Κική Δημουλά: Η μούσα της Ποίησης…

on .

«Όλα τα ποιήματά μου για την άνοιξη / ατέλειωτα μένουν. / Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη, / φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου. / Γι΄αυτό αναγκάζομαι κάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξη / με μια εποχή φθινοπώρου / ν΄αποτελειώνω». Με τους προφητικούς -γνωστό ότι οι ποιητές από τη φάρα των προφητών έλκουν την καταγωγή τους- αυτούς στίχους της η ποιήτρια στο ποίημά της «Ασυμβίβαστα» προβλέπει τη «φυγή» της λίγο πριν από τον ερχομό της άνοιξης (η κηδεία της έγινε χθες δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών).
Ο αγγελιαφόρος του Άδη μάς κόμισε στις 23 του Φλεβάρη, το θλιβερό μαντάτο. Είναι το γράμμα της που έφερε ο ταχυδρόμος στο ποίημά της «Το γράμμα» με τους επίσης προφητικούς στίχους: «Ο ταχυδρόμος / σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου / μου ‘φερε και σήμερα ένα φάκελο / με τη σιωπή σου. / Το όνομά μου απ’ έξω γραμμένο με λήθη. / Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος /(...) Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου / και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου / τ΄ άγραφά σου. / Κι αύριο θα σου απαντήσω / στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου. | Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια / στο στήθος σκαμμένο / το μενταγιόν της συντριβής. / Και στ’ αυτιά μου θα κρεμάσω -συλλογίσου- / τη σιωπή σου». 
Κάθε αποχωρισμός είναι επώδυνος, πολύ περισσότερο όταν αυτός είναι ανεπίστροφος, έστω και αν η ποιήτρια μάς υπενθυμίζει καθησυχαστικά: «Όχι, δεν είμαι λυπημένη / σε σωστή ώρα νυχτώνει». Και η «σωστή ώρα» της έχει να κάνει με το «πλήρης ημερών» (εννιά σχεδόν δεκαετίες ζωής). Ούτε η υπόμνηση του κορυφαίου Γάλλου φιλοσόφου Πωλ Σαρτρ ότι «ο θάνατος είναι υπόθεση των άλλων», στην άποψη του Επίκουρου περί της ουδέποτε συνάντησής μας μαζί του ερειδόμενος, μπορεί τη θλίψη της απώλειας να μετριάσει. Άλλωστε, η αβεβαιότητά της για το «επέκεινα», όπως την περιγράφει στο ποίημά της «Η γλυκύτατη αβεβαιότης» είναι χαρακτηριστική της μεταφυσικής της αγωνίας: «Τρισάγια κάθε τόσο / για να δοθεί η υπηκοότητα νεκρού / στον κεκοιμημένον δούλον σου / (...) Τον κεκοιμημένον. / Περί ύπνου πρόκειται, Κύριε; / Μα του κολλάει ύπνος του νεκρού/ έτσι εύκολα νυστάζει η απώλεια της ζωής; / Εδώ εμείς, δούλοι του απάνω κόσμου ακόμα / κι όμως ποιος κλείνει μάτι / αν δεν τον νανουρίσει όπως ξέρει / μόνο η γιαγιά του η αβεβαιότης / με τη γλυκεία της ρόδινη αφύπνιση». Το σκοτάδι ως ο τελικός προορισμός μας, σύμφωνα και με την καζαντζακική αντίληψη, την τρομάζει -ποιον άλλωστε δεν τρομάζει;- και στο ποίημά της «Έρεβος» προσπαθεί κατά κάποιο τρόπο να το ξορκίσει: «Σκύβοντας πάνω / απ’ της ψυχής μου τη συσκότιση / στίχους ισχνούς θα επιδείξω / αποκλεισμένους από απρόσμενη κακοκαιρία / που πλήγωσε θανάσιμα / κάποιο δειλό μου λυκαυγές . / Πολλά θα λεν οι στίχοι αυτοί, / θα δείτε, θα διαβάσετε. / Ο τελευταίος μόνο στίχος / τίποτε δε θα λέει, / Κοιτώντας θλιβερά τους προηγούμενους / θα κλαίει».                                       
Όμως, την Κική Δημουλά εκτός από το θάνατο την απασχόλησε, και μάλιστα στον μέγιστο βαθμό, το άλλο μεγάλο γεγονός στον κύκλο της ζωής, ο έρωτας. Στο ποίημά της «Πληθυντικός αριθμός» και «παίζοντας» με τους αριθμούς της γραμματικής παρατηρεί φιλοσοφώντας: «Ο έρωτας, / όνομα ουσιαστικόν, / πολύ ουσιαστικόν, / ενικού αριθμού, / γένους ούτε θηλυκού ούτε  αρσενικού / γένους ανυπεράσπιστου. / Πληθυντικός αριθμός  / οι ανυπεράσπιστοι έρωτες». Και  θα ζητήσει, όπως κάθε ερωτευμένη, από τον αγαπημένο της: «Αυτὴ τη μέρα / άφησε να σου εμπιστευτώ την ιστορία μου:/ Μελαγχολικός της ζωής άνεμος είμαι / που νυχτώθηκα και απόμεινα σ᾿ ένα χθες ανάλγητο. / Έλα λοιπόν, και με τα μάτια σου, / που ῾ναι καταχνιὰ κι ενάστρωση,/ το σύθαμπο και το πρωί / σε μιαν αλλόκοτη σύγκλιση, / ανάστειλε τη νύχτα μου. / Έλα / Κι ας είναι μοιραίο πως αργότερα, / όταν ανάμεσά μας θ᾿ αναδεύεται ,/ σε ανυπόφορη μεγέθυνση,/ το μυστικό μας τ᾿ αδυσώπητο,/ -πως σημερινοὶ είμαστε και ξένοι -με τον υποβολέα της πίκρας μου / παμπάλαιο κατευόδιο θ᾿ απαγγείλω πάλι / στις ώρες τις αγέρωχες,/ που ανεβασμένες στις σχεδίες του ανέκκλητου/ προς ένα αδηφάγο αύριο θα λάμνουν». 
Χαρακτηριστικός, όμως, είναι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει την περιδιάβασή της στη ζωή, μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, «περπατώντας στα αισθήματα τα δικά της και των άλλων», με το σκάφος της να ταξιδεύει στις θάλασσες άλλοτε με ούριο και άλλοτε με αντίθετο άνεμο, πότε με τον κότινο της νίκης στο κεφάλι και πότε με την συντριβή της ήττας στην ψυχή της, συχνά με απώλειες, μικρές και μεγάλες -άλλωστε πάντα στη ζωή κάτι δίνουμε και κάτι παίρνουμε, κάτι κερδίζουμε και κάτι χάνουμε- πάντοτε όμως «όρθια» και προπάντων θαρραλέα λαμνοκόπος, στο αντιπροσωπευτικότερο κατ’ εμέ  γι’ αυτό το ταξίδι ποίημά της με τον επιτηδευμένα λιτό τίτλο «Πέρασα»:  «Υπήρξα περίεργη και μελετηρή. /  Ξέρω απ᾿ όλα. Λίγο απ᾿ όλα. / Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται, / πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε. / Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριὰ των αισθημάτων / μ᾿ ένα οποιοδήποτε κλειδὶ της λησμονιάς. / Όχι δεν είμαι λυπημένη. / Πέρασα μέρες με βροχή, / εντάθηκα πίσω απ᾿ αυτὸ / το συρματόπλεγμα το υδάτινο / υπομονετικὰ κι απαρατήρητα, / όπως ο πόνος των δέντρων / όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει / κι όπως ο φόβος των γενναίων. / Όχι, δεν είμαι λυπημένη. / Πέρασα απὸ κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια / και είδα πολλὰ αγαλματίδια να γελούν / σε αθέατα αίτια χαράς. / Και μικροὺς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες. / Τα τεντωμένα τόξα τους / βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα. / Είδα πολλά και ωραία όνειρα / και είδα να ξεχνιέμαι. / Όχι, δεν είμαι λυπημένη. / Περπάτησα πολύ στα αισθήματα, / τα δικά μου και των άλλων, / κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους / να περάσει ο πλατὺς χρόνος. / Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα. /Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα / και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα. / Έλαβα κάρτες σύντομες: / εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο απὸ την Πάτρα / και κάτι χαιρετίσματα / απὸ τον Πύργο της Πίζας που γέρνει. / Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα. / Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους, / στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες. / Και πολὺ στις αλυσίδες. / Έμαθα να διαβάζω χέρια / και να χάνω χέρια. / Όχι, δεν είμαι λυπημένη./ Ταξίδεψα μάλιστα. / Πήγα κι απὸ εδώ, πήγα και από εκεί.../ Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος. / Έχασα κι απὸ εδώ, έχασα κι από κει./ Κι απὸ την προσοχή μου μέσα έχασα / κι απὸ την απροσεξία μου. / Πήγα και στη θάλασσα. / Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα. / Φοβήθηκα τη μοναξιὰ / και φαντάστηκα ανθρώπους. / Τους είδα να πέφτουν / απὸ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης, / που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα / κι άλλους απὸ τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης. / Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες / ορθόδοξης ερημιάς. / Όχι, δεν είμαι λυπημένη. / Έπιασα και φωτιὰ και σιγοκάηκα. / Και δεν μου έλειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα. / Η χάση τους πάνω απὸ θάλασσες κι απὸ μάτια, / σκοτεινή, με ακόνισε. / Όχι, δεν είμαι λυπημένη. / Όσο μπόρεσα έφερ᾿ αντίσταση σ᾿ αυτὸ το ποτάμι / όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει, / κι όσο ήταν δυνατὸν φαντάστηκα νερό / στα ξεροπόταμα / και παρασύρθηκα. / Όχι δεν είμαι λυπημένη / Σε σωστή ώρα νυχτώνει».
Μούσα της Ποίησης, ο πορτιέρης της αιωνιότητας άνοιξε την πόρτα και σε περιμένει. Το διαβατήριό σου είναι ετοιμασμένο προ πολλού. Καλό σου ταξίδι.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΩΣΑΣ