«Χριστουγεννιάτικο όνειρο»...

on .

Ξημερώνουν Χριστούγεννα. Αχνόθαμπα ακόμα κι’ ο ξενιτεμένος επιστρέφει στο χωριό του ύστερα από μακροχρόνια απουσία στην ξενιτιά. Το μουλάρι του σιμώνει αργά αργά στο χωριό κι’ ο ξενιτεμένος ανακαλεί στη μνήμη του παραστάσεις, σχετικές με τις ευτυχισμένες στιγμές των παιδικών του χρόνων.
Άγριο το ξεροβόρι, μες την καρδιά του χειμώνα, φυσούσε σα λυσσασμένο και έφερνε το χιόνι σαν ανεμοστρόβιλο, παντού καταχνιά, οι λεύκες στο δρόμο φαινόντουσαν σαν καλόγεροι, λες και κάνανε μετάνοιες στον Ύψιστο, από το λύγισμα των γυμνών κλαριών.
Η ανυπομονησία και η χαρά τον πλημμυρίζουν καθώς αντικρύζει την τελευταία ράχη του βουνού που πρέπει να περάσει για 

να φτάσει στο χωριό του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν λιθοπάτημα.
Μετά από μιά κοπιαστική πορεία και προσπαθώντας να φανταστεί τα πρόσωπα της οικογένειάς του αντικρύζει κάτω το πολυπόθητο χωριό, του φάνηκε σαν κοπάδι και το κάθε σπίτι έμοιαζε με πρόβατο. Τα αυλόδεντρα γυμνά από τα φύλλα, στέκουν σαν απολιθωμένοι γιγάντοι. Οι καλύβες, οι φράχτες, οι ριζόπετρες και οι κήποι του φέρουν θύμισες απο τα παιδικά του χρόνια.
Πλημμυρισμένος από χαρά, οδηγεί το μουλάρι του κατευθείαν στο πατρικό του. Στο έμπα του, πρώτος τον αναγνωρίζει ο σκύλος, γερασμένος κι’ αυτός αναθροεί στην παρουσία του και βγάζει ένα γρύλλισμα ευτυχίας. Βροντά την εξώπορτα και στο άνοιγμά της εμφανίζονται τ’ αγαπημένα του πρόσωπα, που με συγκίνηση τον καλωσορίζουν και τον περιποιούνται, «χάνεται» μες στις αγκαλιές τους. 
Μέσα σ’ αυτό το πανηγύρι της χαράς, οι περασμένες λύπες σβήνουν προσωρινά και μες στη ζεστασιά η χαρά, η ανακούφιση τον ηρεμούν και τον ναρκώνουν.
«Χριστός γεννάται σήμερον και Αρχιμηνιά κι’ αρχιχρονιά» αντηχούν στην εξώπορτα απο χαρούμενες παρέες παιδιών που φέρνουν, με την αγνή και άδολη ψυχή τους, το χαρμόσυνο μήνυμα: «Τη Γέννηση του θεανθρώπου και την αλλαγή του χρόνου – Οι ουρανοί αγάλλονται και χαίρεται η φύσης όλη».
Το χαμόγελο και οι χαρούμενες φωνές έρχονται να διώξουν τη θλίψη και τους θρήνους των ανθρώπων και να θυμίσουν το πρόσωπο του θεού της Ολβιότητας (ευτυχίας) που η ανθρωπότητα σήμερα το ‘χει λησμονήσει.
Όταν θωρούμε με την καρδιά μας αυτά τα ματάκια τα ολοκάθαρα, ξεχνιούνται οι βαθύτεροι καημοί και σκύβουμε να προσευχηθούμε με ευλάβεια για την ευδαιμονία όλου του κόσμου. Να προσευχηθούμε να φέρει πάλι στις καρδιές των ανθρώπων το γέλιο της ελπίδας, την απαντοχή για ‘κεινα που θα ‘ρθουνε.
Και εσύ, καινούργιε χρόνε, τα όνειρά μας που οι «καιροί» τα πήραν, 
απόψε ας κάνεις να φανούν για μια στιγμή μπροστά μας.
Κι’ αν δεν μπορείς απ’ όλα αυτά τίποτα να μας φέρεις,
Και την ψυχή μας τη βαριά μιά νύχτα ν’ αλαφρώσεις,
λυπήσου όμως τα παιδιά και μην τα ξεγελάσεις.
Φέρε ξανά το παραμύθι, κάποιο παιχνίδι, ένα πουλί, που να μιλάει γι’ αγάπη, μια κούκλα σαν βασίλισσα και το αρχοντόπουλο καβάλα στ’ άλογό του.
Άναψε δυνατή φωτιά να ζεστάνεις τις καρδιές και τα τζάκια τα σβησμένα»...
Ξάφνου ξυπνάει κι’ όλα είναι χαμένα μπροστά του. Η επιστροφή και η συνάντηση δεν ήταν παρά ένα όμορφο Χριστουγεννιάτικο όνειρο, γεννημένο από την νοσταλγία του ξενιτεμένου να βρεθεί μιά τέτοια άγια μέρα στο αγαπημένο του χωριό και στους δικούς του.
Ο ξενιτεμένος είναι ένας σύγχρονος Οδυσσέας, όμοιος με χιλιάδες άλλους, που υπήρξαν και δυστυχώς θα υπάρξουν σε όλες τις εποχές.
Η νοσταλγία για την ιδιαιτέρας πατρίδα και την οικογένεια είναι ριζωμένη μέσα του και τον βασανίζει, δεν ξεχνιούνται.
Η συγκίνηση και η χαρά για το ότι πλησιάζει τον τόπο που γεννήθηκε είναι ανείπωτη.
Αγαλλίαση του δημιουργεί η θέα του χωριού. Η χαρά όμως αυτή είναι πολύ μεγάλη για να είναι αληθινή. Πικραμένος συνειδητοποιεί την πραγματικότητα.
Ευχή κι’ επιθυμία του είναι ο γυρισμός στην «ΙΘΑΚΗ», για να ξαναζήσει ευτυχισμένες στιγμές που του στέρησε ο ξενιτεμένος και ο σύγχρονος τρόπος ζωής, που μας επιβλήθηκε από τον ξενόφερτο «πολιτισμό».
Καλά Χριστούγεννα
Και ευτυχισμένος ο Καινούργιος χρόνος.

 (ΜΕΤΣΟΒΟ)