Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τις σχέσεις Πολιτείας - Εκκλησίας...

on .

Θεωρώ χρέος μου ως πολίτης της χώρας μου και Χριστιανός μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, να εκθέσω τις απόψεις μου για το θέμα των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, παίρνοντας αφορμή και αξιολογώντας ταυτόχρονα όσα περιλαμβάνονται στην πρόταση του Προέδρου και των Βουλευτών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, για το ζήτημα αυτό.
Ξεκινώντας, σύμφωνα και με το αρχαίο γνωμικό «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις», εκθέτω τους ορισμούς των εννοιών Κράτος και Εκκλησία, όπως τους εννοώ, για να αποφευχθεί όποια παρανόηση στα όσα κατωτέρω γράφω.
Κράτος είναι λαός εγκατεστημένος μόνιμα σε ορισμένο έδαφος και οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο, ασκεί κυρίαρχη πρωτογενή δημόσια εξουσία.
Εκκλησία (η ομολογούμενη στο σύμβολο της πίστεως), είναι συλλογική οντότητα, οι λαϊκοί και κληρικοί, που είναι βαπτισμένοι και ζουν συνειδητά και ελεύθερα μέσα σ’ αυτήν, καθώς επίσης και τα συλλογικά όργανα και τις συλλογικές οντότητές της, όπως είναι, οι σύνοδοι, οι Ενορίες, οι Μονές κλπ.
Σε ότι αφορά την χώρα μας, κοινά στοιχεία των δύο εννοιών είναι ο λαός, αφού το 90% του λαού της τουλάχιστον είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και το έδαφος αφού ταυτίζονται με την Ελληνική Επικράτεια. Διαφορετικά στοιχεία είναι για μεν το Κράτος η εξουσία, δηλαδή η επιβολή της "θέλησής του" με εξαναγκασμό, για δε την Εκκλησία η ελεύθερη προσχώρηση και συμμετοχή σ΄ αυτή. Η συμμετοχή αυτή προϋποθέτει από τα τα μέλη της να έχουν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, που αναφέρεται στις σχέσεις με τον Θεό, τον «πλησίον», και τον εαυτό τους. Ο συγκεκριμένος αυτός τρόπος ζωής, είναι ουσιώδης και καθοριστικής σημασίας, για την ιδιότητα του «ζωντανού» μέλους της Εκκλησίας.
Συνεχίζοντας, ας δούμε πώς ο Συνταγματικός Νομοθέτης αντιμετώπισε και θεσμοθέτησε τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας διαχρονικά.
Στα Συντάγματα της Επαναστάσεως του 1821 της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνος, θεσπίστηκε διάταξη - διακήρυξη με την εξής διατύπωση "η επικρατούσα θρησκεία στην Ελληνική επικράτεια είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας”. Σημειώνω ότι, δεν θεσπίστηκαν διατάξεις τότε για την διοίκηση της Εκκλησίας.
Επί Βαβαροκρατίας, μέσα στο κλίμα του "εκπολιτισμού μας" σύμφωνα με τα "φώτα της Ευρώπης", είχε εκδοθεί το Βασιλικό Διάταγμα της 23-7-1833, με το οποίο εγκαθιδρύονταν για την Εκκλησία της Ελλάδος σχισματική αυτοκεφαλία με καισαροπαπικό σύστημα σχέσεων, που ουσιαστικά μετέτρεπε την Εκκλησία σε δημόσια υπηρεσία.
Με την ίδια ιδεολογία, εισήχθη διάταξη συνταγματική, με την οποία το πρώτον ρυθμίζεται το ζήτημα της διοίκησης της Εκκλησίας, με το Σύνταγμα του 1844. Στο άρθρο 2 αυτού θεσμοθετήθηκε διάταξη που όριζε ότι. “Η ορθόδοξη Εκκλησίαν της Ελλάδος... διοικείται υπό ιεράς συνόδου Αρχιερέων”. Η αυτή διάταξη διατηρήθηκε στα Συντάγματα του 1864, 1911, 1927 και 1952 και ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975, όπως και οι προγενέστεροι, στο άρθρο 3 του Συντάγματος την επανέλαβε.
Εκτενέστερα στο άρθρο αυτό του 1975 κατ΄ αρχήν διακηρύσσεται ότι, επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Περαιτέρω ορίζεται ότι η Εκκλησία τηρεί τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη και διοικείται από την Ιερά σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, που προέρχεται από αυτήν και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Συνοδικής Πράξης του 1928. Στις μεταγενέστερες αναθεωρήσεις του Συντάγματος το άρθρο 3 δεν θίχτηκε.
Πριν παραθέσουμε τα όσα ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει, κάνοντας κριτική στην υφισταμένη συνταγματική ρύθμιση, σημειώνουμε τα κατωτέρω:
1. Το 1850 το Οικουμενικό Πατριαρχείο, απέδωσε με ειδικό Τόμο στην Εκκλησία της Ελλάδος το αυτοκέφαλο. Με τον Πατριαρχικό Τόμο τίθεται ο όρος η Εκκλησία της Ελλάδος να έχει ως ανώτατο διοικητικό της όργανο την Ιερά Σύνοδο των Επισκόπων, προσκαλουμένων διαδοχικά κατά την τάξη των πρεσβείων, με πρόεδρό της τον Επίσκοπο Αθηνών αλλά και να διοικείται σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, ελεύθερα και ακώλυτα από κάθε κοσμική (πολιτική) επέμβαση. Συγκρίνοντας τα ανωτέρω δύο κείμενα ρύθμισης, του Συντάγματος και του Πατριαρχικού Τόμου, διαπιστώνουμε πως, η συνταγματική διάταξη, που καθορίζει ρητά τον τρόπο διοίκησης της Εκκλησίας, αφ΄ενός από πλευράς σημειολογικής συνιστά “κοσμική” επέμβαση και άρα αντίκειται στα οριζόμενα με τον Πατριαρχικό Τόμο και αφ΄ετέρου ότι ουσιαστικά είναι περιττή αφού το ίδιο ορίζει και ο Τόμος του Πατριαρχείου.
2. Η Πολιτεία καθορίζοντας εκείνη τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας και μάλιστα θέτοντας ένα πλαίσιο, αυτοδιοίκησης μεν, αλλά εν ταυτώ ολιγαρχικής διοίκησης , αφού αγνοούνται πλήρως, οι απλοί Ιερείς και οι λαϊκοί, που είναι και αυτοί μέλη της Εκκλησίας, δεν θέσπισε διάταξη εναρμονισμένη με την δημοκρατική ιδεολογία του όλου Συντάγματος.
3. Με βάση τις ανωτέρω παρατηρήσεις η θέση μου είναι ότι το άρθρο 3 πρέπει να αναθεωρηθεί και να επαναφερθεί η λιτή διάταξη του Συντάγματος της Επιδαύρου μαζί με τα οριζόμενα στον Τόμο παροχής του Αυτοκεφάλου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο .
Η πρόταση του Προέδρου και Βουλευτών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος περιέχει τα εξής:
Α. Για το άρθρο 3
1. Μια διακήρυξη της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους ως προσθήκη.
2. Διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου του άρθρου 3 του Συντάγματος του 1975 και ως προς την διοίκηση της Εκκλησίας διαφοροποιείται ελαφρώς ορίζοντας ότι "διοικείται σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της, τον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 και τη Συνοδική Πράξη του 1928. Διευκρινίζεται επίσης ότι δεν θίγεται το εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης και των Δωδεκανήσων".
3. Καταργεί την παράγραφο 3 του άρθρου 3 σχετικά με το "αναλλοίωτον" του κειμένου της Αγίας Γραφής.
4. Προσθέτει στο άρθρο 3 ερμηνευτική δήλωση, με την οποία διευκρινίζεται ότι ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν συνεπάγεται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.
Κρίνοντας το κείμενο - πρόταση αυτό του ΣΥΡΙΖΑ και συγκρίνοντας το με το ισχύον παρατηρώ τα εξής:
α) Όσα παρέθεσα ως κριτική με τις δύο επισημάνσεις μου στην υφισταμένη συνταγματική ρύθμιση ισχύουν και για την πρόταση αυτή.
β) Σε ότι αφορά την προσθήκη - διακήρυξη θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους παρατηρώ ότι: Πρώτον δεν προσθέτει τίποτε σε δικαιώματα ή υποχρεώσεις στους πιστούς οποιασδήποτε θρησκείας, επομένως δεν έχει ουσιαστικό νομικό περιεχόμενο.
Δεύτερον σημειώνω ότι είναι αντιφατικό να θεσπίζεται η θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους και ταυτόχρονα να ρυθμίζεται από την Πολιτεία το ζήτημα της διοίκησης της Εκκλησίας μιας θρησκείας και μάλιστα αποκλειστικά μόνο αυτής. Και τρίτον δεν συνδέεται διαχρονικά με την ιστορία την παράδοση και τις αξίες του Έθνους μας. Είναι ξεκάρφωτη και δεν μπόρεσα να αντιληφθώ για ποιο λόγο πρέπει να τεθεί μάλιστα σε ένα νομικό κείμενο.
γ) Για την κατάργηση της παραγράφου 3 σχετικά με το κείμενο της Αγίας Γραφής, σημειώνω ότι είχε θεσπισθεί με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911, ύστερα από τα σοβαρά επεισόδια που στην Ιστορία είναι γνωστά ως "Ευαγγελικά". Από τότε έχει περάσει σχεδόν αιώνας. Σωστή κατά την γνώμη μου είναι η κατάργηση της παραγράφου αυτής καθόσον κυκλοφορούν σήμερα πολλές ανεπίσημες μεταφράσεις του κειμένου της Αγίας Γραφής στην καθομιλουμένη και αυτό έχει γίνει αποδεκτό πλήρως από τους πιστούς και γενικά από την κοινωνία.
δ) Για ερμηνευτική δήλωση, αν και προσωπικά δεν την θεωρώ αναγκαία δεν είμαι και αντίθετος, γιατί η θέσπισή της δεν μπορώ να πω πως είναι αρνητική.
Β. Για τα άρθρα 13 παρ. 5, 33 παρ. 2 και 59 παρ. 1 και 2
1. Προτείνει την προσθήκη εδαφίων στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 13 με την εξής διατύπωση: «Η ορκωμοσία κρατικών αξιωματούχων και δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων γίνεται με πολιτικό όρκο. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο υπόχρεος επιλέγει ελεύθερα αν θα δώσει πολιτικό ή θρησκευτικό όρκο».
2. Προτείνει αντικατάσταση του τύπου του όρκου στην παράγραφο 2 του άρθρου 33 αντικαθίσταται με την διατύπωση «Διαβεβαιώνω στην τιμή και τη συνείδησή μου ότι θα φυλάσσω το Σύνταγμα και τους νόμους, θα μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, θα υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Χώρας, θα προστατεύω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων και θα υπηρετώ το γενικό συμφέρον και την πρόοδο του Ελληνικού Λαού».
3. Προτείνει αντικατάσταση του τύπου του όρκου στην παράγραφο 1 του άρθρου 59 ως εξής: «Διαβεβαιώνω στην τιμή και τη συνείδησή μου ότι θα είμαι πιστός στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, θα υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους και θα εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου». Προτείνει τέλος την κατάργηση της παραγράφου 2 του άρθρου 59.
Για την θέσπιση των τριών αυτών τροποποιήσεων τοποθετούμαι προσωπικά θετικά, γιατί, ως πολίτης, μου αρκεί το ότι ο θρησκευτικός όρκος, εάν είναι υποχρεωτικός, αντίκειται στην θρησκευτική ελευθερία και ως Χριστιανός, γιατί εναρμονίζεται με την εντολή του Κυρίου μας "Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως..." (Ματθ. Κεφ. 5 34-37).

* Ο Νικήτας Αποστόλου είναι Πτυχιούχος ΠΑΣΠΕ Συνταξιούχος Δημοσίου.