Οι Έλληνες Γιατροί!..

on .

...Οι Έλληνες γιατροί στις μέρες μας, με την κατάρτισή τους και την αυτοθυσία τους «ξελάσπωσαν» το υγειονομικό μας σύστημα από τις διαχρονικές του ελλείψεις και αδυναμίες και έγιναν αντικείμενο θαυμασμού εντός και εκτός Ελλάδας...

Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η πανδημία του κορωνοϊού δοκίμασε στο έπακρο τις αντοχές όλων σχεδόν των κρατών της υφηλίου! Προσωπικά δεν θα ασχοληθώ σήμερα με τις υγειονομικές, ψυχο-κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνέπειες της παγκόσμιας αυτής κρίσης, αλλά ξεκινώντας από την προσφορά και τη διεθνή παρουσία των Ελλήνων γιατρών στην πανδημία του κορωνοϊού, θα διατυπώσω σκέψεις και προβληματισμούς για τις διαχρονικές στρεβλώσεις που σχετίζονται με τον αριθμό των γιατρών που απαιτούνται για τις ανάγκες της χώρας μας και τη λειτουργία των Πανεπιστημιακών Κλινικών στα Κρατικά Νοσοκομεία.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που τις ημέρες αυτές μου εκμυστηρεύθηκαν ότι εντυπωσιάσθηκαν από την καθημερινή τηλεοπτική παρουσία Ελλήνων γιατρών απ' όλες τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και τις Η.Π.Α. Γνωρίζαμε, μου είπαν, ότι υπάρχουν Έλληνες γιατροί στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά δεν περιμέναμε να υπάρχουν τόσοι πολλοί και σε τέτοια πόστα. Τους εξήγησα ότι, αυτό που είδαν ήταν μόνο το «ορατό τμήμα του παγόβουνου», γιατί εμφανίζονταν στους δέκτες  μόνον εκείνοι οι Έλληνες γιατροί, που είχαν ειδικότητα σχετιζόμενη με τον κορωνοϊό, δηλαδή εντατικολόγοι, πνευμονολόγοι, παθολόγοι-λοιμωξιολόγοι, καρδιολόγοι, αναισθησιολόγοι και επιδημιολόγοι... Εάν στους γιατρούς των παραπάνω ειδικοτήτων προσθέσετε τους γιατρούς των χειρουργικών ειδικοτήτων (γεν. χειρουργούς, θωρακοχειρουργούς, αγγειοχειρουργούς, καρδιοχειρουργούς, ορθοπεδικούς, ουρολόγους, γυναικολόγους, παιδοχειρουργούς, πλαστικούς χειρουργούς, ΩΡΛ, οφθαλμιάτρους, νευροχειρουργούς), τους Εργαστηριακούς γιατρούς (μικροβιολόγους, βιοχημικούς, ακτινολόγους, ακτινοθεραπευτές, αιματολόγους, ακτινοφυσικούς-πυρηνικής ιατρικής), τους νευρολόγους, ψυχιάτρους, παιδιάτρους, γιατρούς εργασίας κ.α. τότε θα διαπιστώσετε ότι, υπάρχουν χιλιάδες  Έλληνες γιατροί σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και στις Η.Π.Α.
Ένα άλλο στοιχείο που τράβηξε την προσοχή του τηλεοπτικού κοινού ήταν το κύρος των ιδρυμάτων (Πανεπιστήμια, Νοσοκομεία) στα οποία εργάζονταν οι Έλληνες γιατροί. Έτσι, από τη Βρετανία παρήλασαν γιατροί από τα Πανεπιστήμια - Νοσοκομεία των: Cambridge, Oxford, Hammersmith, LSE, Imperial College, B’ham  Univ. Hosp. κ.α., από τη Γαλλία (Πανεπιστήμιο Παρισίων), από τη Γερμανία (Max Planck), από την Ισπανία (Νοσοκομεία Μαδρίτης, Καταλωνίας), από την Ιταλία (Νοσοκομεία Ρώμης - Λομβαρδίας), από τη Σουηδία (Karolinska) και από τις ΗΠΑ (Harvard, Stanford, MIT, Columbia, Yale κ.α.).
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, καλούμαστε να απαντήσουμε σε κάποια ερωτήματα που εύλογα δημιουργούνται, όπως π.χ.: Ποιά άλλη χώρα του μεγέθους της Ελλάδας  έχει εξαγάγει τόσους πολλούς γιατρούς επιπέδου σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής; Αv πάρουμε μια Ευρωπαϊκή χώρα μεγέθους Ελλάδας, π.χ. το Βέλγιο, και αναζητήσουμε να βρούμε πόσοι Βέλγοι γιατροί εργάζονται στη Βρετανία, από προσωπική πείρα σας διαβεβαιώνω ότι, δυόμισι χρόνια στη Βρετανία δεν συνάντησα ούτε ένα Βέλγο γιατρό. Εδώ θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι, όλες οι παραπάνω χώρες «υποδοχής» δεν είναι εύκολες στην αποδοχή και ένταξη των ξένων γιατρών στο Πανεπιστημιακό και Νοσοκομειακό τους σύστημα. Ο κάθε υποψήφιος θα πρέπει να περάσει από πολύ απαιτητικές, ενίοτε σκληρές, δοκιμασίες. Και όμως, οι Έλληνες υποψήφιοι τα καταφέρνουν(!), και, αφού τα καταφέρνουν, το επόμενο ερώτημα είναι να δούμε, ποιοί είναι αυτοί οι Έλληνες γιατροί; Από μια ανεπίσημη έρευνα που είχε γίνει στη Βρετανία, από υπηρεσίες που διαχειρίζονται τη συμπλήρωση των κενών θέσεων του Βρετανικού ΕΣΥ (NHS), βρέθηκε ότι, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων γιατρών της Βρετανίας είναι απόφοιτοι των Ελληνικών Ιατρικών Σχολών(!). 
Ως γνωστόν, ανέκαθεν οι Ιατρικές Σχολές της Ελλάδας έπαιρναν από τον «αφρό» των αποφοίτων των Λυκείων, τόσο με το παλαιότερο σύστημα του σταθερού αριθμού εισακτέων, όσο και με το νεώτερο των βάσεων. Εδώ όμως, αναδεικνύεται «εκ του αποτελέσματος» o ρόλος των Ιατρικών Σχολών στην κατάρτιση των μελλοντικών γιατρών. Ο «ήρωας» των ημερών που περνάμε, Καθηγητής Τσιόδρας, ξεκίνησε ως φοιτητής από την Ιατρική Σχολή των Ιωαννίνων και μετά δύο χρόνια έκανε μεταγραφή στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ. Στη συνέχεια, ήταν ο μοναδικός ξένος υπότροφος στο Harvard και... στο ραντεβού του με την Ιστορία... πήρε τη σωστή απόφαση και έσωσε χιλιάδες ζωές! Και τότε ξαφνικά ανακαλύψαμε τους Έλληνες γιατρούς, εντός και εκτός Ελλάδας. Και τότε αντιληφθήκαμε «εκ του αποτελέσματος», ότι οι Ιατρικές Σχολές της Ελλάδας κάνουν πολύ σωστά τη δουλειά τους... Οι Έλληνες γιατροί στις μέρες μας, με την κατάρτισή τους και την αυτοθυσία τους «ξελάσπωσαν» το υγειονομικό μας σύστημα από τις διαχρονικές του ελλείψεις και αδυναμίες  και έγιναν αντικείμενο θαυμασμού εντός και εκτός Ελλάδας...
Ανακεφαλαιώνοντας  τα παραπάνω  και επιχειρώντας μια βαθύτερη προσέγγιση, μπαίνω στον πειρασμό να διερωτηθώ: Γιατί θα πρέπει η «μνημονιακή» Ελλάδα να συνεχίσει  να τροφοδοτεί «δωρεάν» τις ανεπτυγμένες χώρες της υφηλίου με γιατρούς επιπέδου; O κάθε απόφοιτος μιάς Ιατρικής Σχολής της Ελλάδας, αποτελεί μια κρατική επένδυση σε δύσκολους καιρούς και εύλογα η Πολιτεία αναμένει την «απόσβεση» της επένδυσης με την προσφορά  υπηρεσιών εκ μέρους του γιατρού προς το κοινωνικό σύνολο. Αντ' αυτού τι έχουμε μέχρι σήμερα; Αρκετοί από τους νέους γιατρούς, συνήθως από τους ικανότερους, εγκαθίστανται σε ξένες χώρες. Οι λόγοι είναι κατά βάση λόγοι αξιοπρεπούς και ασφαλούς επαγγελματικής αποκατάστασης σε εργασιακό περιβάλλον υψηλού επιπέδου. Οι γιατροί αυτοί, πέραν του εθνικού γοήτρου, δεν προσφέρουν πλέον στην Ελλάδα και δεν έχουν «αποσβέσει» την επένδυση που αντιπροσωπεύουν. 
Συνεχίζω να διερωτώμαι... Θα πρέπει να συνεχίσουμε και στα δύσκολα χρόνια που διανύουμε το ίδιο μοτίβο παραγωγής γιατρών ή θα πρέπει να προσαρμόσουμε την παραγωγή τους στις πραγματικές ανάγκες της χώρας; Εάν συμπεριλάβω τα χρόνια φοίτησής μου στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, έχω ζήσει το Ελληνικό Πανεπιστήμιο, χωρίς υπερβολή, για μισό αιώνα, αλλά δεν θυμάμαι όλα αυτά τα χρόνια, να έχει γίνει μια σοβαρή συζήτηση για τον αριθμό των γιατρών που χρειάζεται η χώρα. Αντ' αυτού το Υπουργείο Παιδείας κάθε χρόνο αποφάσιζε (με ποιά κριτήρια;) τον αριθμό των εισακτέων στις Ιατρικές Σχολές, ο οποίος πάντα ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό τον οποίο είχε δηλώσει η κάθε Ιατρική Σχολή ότι μπορούσε να εκπαιδεύσει... Και επαναλαμβάνω: Θα πρέπει να συνεχίσουμε έτσι; Νομίζω ότι κάθε καλόπιστος θα συμφωνούσε ότι το πρώτο βήμα πρέπει να είναι να βρούμε, με διεξοδική συζήτηση, πόσους γιατρούς χρειάζεται η χώρα, όχι για «εξαγωγή», αλλά για τις ανάγκες της.
Το δεύτερο βήμα θα πρέπει να είναι η κάλυψη των πραγματικών αναγκών των Ιατρικών Σχολών και η «κατοχύρωση» της παρουσίας τους στα Κρατικά-Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία. Μέχρι σήμερα η συνύπαρξη των Ιατρικών Σχολών στα Κρατικά Νοσοκομεία κάθε άλλο παρά «βελούδινη» υπήρξε. Προσωπικά έχω αναφέρει και με άλλη ευκαιρία ότι, η αίτηση της Χειρουργικής Κλινικής προς τη Διοίκηση του Παν/κού Νοσοκομείου για τη διοικητική ίδρυση και εγκατάσταση Μονάδας Μεταμοσχεύσεων, κρατήθηκε για δύο και πλέον χρόνια (!) μέχρι να διαβιβασθεί στο Υπουργείο Υγείας. Το γεγονός αυτό «έβγαλε από τα ρούχα του» τον τότε Πρόεδρο του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων, ο οποίος σε ομιλία του στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών την ημέρα της «Δωρεάς οργάνων», απευθυνόμενος στον παριστάμενο Διοικητή του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, είπε δημοσία και επί λέξει τα εξής: «Κύριε Διοικητά, γνωρίζω ότι γίνομαι φορτικός, αλλά επιτέλους διαβιβάστε την αίτηση της Χειρουργικής στο Υπουργείο για να προχωρήσουμε στην ίδρυση της Μονάδας Μεταμοσχεύσεων».
Θα μπορούσα εδώ να αναφερθώ και σε άλλα «ατυχή» περιστατικά από την προσωπική μου εμπειρία, αν δεν διέτρεχα τον κίνδυνο να θεωρηθώ πάγια «μη συνεργάσιμος» με τις διορισμένες διοικήσεις του Νοσοκομείου. Θα ευχόμουν, ειλικρινά, να ίσχυε η μόλις διατυπωθείσα μομφή προς το πρόσωπό μου, αλλά ατυχώς τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τα ίδια προβλήματα υποβόσκουν σε όλη την επικράτεια, σε βαθμό που οδήγησαν δύο εκλεκτούς συναδέλφους της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ (Ευστ. Ευσταθόπουλος, Δημ. Μπούμπας) να προτείνουν «Ειδικό Οργανισμό λειτουργίας για τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία» (Καθημερινή, 26-01-2020). Η πρότασή τους, αξιοπρόσεκτη και καινοτόμος, εστιάζεται στη συνδιοίκηση των Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων, με διακριτή ακαδημαϊκή εκπροσώπηση στα συμβουλευτικά όργανα. Μια ακόμη καινοτομία της πρότασης είναι η αμφίδρομη κυκλοφορία Πανεπιστημιακών και γιατρών ΕΣΥ, ώστε να επιτυγχάνεται «διάχυση» της γνώσης και άνοδος του επιπέδου αμφοτέρων. 
* * * 
Όλα τα παραπάνω τα αναφέρω χωρίς «φόβο και πάθος», αλλά με την ελπίδα ότι στις μέρες μας κάτι μπορεί να γίνει, γιατί διαφαίνεται μια ευνοϊκή πολιτική συγκυρία: H Yπουργός Παιδείας, που προέρχεται από τον ακαδημαϊκό χώρο, δίδει καθημερινά δείγματα αποφασιστικότητας, εργατικότητας και αποτελεσματικότητας. Από την άλλη πλευρά, ο Υπουργός Υγείας, που είναι γιατρός, προερχόμενος από το Ελληνικό υγειονομικό σύστημα, έχει δημιουργήσει θετικές εντυπώσεις με την «αθόρυβη» συμμετοχή του στην  αριστοτεχνική διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού. Αλλά και στην απέναντι όχθη, της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εντύπωση προκάλεσε η υπεύθυνη και σθεναρή στήριξη της επιλογής Τσιόδρα  από τον πρώην Υπουργό Υγείας  Ανδρέα Ξανθό. 
Δεν μένει παρά να ευχηθούμε ότι όλοι μαζί να μπορέσουν να δώσουν λύση στα προβλήματα που προανέφερα, γιατί αυτό απαιτεί το συμφέρον της χώρας.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΠΠΑΣ