Στο όνομα της Δημοκρατίας…

on .

Νιώθεις θλίψη και απογοήτευση μαζί κάθε φορά που τυχαίνει να παρακολουθείς συζητήσεις -δηλαδή ανούσιους κομματικούς διαξιφισμούς- στα τηλεπαράθυρα ανάμεσα σε κοινοβουλευτικούς -κομματικούς- εκπροσώπους, γύρω από σοβαρά πολιτικά θέματα.
Όταν βρεθείς μπροστά στις λεγόμενες προ ημερησίας διατάξεως συζητήσεις -δηλαδή μονομαχίες- ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς. Όταν βρεθείς σε κανένα στενό κύκλο συμπολιτών που εξαντλούνται σε αναλύσεις των πολιτικών μας πραγμάτων και φέρουν τη σφραγίδα της κομματικής παράταξης στην οποία ιδεολογικά ή συμφεροντολογικά ανήκουν. Αναλογίζεσαι τότε ότι σ’ αυτόν τον τόπο που καθιέρωσε, εδώ και αιώνες, το διάλογο ως μέσο επικοινωνίας και έμαθε τον κόσμο να σκέφτεται και να μη δέχεται τίποτε ούτε να το απορρίπτει χωρίς να το εξετάζει αντικειμενικά και απροκατάληπτα, το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι αποφεύγουμε συχνά να συζητάμε, αλλά κυρίως ότι δεν έχουμε μάθει να συζητάμε.
Και το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο σοβαρό, όταν συζητάμε για θέματα που μας αφορούν άμεσα ως πολίτες αυτού του τόπου, και ιδιαίτερα όταν οι συζητήσεις αυτές γίνονται στο όνομα της Δημοκρατίας.
Ζήτησαν, σε μια από τις συνεντεύξεις του που έδωσε στην Ελλάδα, από το γνωστό, έστω και κατ’ όνομα, Έλληνα διανοούμενο Κορνήλιο Καστοριάδη, να προσδιορίσει, όσο γίνεται πιο απλά, την έννοια της Δημοκρατίας. Και εκείνος, υπενθυμίζοντας το των αρχαίων ότι «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις», απάντησε:
Δημοκρατία είναι αυτό που η ίδια η λέξη σημαίνει: (Δήμος = Λαός οργανωμένος σύμφωνα με τους νόμους που ο ίδιος ψηφίζει και αναλαμβάνει την υποχρέωση, χωρίς διακρίσεις, να εφαρμόζει + κρατώ = εξουσιάζω). Διευκρίνισε, στη συνέχεια, ότι στη γλώσσα μας η λέξη Δημοκρατία ταυτίζεται με τη Λαϊκή Κυριαρχία. Όταν δε ρωτήθηκε αν τέτοιου είδους Δημοκρατία υπήρξε ποτέ και κατ’ επέκταση αν υπάρχει και σήμερα επικαλέστηκε την άποψη του Αριστοτέλη που διατυπώνεται στο έργο του «Αθηναίων Πολιτεία» και αναφέρεται στην Αθηναϊκή Δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα, σύμφωνα με την οποία: «Απάντων αυτός εαυτόν πεποίηκεν ο δήμος κύριον, και πάντα διοικείται ψηφίσμασι και δικαστηρίοις, εν οις ο δήμος εστίν ο κρατών. Και γαρ αι της βουλής κρίσεις εις τον δήμον εληλύθασιν. Και τούτο δοκούσι ποιείν ορθώς, ευδιφθορώτεροι οι ολίγοι των πολλών εισίν και κέρδει και χάρισιν».
Αυτά βέβαια θα πει κάποιος συνέβαιναν, αν και όταν συνέβαιναν, τότε που κάθε πόλη αποτελούσε ξεχωριστό κράτος και ο λαός είχε τη δυνατότητα να συνέρχεται ο ίδιος στην Εκκλησία του Δήμου και να επικυρώνει ή να απορρίπτει τις εισηγήσεις της Βουλής. Έτσι κάθε νόμος ή κάθε απόφαση έφερε τη σφραγίδα της λαϊκής κυριαρχίας: «Έδοξε τη Βουλή και τω Δήμω». Και συνέβαιναν επίσης εκεί όπου οι πολίτες ήταν βαθιά καλλιεργημένοι και είχαν πλήρη συναίσθηση των καθηκόντων και των δικαιωμάτων τους.
Σήμερα όμως τι συμβαίνει; Και το δικό μας Σύνταγμα -θα πει κάποιος- προβλέπει πως όλοι οι πολίτες «είναι ίσοι έναντι των νόμων» και ότι «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία». Αλλωστε όλα τα κόμματα που μας κυβέρνησαν μέχρι τώρα και μας κυβερνάνε -προεκλογικά τουλάχιστον-το λαό και το συμφέρον του επικαλούνται.
Άλλο όμως η θεωρία και άλλο η πράξη. Εδώ και αιώνες την άμεση Δημοκρατία των αρχαίων την αντικατέστησε η αντιπροσωπευτική που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ταυτιστεί με τη γνήσια Δημοκρατία. Όσοι έχετε διαβάσει «το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ρουσσώ, ίσως να θυμάστε τι γράφει για τους Άγγλους που περηφανεύονταν για το Κοινοβουλευτικό τους Πολίτευμα: «Οι Άγγλοι νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι, επειδή εκλέγουν τους βουλευτές τους. Είναι ελεύθεροι μια μέρα στα πέντε χρόνια, την ημέρα των εκλογών. Από τη στιγμή που κάνουν την επιλογή τους δεν είναι τίποτε».
Στηρίζει δε την άποψή του στο γεγονός ότι η επιλογή αυτή καθορίζεται από τις ισχύουσες συνθήκες, από τον εκλογικό νόμο, από τα πολιτικά κόμματα, τους υποψήφιους με συνέπεια να υπάρχει στο σημείο αυτό βασική πολιτική αλλοτρίωση που αλλοιώνει την ουσία της Δημοκρατίας.
Κάτι παρόμοιο ζούμε, σε παγκόσμια κλίμακα, και εμείς σήμερα, καθώς διαπιστώνουμε ότι η Δημοκρατία δεν είναι ποτέ αυτονόητη, καθώς έχει ανάγκη από ισχυρούς θεσμούς και από δραστική κοινή γνώμη, και όταν στερείται το ένα ή το άλλο υφίσταται σοβαρό πλήγμα. Ως πολίτες αφήνουμε συχνά να μας αποξενώνουν από την εξουσία, δεχόμενοι να είμαστε τυπικά κυρίαρχοι, και αυτό συμβαίνει γιατί το ισχύον αντιπροσωπευτικό μας πολίτευμα απέκτησε την τέχνη να μας απογυμνώνει με τη συγκατάθεσή μας από τις δικαιοδοσίες μας, εκμεταλλευόμενο την αδιαφορία που μας διακρίνει για τα κοινά θέματα τα οποία μας αφορούν άμεσα. Μας έχει προειδοποιήσει για τούτο από την αρχαιότητα ο Θουκυδίδης, καθώς βάζει στον «Επιτάφιο» τον Περικλή να απευθύνεται στους Αθηναίους και να τους στέλνει το μήνυμα: «Τον δε μη των τοιούτων (των κοινών) μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλά αχρείον ηγούμεθα είναι». Και το τραγικό είναι ότι αυτό, όχι σπάνια, γίνεται στο όνομα της Δημοκρατίας, η γνησιότητα της οποίας συχνά φαλκιδεύεται από την πιο αυθόρμητη κλίση του ανθρώπου να κυριαρχήσει ή και να υποδουλώσει τους άλλους. Έτσι, μισόν αιώνα περίπου τώρα, «απολαμβάνουμε» οι πολίτες μια Δημοκρατία που έχει οπωσδήποτε όλα τα τυπικά της γνωρίσματα, δεν προσφέρει όμως στους πολίτες ουσιαστικό περιεχόμενο.

ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ