Η εκκλησιαστική περιουσία και η Εκκλησία στον σύγχρονο κόσμο…

on .

Η πρόσφατη συμφωνία του Πρωθυπουργού και του Αρχιεπισκόπου που αναφέρεται βασικά στην εκκλησιαστική περιουσία και στην αξιοποίησή της, έφερε στην επικαιρότητα ένα θέμα γύρω από το οποίο, κατά καιρούς, διατυπώθηκαν πολλές και διιστάμενες απόψεις και συχνά αποτελεί το σημείο τριβής ανάμεσα στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας.
Θα περιοριστώ σήμερα να αναφέρω γύρω από αυτό το θέμα τις απόψεις δύο διακεκριμένων εκπροσώπων της επιστήμης, του Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Κουμάντου και του Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής στο ίδιο Πανεπιστήμιο -και Καθηγητή μου- Ι. Θεοδωρακόπουλου. Απόψεις παλαιές, όμως επίκαιρες και ενδιαφέρουσες.
Συγκεκριμένα, ο Καθηγητής Γ. Κουμάντος, με άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» (4 Μαΐου 1981), αναλύοντας, έπειτα από σχετική έρευνα, τις απόψεις της νομικής επιστήμης γύρω από το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, γράφει: «Ένα μεγάλο μέρος αυτής της περιουσίας, ίσως το μέγιστο, προέρχεται από δωρεές που έγιναν προς την Εκκλησία κατά την Τουρκοκρατία, για να μην πάρουν τα κτήματα οι κατακτητές. Οι Τούρκοι δεν σέβονταν την περιουσία των Ελλήνων, αλλά σέβονταν την περιουσία της Εκκλησίας. Έτσι η Εκκλησία εμφανίζεται ως θεματοφύλακας περιουσιών που της δόθηκαν από κατατρεγμένους Έλληνες για να τις διαφυλάξει και να τις διασώσει.
Όμως η περιουσία που υπάρχει κατά τους νομικούς κανόνες, βρίσκεται ηθικά υποθηκευμένη. Τα κτήματα αυτά ανήκουν ουσιαστικά στο εθνικό σύνολο. Θεμελιώνεται, λοιπόν, ηθικά το δικαίωμα της Πολιτείας να αξιώσει την απόδοση αυτών των περιουσιακών στοιχείων που τυπικά είναι «γραμμένα» στο όνομα της Εκκλησίας και των άλλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Είναι συνεπώς απαράδεκτο αυτά τα ακίνητα να τα διαχειρίζονται, σχεδόν σαν ατομική τους περιουσία, όσοι καταφέρνουν να ανεβούν σε κάποιο υψηλό αξίωμα, εκκλησιαστικό ή μοναστηριακό.
Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις φτάνει να αναρωτιέται κανείς μήπως υπάρχουν ασεβείς που παρακινούνται στην επιλογή της εκκλησιαστικής σταδιοδρομίας από την ελπίδα να φτάσουν κάποτε σε βαθμίδες πολύ υψηλές, ώστε να δίνουν τη δυνατότητα διαχείρισης μεγάλων περιουσιών με ελάχιστο έλεγχο. Έτσι όμως διαφθείρεται η ιεροσύνη που, αντί να είναι αποτέλεσμα προσωπικής κλίσης ή κλήσης από το Θεό, είναι πειρασμός του Μαμμωνά».
Συναφείς ως προς το περιεχόμενο, αλλά σε διαφορετικό επίπεδο που έχει σχέση με το ρόλο της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο ήταν και οι απόψεις του Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλου. Αναλύοντας, θυμάμαι, στα «Μαθήματα Φιλοσοφίας της Ιστορίας του Πολιτισμού», το ρόλο της Θρησκείας, ως βασικού στοιχείου του Πνευματικού Πολιτισμού, όπως είναι η Επιστήμη και η Φιλοσοφία, μας παρουσίασε ξεκάθαρες απόψεις για το πώς αυτός έβλεπε το ρόλο της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.
Τις απόψεις αυτές αργότερα τις παρουσίασε στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, στο Περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ»(23-4-1974) επισημαίνοντας συνοπτικά τα ακόλουθα: «Υπάρχει μια χτυπητή διαφορά μεταξύ της σημερινής και της παλιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παλιά Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν μαχόμενη και δυναμική, ενώ η σύγχρονη είναι απόλεμη και στατική. Η παλιά Ορθόδοξη Εκκλησία έδινε απάντηση στη μεταφυσική, θρησκευτική ανάγκη του ανθρώπου και είχε βαθύτερη σχέση με την ελληνική φιλοσοφία και τα ελληνικά γράμματα.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία για να αποκτήσει κινητικότητα πρέπει να γίνει κοινωνική, δηλαδή να ανταποκριθεί με τη βοήθειά της στις κοινωνικές ανάγκες του ανθρώπου. Όμως το έργο τούτο καλύπτεται, πρέπει να καλύπτεται, σήμερα και μάλιστα προγραμματισμένα από την Πολιτεία. Η κοινωνική δραστηριότητα της Εκκλησίας, όσο κι αν αναπτυχθεί, δε θα δικαιώσει ποτέ την Εκκλησία, η αποστολή της οποίας είναι καθαρά πνευματική, μυστηριακή. Όσο μάλιστα πιο κοινωνική γίνεται η Εκκλησία, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από την πνευματική της αποστολή. Όταν η Εκκλησία δεν έχει πνεύμα, τότε προσπαθεί να γίνει κοινωνική, όχι τόσο για να σώσει, αλλά για να σωθεί η ίδια. Καμιά αναγέννηση της Εκκλησίας δεν είναι δυνατόν να γίνει χωρίς Πνεύμα. Πρέπει, λοιπόν, οι τεταγμένοι με τη διοίκηση της Εκκλησίας να παρατήσουν τα τυπικά προνόμια και να σκύψουν βαθιά μέσα στο πνεύμα της Εκκλησίας. Το πνεύμα τούτο υπάρχει, αλλά για να έρθει σε φως, χρειάζεται πνοή και πίστη. Δε σώζεται η Εκκλησία με εξωτερικά επιχρίσματα, ούτε με νόμους της Πολιτείας, γιατί έχει δικούς της νόμους αιώνιους, τους οποίους όμως πρέπει να σέβονται οι τεταγμένοι να διοικούν την Εκκλησία».
Μην ξεχνάτε όμως ότι οι παραπάνω απόψεις των δυο διακεκριμένων Ακαδημαϊκών Δασκάλων αποτελούν καταστάλαγμα τεκμηριωμένης επιστήμης του Δικαίου και ολοκληρωμένης φιλοσοφικής σκέψης με τις οποίες η εποχή μας έχει πάρει, προ πολλού, διαζύγιο, με αποτέλεσμα οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας κατ’ επανάληψη να επικεντρώνονται και, κατά κανόνα, να εξαντλούνται με το θέμα της αξιοποίησης της φερόμενης ως εκκλησιαστικής περιουσίας. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα.
ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ