες και του ζήτησε να γράψει το όνομά του στη Χρυσή Βίβλο των εξερευνητών, δίπλα στα ονόματα άλλων μεγάλων εξερευνητών που ήταν γραμμένα εκεί. Και ο Ποταγός, αυτή η άδολη και πονεμένη ψυχή, αντί να γράψει το όνομά του, έγραψε στη Βίβλο δύο λέξεις: ΕΙΣ ΕΛΛΗΝ.
Ο Παναγιώτης Ποταγός πέθανε πάμπτωχος, πικραμένος και απογοητευμένος από την κρατική αστοργία στο χωριό Νύμφες της Κέρκυρας, τον Φεβρουάριο του 1903 σε ηλικία 64 ετών.
Οι συγγενείς του μόλις πληροφορήθηκαν το θάνατό του έσπευσαν εκεί, στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι στο μπαούλο του θα βρουν χρήματα και διαμάντια. Και, όταν δεν βρήκαν τίποτε, δεκάρα τσακιστή, έσκισαν με λύσσα ό,τι χαρτιά βρήκανε εκεί…
ΑΝΘΡΩΠΟΙ και άνθρωποι. Αυτός είναι ο κόσμος…