Ελληνισμός και Ορθοδοξία…

on .

  Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

Είναι γνωστό ότι η μόνη χριστιανική γιορτή, που γιορτάζεται την ίδια ημέρα από όλον τον Χριστιανικό κοσμο, όλων των δογμάτων (Ορθόδοξους, Καθολικούς, Προτεστάντες όλων των μορφών), είναι τα Χριστούγεννα η Γέννηση του Θεανθρώπου.
Για την Ορθόδοξη Ελλάδα, όμως, και για τον Ελληνισμό γενικότερα, υπάρχει κάτι το ξεχωριστό: Ο άρρηκτος δεσμός Ελληνισμού και Ορθοδοξίας ξεκινάει από την ημέρα της γεννήσεως του ΙησούΧριστού. Όταν οι τρεις Μάγοι έφεραν στη Βηθλεέμ τα δώρα τους, ο Ελληνισμός έφερε στη Φάτνη την ψυχική και πνευματική καλλιέργεια μιας περίπου χιλιετίας προ Χριστού, που θα ήταν προπαρασκευή για να δεχθεί ο άνθρωπος το χριστιανικό μήνυμα. Το αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα έδωσε στον άνθρωπο καλλιέργεια ψυχοπνευματική ικανή να δεχθεί, να μεταλάβει τα Θεία μηνύματα.
Παρά το γεγονός ότι η θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων ήταν το Δωδεκάθεο του Ολύμπου, οι Έλληνες πνευματικοί άνθρωποι, οι Έλληνες φιλόσοφοι με τον τρόπο τους ο καθένας καλλιέργησε στις ψυχές των Ελλήνων τις μονοθεϊστικές ρίζες. Και αυτό γιατί η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν ήταν «εξ αποκαλύψεως» αλλά κατά μία άποψη «φυσική», από φυσικό ένστικτο, που υπάρχει ακόμη και στους βαρβάρους.
Από τα «Ορφικά» ακόμη πληροφορούμαστε: «Θεός, εις (ένας) εστί αυτογενής, ενός έκγονα πάντα τέτυκται». Δηλαδή: Ο Θεός είναι ένας, που δεν προήλθε από κάποιον άλλον και πώς από έναν «πατέρα» τα πάντα δημιουργήθηκαν.
Ο Θαλής ο Μιλήσιος που είναι ένας από τους Επτά Σοφούς της αρχαίας Ελλάδος διακήρυξε: «Πρεσβύτερον όντων θεός. Αγένητον γαρ» (ο Θεός είναι ο αρχαιότερος από όλα τα όντα, διότι είναι αγέννητος, χωρίς αρχή).
Ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, ο ιδρυτής και αρχηγέτης της ομώνυμης σχολής στον Κρότωνα της Ιταλίας επαναλάμβανε συνεχώς: «Έστι γαρ ηγεμών και άρχων απάντων Θεός, εις (ένας) αεί εών, μόνιμος, ακίνητος, αυτός εαυτώ, όμοιος, έτερος άλλων».
Αλλά και από την άλλη πλευρά του μείζονος Ελληνισμού, από την Έφεσο της Ιωνίας, σχεδόν πέντε αιώνες πριν από τη Γέννηση του Χριστού ο μεγάλος φιλόσοφος Ηράκλειτος σε ό,τι αφορά τις πεποιθήσεις του δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνεύσεις: «Εν το σοφόν μόνον», επίστευε. Συγκεκριμένα έλεγε: «Ο Θεός είναι αρχή απόλυτος και υπερβατική. Χαρακτηρίζεται ως «Εν το σοφόν», το μοναδικόν. Ένα το οποίον κατέχει την σοφίαν και την «γνώμη», δηλαδή, την γνώση των μέτρων.
Ο Δημόκριτος δίνει την διαχρονική απάντηση σε όσους απορούν πώς δημιουργήθηκε αυτός ο κόσμος: «Η ύλη άφθαρτος εστί, αλλά υπό τινος δημιουργημένη». Δηλαδή, η ύλη είναι άφθαρτη. Δεν φθείρεται, αλλά κάποιος την δημιούργησε. Δηλαδή, δέχεται την ύπαρξη ενός δημιουργού Θεού.
Σε παρόμοιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Ζήνων ο Ελεάτης (Κάτω Ιταλία): «Θεόν είναι ζώον αθάνατον, λογικόν, τέλειον είναι δε το μεν δημιουργόν όλων…».
Η ιδέα του ενός και μόνου Θεού υπάρχει πέραν της φιλοσοφίας και στην τραγική ποίηση. Ο κορυφαίος της ελληνικής τραγωδίας, ο Αισχύλος, αναφέρει σε ένα χορικό στον «Αγαμέμνονα»: «Ζεύς εστίν αιθήρ, Ζεύς δε γη, Ζεύς δ’ ουρανός, Ζεύς τα πάντα». Δηλαδή, ένας Θεός. Το όνομα Ζεύς εδώ είναι συμβολικό, απλώς εννοεί τον ένα Θεόν.
Ο «σοφώτατος απάντων ανδρών» Σωκράτης από τον διάλογον, που έγραψε ο Πλάτων «Αλκιβιάδης» και από την «Απολογία» στο δικαστήριο, αποδεικνύεται «Έλλην προφήτης προφητεύων τον λυτρωτήν του κόσμου», όπως διαπιστώνει ο Γεώργιος Μιστριώτης.
Στο διάλογο «Αλκιβιάδης» Κεφ. Β’, 110 γράφει: «Αναμείνωμεν έως αν εξ ουρανού τις απεσταλμένος έλθη και διδάξη ημάς πώς δει διανοείσθαι προς θεούς και ανθρώπους και ελπίσωμεν ότι η ημέρα της αποστολής εκείνης ήξει ου διά μακρού». (Ας περιμένουμε μέχρις ότου έλθει κάποιος από τον ουρανό και μας διδάξει πώς πρέπει να σκεπτόμαστε για τους θεούς και τους ανθρώπους και ας ελπίσουμε ότι η ημέρα της αποστολής εκείνης δεν θα αργήσει να έρθει).
Στο Κεφ. 18 της «Απολογίας» του στο Δικαστήριο, ο Σωκράτης σε κάποιο σημείο απευθυνόμενος στους δικαστές της Ηλιαίας είπε: (=Εσείς δε ίσως είναι ενδεχόμενο, επειδή είστε εξερεθισμένοι, όπως οι νυστάζοντες, όταν αφυπνίζονται, αφού μου επιβάλλετε σκληρή τιμωρία, ακούοντας τον Άνυτο, με ελαφρά την καρδία σας, θα με καταδικάσετε εις θάνατον, έπειτα τον υπόλοιπον θα μένετε κοιμώμενοι, εάν ο Θεός δεν θα απέστειλεν εις εσάς κάποιον άλλον, από ενδιαφέρον προς σας (για να σας ξυπνήσει).
Αλλά και οι δύο κορυφαίοι, οι «Κράτιστοι» φιλόσοφοι όλων των εποχών σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις τους για τον κόσμο των ιδεών, είχαν ένα τουλάχιστον σημείο στο οποίο συνέπιπταν: «Τον μεν ουν ποιητήν και πατέρα παντός ευρείν τε έργον», υποστηρίζει ο Πλάτων. «Ην και εστί ο τούδε του παντός δημιουργός ο Θεός, ο Θεός δοκεί των πάσιν είναι και αρχήν», επρέσβευε ο Αριστοτέλης. Δηλαδή, αρχή και τέλος όλων των πραγμάτων είναι ο Θεός.
Πρέπει να επισημάνουμε και το γεγονός ότι είχε γίνει βίωμα σε όλες τις τάξεις των ανθρώπων ότι οι σοφοί άνθρωποι της αρχαίας Ελλάδος, είχαν κάποια προαίσθηση, κάποια φώτιση ότι σίγουρα υπάρχει ο αληθινός Θεός, που δεν είχε αποκαλυφθεί ακόμη στους ανθρώπους και ότι οι ειδωλολατρικοί θεοί δεν ήταν δυνατό να κυβερνούν τον κόσμο.
Από το πνεύμα αυτό ωθούμενοι μερικοί αγιογράφοι παρουσιάζουν πολλές φορές ανάμεσα στους αγίους και τα πρόσωπα σοφών ανθρώπων της αρχαίας Ελλάδος, διότι δίδαξαν την αρετή και γενικά ηθικές αρχές που τις συναντάμε στο Χριστιανισμό… Κλασικό παράδειγμα έχουμε στο Νησί της λίμνης Παμβώτιδας των Ιωαννίνων. Στη Μονή του Αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπινών ή του Σπανού. Στο νότιο εξωνάρθηκα και αριστερά της εισόδου εικονίζονται ολόσωμα εφτά «φιλόσοφοι», ο Πλάτων, ο Απολλώνιος, ο Σόλων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Θουκυδίδης και ο Χείλων.
Κανένας άλλος λαός δεν μπορούσε να φέρει στη Φάτνη της Βηθλεέμ την ψυχοπνευματική καλλιέργεια των Ελλήνων, έτοιμη να δεχθεί και να μεταλάβει τα Θεία μηνύματα, που έφερνε στον κόσμο η ενανθρώπιση του Υιού του Θεού.
Ούτε οι Εβραίοι, ούτε οι Ρωμαίοι μπορούσαν να προσφέρουν κάτι ανάλογο. Η αλήθεια κρύβεται σ’ αυτό που είπε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου Κεφ. 12, 20-24 αναφέρεται ότι οι μαθητές του Χριστού Ανδρέας και Φίλιππος του ανήγγειλαν ότι μερικοί Έλληνες ζητούσαν να τον γνωρίζουν. Ο Ιησούς είπε: «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου». Δηλαδή, οι Έλληνες είχαν την ψυχοπνευματική καλλιέργεια. Ο Ελληνικός στοχασμός ήταν πνευματικός και όταν ακόμη αναφερόταν στην ύλη.
Έπειτα, ο Ελληνισμός είχε δημιουργήσει τις ευνοϊκές προϋποθέσεις για την υποδοχή, την εξάπλωση, την διάδοση και την κατανόηση του Χριστιανισμού, της διδασκαλίας του Θεανθρώπου! Με την «ένοπλη εξερεύνηση» του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε διαδοθεί το ελληνικό πνεύμα και στους λαούς της Ανατολής. Και η ελληνική σκέψη και η ελληνική φιλοσοφία τους είχε καταστήσει ικανούς να κατανοήσουν και να ενστερνιστούν τις θεόπνευστες αλήθειες του Ευαγγελίου.
Ο Ελληνισμός, όμως, πρόσφερε κάτι ακόμη πολύ σημαντικό: Την Ελληνική Γλώσσα, στην οποία γράφτηκαν όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Καμιά άλλη γλώσσα δεν θα μπορούσε να αποδώσει τόσο τέλεια και επακριβώς τις υψηλές ιδέες και τα διδάγματα του Ιερού Ευαγγελίου και αργότερα των θεόπνευστων Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας…
Ο Ελληνισμός, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν σβήνει με την έλευση του Χριστιανισμού. Ελληνισμός και Χριστιανισμός και ειδικότερα Ορθοδοξία ενώνονται και προχωρούν μαζί στους επόμενους αιώνες μέχρι σήμερα. Τόσο μαζί, ώστε Ελληνισμός και Ορθοδοξία έγιναν ΕΝΑ αδιαχώριστον και αδιαίρετον…
Δεν μπορεί να εννοηθεί Έλληνας χωρίς Ορθοδοξία. Έλληνας σημαίνει Χριστιανός Ορθόδοξος.
Κάποιοι χριστιανομάχοι δεν συμπαθούν αυτή την Ελληνορθόδοξη σχέση και βρίσκουν διάφορα επιχειρήματα για να υποστηρίξουν, ότι κακώς συμπορεύονται τόσους αιώνες Έθνος και Εκκλησία. Ο Ελληνισμός πρόσφερε τόσα και βοήθησε πολύ στη διάδοση και κατανόηση της Χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά ο Ελληνισμός δεν ωφελήθηκε καθόλου.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε κάποια πράγματα. Στους χρόνους της επίγειας παρουσίας του Ιησού Χριστού ο Ελληνικός κόσμος βρισκόταν σε παρακμή. Αυτό ήταν συνέπεια της Ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας. Εκτός από το γεγονός ότι ο Ελληνισμός ήταν υποτελής, διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα από τη Δύση και την Ανατολή επέφεραν σύγχυση και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα είχε χάσει τη λάμψη του.
Έτσι, ο Χριστιανισμός την ώρα εκείνη ανταπέδωσε τη χάρη που έλαβε από την ελληνική φιλοσοφία, γιατί έδωσε νέα πνοή στον ελληνικό κόσμο, που βρισκότανε σε παρακμή. Ο Χριστιανισμός ανασυγκρότησε, αναζωογόνησε και ανασύνδεσε τον ελληνισμό. Η αναζωογόνηση αυτή έφερε το ευχάριστο αποτέλεσμα: Από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γεννήθηκε η ένδοξη Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Την αλήθεια αυτή επιβεβαιώνει ο κορυφαίος Έλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στο μνημειώδες σύγγραμμά του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», με τα εξής λόγια: «Το Ελληνικόν Έθνος δεν διεσώθη, τουλάχιστον δεν διέσωσε την ιστορικήν αυτού αξίαν ειμή διά της μετά του Χριστιανισμού συμμαχίας. Αλλά, αν υπηρέτησε τον λόγον του Θεού, πολλαπλασίονα απέλαυσε παρ’ αυτού ένεκα της διακονίας εκείνης την ανταμοιβήν, διότι δι’ αυτού ιδίως ανεκαινίσθη εν τοις νεωτέροις χρόνοις».
Σε άλλο σημείο ο μεγάλος αυτός ιστορικός του Έθνους μας γράφει: «Άνευ του Χριστιανισμού το Ελληνικόν Έθνος δεν ήθελεν επιπλεύσει εν τω καταποντισμώ, εν ω κατεποντώθη άπας ο λοιπός της αρχαιότητος κόσμος».
Βλέπει καθαρά, λοιπόν, ο μεγάλος ιστορικός μας, ότι την ώρα εκείνη χωρίς την «χείρα βοηθείας» του Χριστιανισμού το Ελληνικό Έθνος θα καταποντίζονταν. «Δεν διέσωσε την ιστορική αυτού αξίαν παρά μόνον διά της μετά του Χριστιανισμού συμμαχίας». Μέχρις ότου, όμως, πραγματοποιηθεί η κοσμοϊστορική αυτή «συμμαχία» του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, πέρασε μεγάλο διάστημα. Έγινε μεγάλη πάλη, γιατί δεν ήταν εύκολο να συγχωνευθούν οι δύο αυτοί διαφορετικοί κόσμοι.
Για τη συνένωση των ναμάτων της αρχαίας ελληνικής σοφίας και της χριστιανικής διδασκαλίας αγωνίστηκαν πολύ οι τρεις ιεράρχες: ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και πολλοί άλλοι αργότερα.