«Προτιμήσατε Καλαμάν»!

on .

Από μεγάλο κεφαλοχώρι κοντά στην πόλη ήταν ο Λευτέρης. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στην πόλη. Η αναπηρία του τον καθιστούσε ανίκανο για κάθε χειρονακτική εργασία. Τα πόδια του όμως πολύ γερά γι’ αυτό και όλα τα σοκάκια της πόλης ήταν του Λευτέρη. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσε γύρω στη Μητρόπολη και γενικά στις εκκλησιές της ενορίας. Μεγάλη συμπάθεια και νταραβέρι είχε με τους παπάδες όλων των ενοριών. Δεν υπήρχε παπάς μέσα και έξω από την πόλη που να μη γνώριζε ο Λευτέρης. Ήξερε ακόμη και την ημέρα της μισθοδοσίας των παπάδων γι’ αυτό βρισκόταν παρών… στο «καθήκον» οι υποκλίσεις του και τα χειροφιλήματα απανωτά και στη συνέχεια ακολουθούσε και η… «αμοιβή». Γνώριζε και λίγα ψαλτικά ο Λευτέρης, γι’ αυτό κάπου – κάπου έπαιρνε μέρος και βοηθούσε τους παπάδες σε καμιά βάπτιση, γάμο ή κηδεία.
Έτσι τα κουτσοβόλευε μαζί με μια πάγια –εσαεί- επιταγούλα που του ερχόταν από θείο του ευκατάστατο μόνιμο κάτοικο Αθηνών. Μεγάλη υποχρέωση είχε ο Λευτέρης στο θείο του, αδελφό του πατέρα του. Σαν πέρασαν τα χρόνια, με κάποιο καινούργιο νόμο περί ανασφαλίστων και αναπήρων, παίρνει και μια συνταξούλα από τον ΟΓΑ. Καλά και χρυσά τα λεφτουδάκια, αλλά, τα χρόνια περνούσαν, η υγεία του βάραινε με την πάροδο του χρόνου και μόνη του παρηγοριά ήταν η βοήθεια εξ Αθηνών και λίγο ο ΟΓΑ.
Η μοναξιά του, με την πάροδο του χρόνου μέρα με τη μέρα όλο και τον απασχολούσε περισσότερο το Λευτέρη. Έμμονη ιδέα του είχε γίνει. Γι’ αυτό κάποια μέρα πήρε την απόφαση και δεν άργησε να βρει το ταίρι του. Και αυτή ήταν από κοντινό χωριό της πόλης. Ήταν «κοσμογυρισμένος» ο Λευτέρης, επισκεπτόταν τακτικά όλα τα γύρω χωριά. Πρώτη του επίσκεψη στον παπά του χωριού. Τον βοηθούσε στον εσπερινό, ή στη λειτουργία αν τύχαινε γιορτή ή Κυριακή.
Όσο ο καιρός περνούσε τόσο τον απασχολούσε ποιο θάταν το τέλος μιας δουλειάς που ξεκίνησε και αν θάχει αίσιο τέλος. Εμπόδιο ο θείος. Έπρεπε να ρωτηθεί… Χωρίς την συγκατάθεση του θείου δεν αποφάσιζε ο Λευτέρης να έλθει εις γάμου κοινωνία.
Πρώτη επιστολή του Λευτέρη δεν απέδωσε τίποτα, καμιά απάντηση. Ακολούθησε και δεύτερη επιστολή κι αυτή την ίδια τύχη. Φαίνεται ο θείος εξ Αθηνών δεν ενέκρινε το γάμο γνωρίζοντας τα χάλια του ανιψιού του με την αναπηρία.
Κοντά σε αυτόν δυνάμωνε και η αγωνία της μέλλουσας συζύγου. Ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση του θείου, γιατί, χωρίς αυτή, υπήρχε φόβος να σταματήσει η εξ Αθηνών μηνιαία βοήθεια.
Μια μέρα λοιπόν αποφάσισαν με τη μέλλουσα σύζυγό του να γράψουν μαζί την τρίτη επιστολή. Η επιστολή άρχισε πρώτα από το Λευτέρη με πολλά κολακευτικά και συγκινητικά λόγια γύρω από την αναπηρία του και τη μοναξιά του, αφού φυσικά δεν παρέλειψε και τα καλά λόγια περιγράφοντας τη μέλλουσα κυρά του.
Στη συνέχεια στο ίδιο χαρτί ακολούθησε επιστολή της μέλλουσας συζύγου περιγράφοντας και αυτή τη γνωριμία της με τον Λευτέρη και πως: «Θα φανώ αντάξια σύζυγος του ανιψιού σας». Και συνεχίζει: «Γι’ αυτό θείε, θέλουμε τη συγκατάθεσή σας, άλλως, είμαστε αποφασισμένοι με το Λευτέρη μου –αν αρνηθείτε την ένωσή μας- να τερματίσουμε τη ζωή μας πέφτοντας στη λίμνη»!..
Τότε ο θείος προ της επίμονης αποφάσεως των δύο, παίρνει μολύβι και χαρτί και γράφει τηλεγράφημα με δυο μόνο λέξεις: «Προτιμήσατε Καλαμάν»!
(Οποιαδήποτε ομοιότητα σε πρόσωπα είναι εντελώς συμπτωματική).