Οι προξενητάδες...

on .

Τον παλιό καιρό οι προξενητάδες έκαμαν χρυσές δουλειές. Χωρίς αυτούς ήταν δύσκολη η παντρειά των νέων και το ταίριασμα αυτών. Ένας από αυτούς ήταν ο μπάρμπα-Γιώργος. Γιωργούλη τον ήξεραν και τον φώναζαν στα γύρω χωριά. Από τα Κουρεντοχώρια η καταγωγή του. Με αυτόν θα ασχοληθούμε σήμερα.
Μεγάλος καταφερτζής, αλλά, και πολύ προσεκτικός στο ταί­ριασμα των ζευγαριών. Επιθυμία του ήταν στο κάθε χωριό να παντρέψει δύο-τρία ζευγάρια να τα βλέπει να καλοπερνούν, να είναι αγαπημένα για να τόχει κι αυτός και διαφήμιση, αλλά και γύρισμα, που λέει και το τραγούδι. Δεν ήθελε κατάρες και αναθεματισμούς. Όλα τα δύσκολα προξενιά κατέληγαν στο Γιωργούλη. Ένα από αυτά με το οποίο θα ασχοληθούμε συνέβη στο διπλανό χωριό του Γιωργούλη.
Έπρεπε να κάμει το παν να παντρέψει την κόρη του Θοδωρή. Η κόρη «κουβεντιασμένη» και γκαστρωμένη. Το σούσουρο στο χωριό μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Στο βουνό έβοσκε πρόβατα με άλλους τσοπάνηδες. Εκεί έγινε ό,τι έγινε. Τα μέσα προφύλαξης τότε άγνωστα έως ανύπαρκτα. Στην πόλη την πήγαν οι καψογονείς για την αποκατάσταση της ντροπής. Ο γιατρός επέμεινε να τους φέρει σε επαφή με τον νεαρό να παντρευτούν για να αποφύγουν την επέμβαση γιατί και ο ίδιος δεν διέθετε τα απαραίτητα μέσα.
Στο άκουσμα πως ο λεγάμενος ήταν παντρεμένος και με μεγάλη διαφορά ηλικίας, τότε άλλη λύση δεν υπήρχε παρά να προχωρήσει, όπως και έγινε. Όλα τελείωσαν. Το σούσουρο όμως στο χωριό μεγάλωνε! «Γιατί η Βαγγελιώ πήγε με τους γονείς της στην πόλη; Γιατί είναι αναστατωμένη και μελαγχολική όλη η οικογένεια; Κάτι θα συμβαίνει με τη Βαγγελιώ». Μια παρηγοριά υπήρχε για τον κάψο-Θόδωρο τον πατέρα της Βαγγελιώς. Ο Γιωργούλης. Έπρεπε να γίνει το γρηγορότερο συνάντηση μαζί του. Είχε όμως και λεβεντοκόρη ο Θόδωρος, δεν της «έβγαινε» άλλη στο χωριό. Ο Γιωργούλης είχε ολόκληρη λίστα στο τεφτέρι του από υποψήφια ζευγάρια. Θα την ταίριαζε σίγουρα τη δουλειά.
Η συνάντηση έγινε και όλα συζητήθηκαν. Ο μπαρμπα-Γιώργος «μάρκα μ’ έκαψες» για να είναι καλή η αμοιβή του τού λέει: «Λίγο δύσκολα τα πράγματα, Θόδωρε, αλλά για να δούμε, έχω κατά νου μου ένα παλικάρι από εδώ κοντά, απέναντι από το ποτάμι, την «Τύρια». Για, από δω για να αγναντέψεις, φαίνεται. Να μην την δώσουμε μακριά την κοπέλα. Παπούτσι από τον τόπο σου, Θόδωρε και ας είν και μπαλωμένο που λέει και η παροιμία. Εγώ θα στείλω χαμπέρι στο γαμπρό και από βδομάδα να ανταμώσουμε όλοι μαζί με τα παιδιά. Να ειδωθούν κιόλας. Έχεις καλό πράμα και πιστεύω θα αρέσουν και οι δυο τους».
Κλείσανε ραντεβού και συγχρόνως και την αμοιβή του. Μια γίδα και προβατίνα γεννημένα με δυο κατσίκια και δυο αρνιά.
Σε δυο-τρεις μέρες έγινε η συνάντηση των συμπεθέρων μαζί με τα παιδιά τους. Η συνάντηση έγινε έξω από το χωριό εκεί στο βοσκοτόπι που έβοσκε τα πρόβατα για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους χωριανούς. Ο κόσμος είναι κακός. Επικράτησε απόλυτη συμφωνία από τις δυο πλευρές. Με πρωτοβουλία του προξενητή κανονίστηκε και η ημερομηνία του γάμου. Χαιρετήθηκαν και ευχήθηκαν «η ώρα η καλή».
Ο πατέρας με την κόρη τραβήξαν για το χωριό τους και ο Γιωργούλης με το γαμπρό και τον πατέρα του το δικό τους δρόμο. «Τύχη βουνό έχεις –λέει του γαμπρού ο Γιωργούλης- που παίρνεις αυτό το κορίτσι. Είδες τι λεβεντιά έχει;». Στη συνέχεια κλείστηκε και η αμοιβή του μπάρμπα Γιώργου που ήταν αρκετά ικανοποιητική. Πόσα όμως, δεν μαθεύτηκε. Και αυτή πρέπει να ήταν σε είδος. Τους έριξε πέρα από το ποτάμι και αυτός γύρισε σπίτι του μεταφέροντας τη χαρά στη γυναίκα του και τα παιδιά που θα γέμιζε το μαντρί τους από γιδοπρόβατα. Μέχρι εδώ όλα καλά!
Την άλλη μέρα ετοίμασε τα βόδια να κάμει καμιά αυλακιά χωράφι γιατί το είχε αφήσει μισό με τα προξενιά. Δεν πρόλαβε να κάμει καμιά δεκαριά αυλακιές και βλέπει τον υποψήφιο γαμπρό να ανηφορίζει με το παλτό ριγμένο στην πλάτη. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
Σταμάτησε τα βόδια, έμπηξε τη βουκέντρα στην αυλακιά και γραμμή στον ίσκιο κάτω από τη γκορτσιά. Το μυαλό του δούλεψε αμέσως. Είχε έτοιμη την απάντηση. Αφού πλησίασε ο νεαρός και πριν πει την καλημέρα «καλόστον τον λεβένταρο και απένταρο» του λέει ο Γιωργούλης. «Πώς κι ήρθες, μωρέ παιδί μου, τέτοια ώρα;». Λίγο ντροπιασμένο και φοβισμένο το παιδί του λέει: «Για, μπάρμπα Γιώργο, ήρθα για τη δουλειά αυτή που κανονίσαμε χθες όλοι μαζί, να χαλάσει μου είπε ο πατέρας, γιατί, ήρθαν και μας είπαν πώς αυτή η κοπέλα είναι κουβεντιασμένη και ήταν και γκαστρωμένη». «Για ποια δουλειά λες μωρέ παιδί μου, να χαλάσει; Η δουλειά αυτή είναι χαλασμένη από την ίδια ώρα. Δεν προλάβατε να ριχτείτε απέναντι από την «Τύρια» και είχαν πάει τα χαμπέρια στον πατέρα της κοπέλας! Είσαι ανίκανος, μωρέ παιδί μου, είσαι ανίκανος, δεν είσαι εσύ για παντρειά.
Ο πατέρας της κοπέλας ήλθε όλη νύχτα καταφαρμακωμένος και μούπε να σας ειδοποιήσω να χαλάσει η δουλειά. Τι θα πάθαινα είπε, θάπαιρνα την κοπέλα στο λαιμό μου. Είσαι ανίκανος, μωρέ παλικάρι μου, δεν κάνεις για παντρειά. Η κοπέλα θέλει και κρεβάτι, δεν την παίρνουμε μόνον για δουλειά. Θα τελείωνα αυτές τις αυλακιές το χωράφι και θάστελνα χαμπέρι να ανταμώσω με τον πατέρα σου. Για σένα, παλικάρι μου, είναι μεγάλη ζημιά η κουβέντα που κυκλοφορεί, ότι είσαι ανίκανος».
Κεραυνός τούρθε του καψόπαιδου. «Τι λες, μωρέ μπάρμπα-Γιώργο; Εγώ ανίκανος; Τι ανίκανος είμαι εγώ; Εγώ πήγα στρατιώτης και μάλιστα είχα και πολυβόλο». «Στρατιώτης πήγες και πολυβόλο κράταγες, αλλά άλλο το πολυβόλο εκείνο και άλλο το πολυβόλο που χρειάζεται στο κρεβάτι. Τώρα φύγε πριν νυχτώσει και δώσε στον πατέρα σου αυτό τον καπνό που έχει παραγγείλει και πες του να ανταμώσουμε να δούμε τι θα γίνει. Για σένα ενδιαφέρομαι περισσότερο, όσο για την κοπέλα, παντρεύεται ότι ώρα θέλει με τη λεβεντιά που έχει. Πρόσεχε στο δρόμο εάν βρεις κανέναν και σε ρωτήσει που ήσουνα να ξέρεις τι θα πεις».
«Θα πω πως πήγα στον μπαρμπα-Γιώργο να πάρω τον καπνό του πατέρα». «Τι μωρέ, σκυλί; Καπνό για τον πατέρα; Πας να με κάψεις και μένα και τη φαμίλια μου;». (Ο καπνός τότε είχε μεγάλη ποινή και με μια ταμπακέρα καπνό πήγαινες μήνες φυλακή). Το παιδί έφυγε για το χωριό του στενοχωρημένο και ο Γιωργούλης παράτησε το ζευγάρι και γραμμή για συνάντηση με τον πατέρα της κοπέλας να του πάει τα χαμπέρια. «Ό,τι έκλαψα, δεν γλύτωσα» -που λέει και η παροιμία- είπε ο Γιωργούλης. Τον στενοχωρούσε που θάχανε την αμοιβή από τους δύο συμπεθέρους αν χάλαγε η δουλειά. Ολόκληρο κοπάδι ήταν αυτό.
Κανονίστηκε δεύτερη συνάντηση των συμπεθέρων στον ίδιο χώρο χωρίς τα παιδιά. Την άλλη μέρα ο προξενητής και ο πατέρας του γαμπρού ανηφόρισαν και συναντήθηκαν όπως είχε συμφωνηθεί. Τον λόγο πήρε ο προξενητής λέγοντας στον πατέρα του γαμπρού: «αν το παιδί σου κατηγορείται άδικα, να προχωρήσουμε σε γάμο και να αφήσουμε κατά μέρος τα κουτσομπολιά του κόσμου, αλλιώς να μην πάρουμε στο λαιμό μας το κορίτσι. Βαγγέλη, η κατηγορία του παιδιού σου είναι πολύ βαριά. Ξέρεις τι σημαίνει να κυκλοφορεί στα γύρω χωριά ότι ο γιος σου είναι ανίκανος;» - αφού πρώτα με τρόπο έκλεισε το μάτι στον πατέρα της κοπέλας. Μακάρι όλα αυτά να είναι ψέμματα και στο χρόνο πάνω ο Τασούλης μας να βγάλει δίδυμα. Γιατί η παροιμία λέει: καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα».
Ο Βαγγέλης, πατέρας του γαμπρού, τ’ άκουγε όλα αυτά χωρίς να αρθρώσει λέξη. Είπε μόνον «η ευθύνη είναι δική μου». Τελικά συμφώνησαν και η μέρα του γάμου δεν άργησε. Μια Κυριακή, μέρα ανοιξιάτικη, μπροστά το ψίκι με τους καβαλαραίους με τις φλοκιαστές, σιγά-σιγά ανηφορίζανε, ενώ τα όργανα έπαιζαν το τραγούδι «αφήνω για μανούλα μου» και δώστου οι ντουφεκιές. Πίσω ακολουθούσε ο Γιωργούλης με το κοπάδι του –την αμοιβή- γίδα και προβατίνα δεμένα με τριχιά και πιο πίσω ακολουθούσαν δυο αρνιά και δυο κατσίκια.
Το ψίκι ρίχτηκε πέρα από την «Τύρια» παίρνοντας την ανηφόρα για το χωριό. Στην πλατεία του χωριού μαζεμένοι οι χωριανοί περίμεναν να δούνε τη νύφη, την γυναίκα του Τάσιου. Το γλέντι άρχισε στην πλατεία με το τραγούδι: «Ποιος τον κάνει τούτο το γάμο, με το μήλο με το ρόιδο, με το μήλο με το ρόιδο, με το κόκκινο σταφύλι». Δυο μέρες κράτησε ο γάμος. Στο χρόνο πάνω «ο ανίκανος» Τασούλης έβγαλε δίδυμα! Σημείωση: Η ιστορία προέρχεται από διήγηση του χωριανού μου Κώστα Τσιτοφώτου, ο οποίος «χάθηκε» πρόσφατα.
Υ.Γ.: Οποιαδήποτε ομοιότητα σε πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΛΑΤΩΝΑΣ