Το μεγάλο δίδαγμα…

on .

Αν ζούσε σήμερα ο Στέφαν Τσβάιχ, ο γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους Αυστριακός συγγραφέας, δημοσιογράφος και βιογράφος και ξανάγραφε το περίφημο έργο του «Οι Μεγάλες Ώρες της Ανθρωπότητας», θα περιλάμβανε και την Ώρα εκείνη που ο άνθρωπος κατόρθωσε να δαμάσει, κατά τρόπο αξιοθαύμαστο, το αξεπέραστο μέχρι τότε τείχος της βαρύτητας της γης και μπόρεσε να ταξιδέψει στους άλλους πλανήτες. 
Θα προβληματιζόταν ασφαλώς, όπως κάνουμε κι εμείς εδώ και καιρό, για τους λόγους οι οποίοι έκαναν τον άνθρωπο να υποβληθεί σε μια τέτοια διαπλανητική περιπέτεια. Θα προχωρούσε ίσως και στην παραπέρα διερεύνηση της προσφοράς της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου στην βελτίωση της ζωής του ανθρώπου, αλλά θα σταματούσε σ’ αυτή τη γενική διαπίστωση, μη θέλοντας να εξιστορήσει ή μάλλον να διεκτραγωδήσει, τα όσα ακολούθησαν αυτή την πρόοδο, με αποκλειστική βέβαια ευθύνη του δημιουργού της. Και αυτό θα το έκανε για να μην καταληφθεί από το ίδιο συναίσθημα της αηδίας που τον οδήγησε στο οδυνηρό τέλος της ζωής του, το 1942.
Θα άνοιγε έτσι ο δρόμος για το διακεκριμένο ομότεχνό του, τον Άγγλο συγγραφέα Ουέλς, γνωστό ως «πατέρα της επιστημονικής φαντασίας», ο οποίος θα ξανάγραφε το διήγημά του «Μηχανή που τρέχει μέσα στο χρόνο» και θα έβαζε τη μηχανή του -εφοδιασμένη με την πείρα του παρελθόντος- να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς μια μόνο κατεύθυνση, αυτή που είναι στραμμένη στο παρόν και στο μέλλον, για να διαπιστώσει τι τον περιμένει.
Και η πρώτη του διαπίστωση θα ήταν ότι ο κόσμος του πλανήτη, με πρώτο και καλύτερο τον άνθρωπο, κάνοντας κατάχρηση του δημιουργήματός του, δηλαδή της επιστημονικής και τεχνικής προόδου, με βήματα ήδη γοργά, βαδίζει προς την εξαφάνιση, καθώς θα βρισκόταν μπροστά σε μια ατμόσφαιρα με μισοεξαφανισμένο το όζον και το οξυγόνο, μπροστά σε ποτάμια και θάλασσες μολυσμένες από κάθε είδους απόβλητα, μπροστά σε πόλεις φαντάσματα με τους φυσικούς ορμητικούς χείμαρρους μπαζωμένους και χτισμένους με πολυόροφα οικοδομήματα, μπροστά σε πρώην απέραντες δασικές εκτάσεις παραδομένες στην παντοδυναμία της φωτιάς, είτε από τη βουλιμία των καταπατητών, είτε από την ανικανότητα των διοικούντων. 
Θα περνούσε, στη συνέχεια, μπροστά από τα κρεματόρια του Χίτλερ, από το Μνημείο στη Χιροσίμα, όπου κάτω από το «Περιστέρι της Ειρήνης» δεσπόζει η αρχαία ελληνική επιγραφή «Γνώθι Σαυτον», μπροστά από το το ημικατεστραμμένο εργοστάσιο του Τσερνομπίλ, για να «απολαύσει» τις στάχτες των πυρηνικών ολοκαυτωμάτων του 20ού αιώνα, θα σχημάτιζε μια ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στον πλανήτη μας περνώντας από κράτη της Ασίας και της Αφρικής που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, μόνο και μόνο για να ξοδεύσουν -με τη γνωστή μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε»- οι πολεμοκάπηλοι αρχηγίσκοι των Μεγάλων Δυνάμεων τον παραγόμενο οπλισμό τους, στον οποίο στηρίζουν ένα μεγάλο μέρος της ανθηρής οικονομίας τους.
Και θα έκανε και μια προσεκτική βόλτα στις περιβόητες «δομές φιλοξενίας», τις οποίες υποχρεώνονται να στήσουν άλλα, γειτονικά προς τα εμπόλεμα, κράτη για να στοιβάξουν εκεί κατά τρόπο απάνθρωπο τα θύματα αυτής της θηριωδίας των ισχυρών του κόσμου -τους πρόσφυγες και τους μετανάστες- με τις «φιλανθρωπικές» ενισχύσεις των υπεύθυνων αυτής της κατάστασης.
Και πριν ολοκληρώσει το πολυπόθητο ταξίδι του, θα επιθυμούσε ασφαλώς να έχει μια εποπτική εικόνα του σημερινού κόσμου, περιοδεύοντας όλες τις χώρες για να θαυμάσει τα κάθε λογής δημιουργήματα αυτού του υπέροχου δημιουργού που ακούει στο όνομα άνθρωπος. Και θα αντίκριζε ένα θέαμα οικτρό, καθώς θα περιόδευε σε, άλλοτε πολυσύχναστες, ερημωμένες σήμερα πόλεις, βλέποντας ότι οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο βρίσκονται κλεισμένοι στα σπίτια τους ή διασωληνωμένοι στα νοσοκομεία, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να επιβιώσουν.
Θα άκουγε ταυτόχρονα τους άλλοτε ισχυρούς ηγεμονίσκους του κόσμου, «δειλούς, μοιραίους και άβουλους αντάμα» να διακηρύττουν ότι «βρισκόμαστε σε συνθήκες παγκόσμιου πολέμου», χωρίς να είναι σε θέση ακόμα να γνωρίζουν, όπως δε γνωρίζει και η ίδια η επιστήμη, ποιος είναι αυτός ο αόρατος εχθρός που έχει κηρύξει αυτόν τον πόλεμο. Απλώς, προς το παρόν, γνωρίζουν το όνομα του.
Και γεμάτος απογοήτευση για τον πρώην παντοδύναμο άνθρωπο, αυτός ο παράξενος ταξιδιώτης του Ουέλς, θα γύριζε, με τη μηχανή του, στην αφετηρία του ταξιδιού του και θα προσπαθούσε να καταλήξει και να αξιολογήσει τα συμπεράσματά του, εξάγοντας και το συναφές δίδαγμα που θα ήθελε να μεταφέρει στους συνανθρώπους του για το τι τους περιμένει στο μέλλον, αν ακολουθήσουν την ίδια μέχρι σήμερα τακτική τους.
Όπως μας διαβεβαιώνουν οι ειδικοί επιστήμονες «μόνο η μικρή εύθραυστη Γη, μέσα στο απέραντο πλανητικό μας σύστημα, έχει το προνόμιο της ζωής. Αυτό το ουράνιο σώμα κινδυνεύει από το πιο εξελιγμένο όνομα του ζωικού του κόσμου και ενώ η ανθρωπότητα έχει υποχρέωση να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα την επερχόμενη καταστροφή, ο άνθρωπος -δηλαδή όλοι εμείς- αδιαφορεί».
Ο άνθρωπος βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Θα παύσουμε να υπάρχουμε αν δε γίνουμε άνθρωποι. Αυτό ακριβώς μας διδάσκει και ο αρχαίος μύθος: Πηγαίνοντας προς τη Θήβα ο Οιδίποδας συνάντησε τη Σφίγγα που του έθεσε το αδυσώπητο ερώτημα: «Τι έστιν ο τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίγνεται». Και εκείνος, ύστερα από σκέψη, απάντησε: «Ο άνθρωπος»! Στο άκουσμα της λέξης άνθρωπος -μας λέει ο μύθος- το τρομερό εκείνο τέρας εξαφανίστηκε. 
Είναι πολλά τα τέρατα που έχουμε να εξαφανίσουμε. Αν δεν το πράξουμε, θα μας εξαφανίσουν εκείνα. Αυτό δεν μας το διδάσκει μόνο ο αρχαίος μύθος, μας το διδάσκει και ο σύγχρονος κορονοϊός.

ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ