Νέα σχολική χρονιά: Στόχοι και προκλήσεις για το μέλλον…

on .

Μια νέα χρονιά ξεκίνησε με ευχολόγια και πολλά χαμόγελα στην εκπαίδευση στις 11/9. Μετά τον αγιασμό και τις ευχές της πρώτης μέρας, αρχίζει κι η εκπαιδευτική διαδικασία με πολλά όμως προβλήματα. Κάθε χρόνο η κυβέρνηση (όποια και αν είναι αυτή) ισχυρίζεται ότι είναι όλα έτοιμα και η αντιπολίτευση (όποια και αν είναι αυτή) μιλάει για χιλιάδες κενά στα σχολεία.
Διανύουμε τον 21ο αιώνα και η συζήτηση αυτή επαναλαμβάνεται μονότονα, πράγμα που δείχνει ότι τα προβλήματα δεν λύνονται. Δεν μπορούμε να οργανώσουμε το στοιχειώδες: Μαθητές, εκπαιδευτικοί και βιβλία να βρίσκονται στην τάξη με ένα μόνιμο πρόγραμμα λειτουργίας στις 12/9. Εγκλωβισμένοι σ’ αυτό το παράλογο δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω, στο επόμενο βήμα, να δούμε την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχουμε στα παιδιά μας.
Οι αριθμοί λένε ότι ελάχιστα παιδιά εγκαταλείπουν το σχολείο μόλις 6% με το μέσο όρο της Ε.Ε. να είναι 10,6% και έχουμε το 43,7% των νέων ηλικίας 30-34 ετών να είναι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 39,9%, σύμφωνα με την Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και κατάρτισης 2018 στην Ελλάδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Είναι όμως όλα καλά;
Υπάρχουν και άλλοι αριθμοί που θα πρέπει να μας ανησυχούν, καθώς δείχνουν την πραγματική εικόνα. Η δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης είναι χαμηλότερη από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά περίπου 10%. 4,3% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, 4,7% ο μέσος όρος της ΕΕ. Δεν είναι μεγάλη η διαφορά, είχαμε μειώσεις και στην Ευρώπη, έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν λίγα τα χρήματα στην εκπαίδευση. Το θέμα είναι να πιάνουν τόπο.
Το πρόβλημα είναι ότι τα παιδιά μας, αλλά και οι ενήλικες έχουν βασικές μαθησιακές αδυναμίες, πράγμα που δείχνει ότι τα χρήματα που επενδύονται για το μέλλον τους δεν πιάνουν τόπο.
Η δημόσια συζήτηση για την εκπαίδευση εξαντλείται στο τι διδάσκουμε στα Θρησκευτικά, πως διδάσκουμε την Ιστορία, πως θα αλλάξουμε το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων και αν θα καταργηθεί η Νομική της Πάτρας.
Τα άσχημα αποτελέσματα των Πανελλαδικών χτίζονται από το Δημοτικό. Η λύση μόνο από εκεί μπορεί να έρθει και όχι, φυσικά, με τη βάση του 10. Το χειρότερο όλων είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι τα παιδιά μας κουράζονται τρέχοντας όλη μέρα από το σχολείο στο φροντιστήριο για να μάθουν από μαθηματικά μέχρι χορό, μουσική και να κάνουν γυμναστική και τελικά δεν μαθαίνουν τίποτα απολύτως σωστά, απλά κουράζονται. Το μαθησιακό αποτέλεσμα είναι πολύ λίγο για τόσο κόπο που καταβάλλουν. Τους «τρώμε» την εφηβεία χωρίς αποτέλεσμα.
Η κοινωνία και οι επιχειρήσεις που υπάρχουν αλλά κι αυτές που θα δημιουργηθούν στο μέλλον, ανοίγοντας νέες θέσεις εργασίας χρειάζονται ανθρώπους με πλήρη και ισχυρή κατάρτιση. Και αυτό είναι δουλειά των πανεπιστημίων. Οι φοιτητές λοιπόν χρειάζονται σχολές που να λειτουργούν σ’ αυτό το μήκος κύματος.
Τόσο στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όσο και στην τριτοβάθμια, κομβικό ρόλο πλέον διαδραματίζουν οι ψηφιακές δεξιότητες, πώς δηλαδή οι γνώσεις, οι τεχνικές και η επαγγελματική κατάρτιση θα ενταχθούν στα δεδομένα και τις ανάγκες που επιβάλλει η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση.
Με απλά λόγια: δεν χρειαζόμαστε σχολεία προσανατολισμένα στο χθες, αλλά στο μέλλον. Δεν έχουμε ανάγκη από άλλες σχολές που δημιουργούν άνεργους πτυχιούχους, δίνοντας πτυχία χωρίς αντίκρισμα και στερούμενα επαγγελματικών δικαιωμάτων. Αντίθετα, χρειαζόμαστε σχολές που θα παράγουν ουσιαστικό ακαδημαϊκό και επιστημονικό έργο, εφοδιάζοντας τους φοιτητές με τα προσόντα που θα τους ζητηθούν σε νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Για τα πραγματικά προβλήματα δεν γίνεται καμία συζήτηση, δεν υπάρχει καμία συνεννόηση μεταξύ των κομμάτων, προφανώς γιατί δεν ενδιαφέρεται κανείς να καταστρώσει ένα σχέδιο που θα βελτιώσει το επίπεδο των μαθητών μας. Ο σχεδιασμός γίνεται σε επίπεδο υπουργικής θητείας, δηλαδή το πολύ για μια διετία. Μετά ο επόμενος Υπουργός Παιδείας, όποιος κι αν είναι, θα ακυρώσει τη δουλειά του προηγούμενου και θα συνεχίσει με νέα μέτρα, που θα ακυρώσει ο μεθεπόμενος και πάει λέγοντας. Καλή σχολική χρονιά, λοιπόν…

ΜΙΛΤΟΣ ΓΗΤΑΣ