Παλεύοντας για το αύριο στα Γιάννινα του ‘50...

on .

Ξανατράβηξα σήμερα την «κουρτίνα» που σκεπάζει το παρελθόν μου, της ζωής που έζησα εκείνα τα χρόνια και παλιές σκηνές, να τις ξαναδώ και να τις ζωντανέψω, όσο μπορώ, στο χαρτί.
Τόσα χρόνα, όλοι μας έχουμε… φυλακίσει το παρελθόν πίσω από την «κουρτίνα» του νου και τις θύμισες εκείνων των χρόνων, αλλά καλό είναι να τις ξαναζωντανέψουμε για να θυμηθούν με νοσταλγία οι πιο παλιοι και να μάθουν οι νεότεροι για τα χρόνια εκείνα, τα άδολα, της φτώχειας και ανέχειας, που όμως τα «ζούσαμε» ευχάριστα, με λίγα, αλλά αδιαμαρτύρητα. Γιατί όλοι μας γνωρίζουμε ότι η ζωή είναι όλο θυσίες. Με τα λίγα, λέγαμε, περνάς καλά, όπως εμείς τότε και με τα πολλά ζεις με το άγχος, το στρες.
Κάτι από εκείνα, λοιπόν, τα Γιάννινα, τα Γιάννινα του 50’ με ’60 και για μία μερίδα συμπολιτών μας θα προσπαθήσω ν’ αναβιώσω σήμερα.
Το εμπορικό κέντρο τότε ήταν μεταξύ των οδών Αβέρωφ, Ανεξαρτησίας, Μητροπόλεως, Κουρμανιού, Λαϊκής Αγοράς, έξω από το Κάστρο, το Κριθαροπάζαρο. Η διακίνηση των εμπορευμάτων γινόταν με φορτηγά, χαμάλες και οι φορτοεκφορτώσεις πραγματοποιούνταν με τα χέρια, αφού δεν υπήρχαν μηχανήματα τότε όπως τώρα. Οι φορτοεκφορτωτές ήταν κατά πλειοψηφία γύφτοι που μέναν στην Καλούτσιανη, Πλατανάκια, Σταματάκη μέχρι το «Φόρο». Ξεκινούσαν χαράματα πεζή να πάνε στο «στέκι», όπου θα τους εύρισκαν οι φορτηγατζήδες και οι έμποροι, στο καφενείο «ο Γκάλκος», στις αρχές της Μητροπόλεως, δίπλα στο φούρνο του Κωστή των Σακαβίτσιδων, απέναντι από το «βαρέλι» του Τροχονόμου.
Αναμένοντας, λοιπόν τα φορτηγά, παράγγελναν τους καφέδες τους, μερικοί τσίπουρο με καφέ, καπνίζοντας, μιλώντας δυνατά. Το μόνο εργαλείο που χρησιμοποιούσαν στη δουλειά τους ήταν η πάνινη σακούλα, που την διπλώνανε και την βάζανε σαν κουκούλα στο κεφάλι και στις πλάτες, προκειμένου να προφυλαχθούν, όσο το δυνατόν από τις σκόνες που βγάζανε τα άλευρα, η ασβέστη και τα τσιμέντα. Φτώχεια και μέγα έλεος, μεροδούλι – μεροφάϊ… Πολλή κούραση, να τρέχει ο ιδρώτας ποτάμι. Κι ήταν οι ελπίδες τους σαν τα πουλιά, που κάθε πρωί «μισεύουν» και με σπασμένα τα φτερά στο σούρουπο γυρνάνε. Άνθρωποι με απατηλές φιγούρες για ένα καλύτερο αύριο μεσ’ στη σκέψη. Πάλευαν κι αναλώνονταν, τρέχανε και γυρνούσαν. Κούραση, ανέχεια αλλά πάλι στο στέκι τους το «Γκάλκο».
Ο «Γκάλκος», για όσους δεν το θυμούνται απ’ τα παλιά, ήταν ένα μακρόστενο καφενείο, ομιχλώδες από τους καπνούς των τσιγάρων και από τον καπνό που «γύριζε» η σόμπα το χειμώνα, με καπνισμένους τοίχους, ταβάνι και παράθυρα θολά. Έπρεπε να φέρεις το χέρι στο μέτωπο, όπως σε αντηλιά, προκειμένου να δεις στο βάθος. Κάδρα καπνισμένα και σκονισμένα να διαφημίζουν τσιγάρα όπως η Νταλμάς, Καφές Παπαγάλος, σοκολάτα ΙΟΝ. Ο καφετζής ατάραχος, με την λερωμένη ποδιά και την επίσης λερωμένη πετσέτα στον ώμο, να σερβίρει τσίπουρο, ούζο, κρασί με μεζέδες: ντομάτα, αγγούρι, ελιές, τουρσί, τυρί, κορν-μπίφ. Μια υπόκωφη μουσική από το ράδιο με τραγούδια των Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Τσιτσάνη, Τσαουσάκη, Αγγελόπουλο, Μπαγιαντέρα, Περπινιάδη, Έφης Γεωργακοπούλου.
Όλοι τους μελαμψοί οι φορτοεκφορτωτές, μυώδεις, αξύριστοι, λερωμένοι, να φωνάζουν δυνατά, να παίζουν χαρτιά, κολτσίνα, τάβλι, ραμί και να χτυπούν δυνατά το χέρι στο τραπέζι όταν ρίχναν «ξερή» ή τα πούλια στο τάβλι να χτυπιούνται αλύπητα και να πάνε τα πειράγματα σ’ άλλον τόπο.
Το κολατσιό τους ήταν ψωμί απ’ το φούρνο του Κωστή και καμμιά ελιά, τυρί, ντομάτα, σκόρδο από το παντοπωλείο του Βακάλη. Καμμιά φορά πηγαίναν και στο Ντίβα, στο Κουρμανιό, για κοιλίτσες, μαγειρίτσα, πατσιά κι αργότερα στον Δαρλαμήτσιο στο υπόγειο του Φλώρου.
Τα βράδια που σκολάγαν αποκαμωμένοι φεύγαν να σβήσουν την κούραση στο πιοτό, περνώντας απ’ την Καλούτσιανη, το Χάνι του Γκιντρίμη, του Χολέβα, του Μούλια και τραβάγαν κατά Σαραμπασίνα μερά ή στου Μάτσικα και στο Μπούζου. Οι πιο μερακλήδες, όπως ο Ταρνανάς –χαρακτηριστικός τύπος– περνούσαν τα Πλατανάκια και πηγαίναν στο κέντρο διασκέδασης «Η Τριάνα», με τραγουδιάρες – οριεντάλ, κοντά στο Στρατόπεδο, ανακατεμένοι με φαντάρους που βγαίναν με δίωρη άδεια να διασκεδάσουν. Εκεί, λοιπόν «ακουμπούσαν» το μεροκάματό τους, χορεύοντας, τραγουδώντας με τη συνοδεία γυναικών και πιοτών.
Τα χρόνια εκείνα ήταν κάπως παρεξηγημένοι αλλά σιγά – σιγά αφομοιώθηκαν. Όλοι μας θυμόμαστε τον αείμνηστο Δήμαρχο Γρ. Σακκά που κατέταξε τους γύφτους σε υψηλή θέση, τους ανέβασε το φιλότιμο και κέρδισε τις εκλογές μαζί με τη Δημαρχία. Στην μικρή μας πόλη όλοι θυμούνται την ατάκα του: «Λένε ότι είσαστε γύφτοι, όχι, για όνομα του Θεού! Εσείς δεν είστε τέτοιοι. Είστε Αιγύπτιοι, έχετε καταγωγή από τη μεγάλη χώρα την Αίγυπτο και διακρίνεστε για το φιλότιμο και την αγάπη σας. Είστε Αιγύφτιοι κι όχι γύφτοι»!
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΟΔΟΥΛΟΣ