Δυόμιση χιλιάδες χρόνια από τη Ναυμαχία Σαλαμίνας!

on .

Μετά τη μάχη των Θερμοπυλών και τη «νίκη» του Ξέρξη με τη βοήθεια του Εφιάλτη ο περσικός στρατός συνέχισε την πορεία του στο εσωτερικό της Ελλάδας, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση. Πέρασε τη Βοιωτία και έφθασε στην Αθήνα.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, πριν φθάσουν στην Αθήνα οι Πέρσες, οι Αθηναίοι έδειξαν όλο το ψυχικό τους μεγαλείο. Επειδή δεν μπορούσαν μόνοι τους να εμποδίσουν την προέλαση του Ξέρξη, αποφάσισαν με συμβουλή του Θεμιστοκλή να εγκαταλείψουν την πόλη και με κατήφεια και θλίψη επιβιβάστηκαν στα πλοία. Σπαρακτική ήταν η σκηνή της γενικής εξόδου των γυναικών, των παιδιών και των γερόντων, οι οποίοι έφευγαν ως πρόσφυγες στα κοντινά νησιά. Οι μάχιμοι άνδρες έμειναν στα πλοία.
Όταν ρώτησαν το Μαντείο των Δελφών η Πυθία απάντησε: «Η πόλη θα σωθεί από τα ξύλινα τείχη». Ξύλινα τείχη εννοούσε τα πλοία, όμως, λίγοι Αθηναίοι γέροντες παρερμήνευσαν το χρησμό και οχύρωσαν πρόχειρα με ξύλινο φράγμα την Ακρόπολη και κλείστηκαν εκεί.
Οι ολίγοι αυτοί υπερασπιστές υπέκυψαν στο πλήθος των Περσών σε λίγες μέρες. Οι Πέρσες λεηλάτησαν την πόλη και έκαψαν τα πάντα. Οι Αθηναίοι με συντριβή ψυχής παρακολουθούσαν την καταστροφή της πόλης τους.
Στο μεταξύ ο Θεμιστοκλής συμβούλεψε τους Αθηναίους λέγοντας ότι ξύλινα τείχη το Μαντείο εννοεί τα πλοία. Τότε, αποφάσισαν όλοι οι Αθηναίοι, όσοι μπορούσαν να φέρουν όπλα να μπουν στα πλοία, για να αγωνιστούν στη θάλασσα για την πατρίδα τους και για όλη την Ελλάδα.
Ο περσικός στόλος, αφού πέρασε γύρω από την Εύβοια και το Σούνιο, στάθμευσε στο Φάληρο.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα το γεγονός ότι για πρώτη φορά το ελληνικό έθνος παρουσιάστηκε ενωμένο σε μια δύναμη. Αθηναίοι και Σπαρτιάτες συγκάλεσαν πανελλήνιο συνέδριο στον Ισθμό της Κορίνθου με σκοπό να οργανώσουν κοινή αντίσταση κατά του εχθρού. Όλες σχεδόν οι ελληνικές πόλεις έστειλαν αντιπροσώπους, οι οποίοι αποφάσισαν να καταπαύσουν τις φιλονικίες και όλοι ενωμένοι να πολεμήσουν τους βαρβάρους.
Ο κοινός κίνδυνος ξύπνησε στις ψυχές τους το αίσθημα της κοινής καταγωγής και του ενιαίου συμφέροντος της Ελλάδας. Για να επιτύχει, όμως, η ένωση αυτή, οι Αθηναίοι θυσίασαν τα πρωτεία τους. Δέχτηκαν να γίνουν οι Σπαρτιάτες αρχηγοί του αγώνα όχι μόνο στην ξηρά, αλλά και στη θάλασσα, μολονότι οι Αθηναίοι είχαν τον ισχυρότερο στόλο.
Οι Σπαρτιάτες ήταν πατριώτες αποφασισμένοι να θυσιάσουν τη ζωή τους, όπως το απέδειξαν και στις Θερμοπύλες. Όμως ήταν υπερβολικά εγωιστές. Δεν δέχονταν σε καμιά περίπτωση να έχουν άλλους αρχηγούς. Ο Μ. Αλέξανδρος πριν αρχίσει την εκστρατεία κατά των Περσών, συγκάλεσε συνέδριο στον Ισθμό της Κορίνθου και ζήτησε από όλους τους Έλληνες να τον ακολουθήσουν. Μόνο οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν λέγοντας ότι είναι παράδοση σ’ αυτούς να άρχουν και όχι να άρχονται από άλλους…
Μετά την πρώτη νίκη του στο Γρανικό ποταμό έστειλε στην Αθήνα τριακόσιες ασπίδες από τα λάφυρα των Περσών και έδωσε εντολή να τις αφιερώσουν στον Παρθενώνα με την επιγραφή: «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων, από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων». Αυτό το «Πλην Λακεδαιμονίων» έμεινε παροιμιώδες…
Εδώ πρέπει να εξάρουμε την αξιοπρεπή στάση των Αθηναίων, οι οποίοι για τη σωτηρία της πατρίδας θυσίασαν όλα τα πρωτεία…
Όταν ο περσικός στόλος στάθμευσε στο Φάληρο, οι ναύαρχοι του ελληνικού στόλου στη Σαλαμίνα έκαναν πολεμικό συμβούλιο, για να αποφασίσουν τι έπρεπε να κάνουν στην κρίσιμη αυτή στιγμή. Ευθύς εξ αρχής προέκυψαν διαφωνίες.
Οι Πελοποννήσιοι πρότειναν να πάνε με το στόλο (να πλεύσουν) στον Ισθμό, όπου ήταν ο στρατός και εκεί να περιμένουν τον εχθρικό στόλο. Πρόβαλαν το επιχείρημα ότι, αν αγωνίζονταν στη Σαλαμίνα και νικώνταν, κινδύνευαν να αποκλειστούν στο νησί της Σαλαμίνας. Ο Θεμιστοκλής αντίθετα υποστήριξε, ότι έπρεπε να ναυμαχήσουν στο στενό της Σαλαμίνας. Στο μικρό χώρο του στενού ο περσικός στόλος δεν θα είχε την ευχέρεια να αναπτυχθεί και τα βαριά και δυσκίνητα πλοία του δεν θα μπορούσαν εύκολα να κινηθούν.
Στην έξαψη της συζήτησης, διηγείται ο Πλούταρχος, ο Ευρυβιάδης εσήκωσε την ράβδον του, διά να κτυπήσει τον Θεμιστοκλή. Ο Αθηναίος ναύαρχος ατάραχος τον εκράτησε ακίνητον με την ήρεμη απάντησή του: «Πάταξον μεν, άκουσον δε».
Είχε πλέον νυχτώσει και η απόφαση ακόμη δεν είχε ληφθεί. Ο Ξέρξης, με την ιδέα ότι συνέφερε σ’ αυτόν να κλείσει τους Έλληνες στο στενό της Σαλαμίνας και να καταστρέψει όλα τα πλοία τους, διέταξε το στόλο του την ίδια νύχτα να κυκλώσει τους Έλληνες. Τα περσικά πλοία απέκλεισαν το στενό και παρατάχτηκαν σε μάχη.
Προς συμπλήρωση μάλιστα του αποκλεισμού απόσπασμα περσικού στρατού κατέλαβε την Ψυττάλεια, ένα μικρό νησάκι μεταξύ Σαλαμίνας και Πειραιά. Στην απόφαση αυτή του Ξέρξη έπαιξε ρόλο ένα έξυπνο σχέδιο του Θεμιστοκλή. Για να εξαναγκάσει τους Έλληνες να παραμείνουν και να ναυμαχήσουν στο στενό της Σαλαμίνας, έστειλε στο μεγάλο βασιλιά, που είχε στήσει το θρόνο του στο Αιγάλεω, επιστολή με το δούλο του Σίκιννο, Έλληνα από την Ασία, ο οποίος γνώριζε την περσική γλώσσα.
Στην επιστολή συμβούλευε, δήθεν φιλικά, τον Ξέρξη να κινηθεί γρήγορα, για να αποκλείσει τον ελληνικό στόλο στο στενό της Σαλαμίνας, γιατί οι Έλληνες ναύαρχοι σκέπτονται να αποπλεύσουν και να φύγουν… Πού να φανταστεί ο Ξέρξης ότι ο Θεμιστοκλής τον οδηγούσε σε θανάσιμη παγίδα.
Ήταν ήδη μεσάνυχτα και η συζήτηση στο πολεμικό συμβούλιο των Ελλήνων συνεχίζονταν με πολύ θόρυβο, όταν ξαφνικά ο εξόριστος Αριστείδης ζήτησε να δει τον Θεμιστοκλή. Από την Αίγινα, όπου ήταν εξόριστος, είχε παρακολουθήσει τις κινήσεις των Περσών και τον είχε κυριέψει η ανησυχία. Με ένα μικρό πλοιάριο κατόρθωσε να διαφύγει την προσοχή των εχθρών και να φθάσει στη Σαλαμίνα. Αμέσως παρουσιάστηκε στο Θεμιστοκλή και του ανακοίνωσε όσα είδε. Οι δύο μεγάλοι πολιτικοί αντίπαλοι Αριστείδης και Θεμιστοκλής λησμόνησαν τότε την παλαιά έχθρα και αποφάσισαν να συνεργαστούν, για να σώσουν την πατρίδα που κινδύνευε.
Έτσι, οι Έλληνες αναγκάστηκαν να ναυμαχήσουν στο στενό της Σαλαμίνας. Άρχισαν λοιπόν να παίρνουν κατάλληλες θέσεις απέναντι στην περσική παράταξη.
Στους πρόποδες του απέναντι της Σαλαμίνας όρους Αιγάλεω περιστοιχισμένος από τα άριστα περσικά τάγματα καθόταν σε αργυρόποδα θρόνο ο Ξέρξης, για να επιβλέπει τον αγώνα από κοντά.
Η πρωία της επομένης ημέρας, 22ας Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. βρήκε τους εχθρικούς στόλους αντιμέτωπους. Ο ελληνικός στόλος είχε 300 πλοία, από τα οποία τα 180 αθηναϊκά, ο δε περσικός στόλος είχε 1.000 πλοία.
Πρώτοι επιτέθηκαν οι Έλληνες. Ο Ευρυβιάδης έδωσε το σύνθημα και οι σάλπιγγες το επανέλαβαν. Ολόκληρη η ελληνική παράταξη κινήθηκε προς τα εμπρός, ενώ τα πληρώματα έψαλλαν τον πολεμικό παιάνα: Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη θήκας τε προγόνων· νυν υπέρ πάντων αγών.
Δεν είχαν προχωρήσει πολύ τα ελληνικά σκάφη και τα περσικά πλοία υπό τους αλαλαγμούς των πληρωμάτων κινήθηκαν εναντίον τους. Ο ελληνικός στόλος άρχισε τότε να υποχωρεί οι ναύτες κωπηλατούσαν με δύναμη προς τα πίσω προσπαθώντας να παρασύρουν τους Πέρσες στο στενό. Όταν είδαν οι Έλληνες, ότι το σχέδιό τους πέτυχε, πρώτοι οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στα φοινικικά πλοία και κατόπιν όλος ο ελληνικός στόλος επιτέθηκε κατά του περσικού. Η ναυμαχία γενικεύτηκε σε όλη τη γραμμή.
Οι άνδρες του περσικού στόλου αγωνίστηκαν γενναιότατα, αλλά έπαθαν σύγχυση και ταραχή. Ο χώρος ήταν στενός και τα μεγάλα πλοία τους δυσκολεύονταν στις κινήσεις τους. Σε πολλές περιπτώσεις έπεφτε το ένα πάνω στο άλλο. Τα ελληνικά πλοία αντίθετα ήταν μικρά και ευκίνητα, οι δε Έλληνες αγωνίζονταν με μεγάλη τέχνη και ασύγκριτο ηρωισμό.
Πρώτοι υπερίσχυσαν οι Αθηναίοι στην αριστερή πτέρυγα και έτρεψαν σε φυγή τους απέναντί τους Φοίνικες, οι οποίοι παρέσυραν και τον υπόλοιπο περσικό στόλο. Σε διάστημα λίγων ωρών το στενό της Σαλαμίνας γέμισε από συντρίμματα και ναυάγια. Οι Πέρσες έφυγαν πανικόβλητοι. Ήταν μάλιστα τόση η αταξία και η σύγχυση και η σπουδή κατά τη φυγή τους, ώστε εγκατέλειψαν στη νήσο Ψυττάλεια το περσικό απόσπασμα που είχαν αποβιβάσει την προηγούμενη ημέρα. Το ίδιο βράδυ ο Αριστείδης με λίγους Αθηναίους οπλίτες αποβιβάστηκαν στο νησάκι και το εξόντωσε. Είχε πλέον νυχτώσει και το φως της σελήνης έλαμψε σαν φωτοστέφανο στα μέτωπα των νικητών. Ο μισός σχεδόν περσικός στόλος είχε καταστραφεί. Η περίλαμπρη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα, η οποία οφείλονταν κυρίως στο στρατηγικό δαιμόνιο του Θεμιστοκλή, είχε κρίνει οριστικά τον αγώνα.
Ο Ξέρξης καταλήφτηκε από τρόμο και αγωνία μετά την καταστροφή του στόλου του στη Σαλαμίνα. Φοβήθηκε μήπως οι Έλληνες νικήσουν και τον υπόλοιπο στόλο του και τον αποκλείσουν στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και αποφάσισε να φύγει. Σ’ αυτό συντέλεσε και ο Μαρδόνιος, ο οποίος ακολουθούσε τον Ξέρξη και τον διαβεβαίωσε, ότι μπορούσε αυτός να υποτάξει την Ελλάδα μόνο με 300.000 εκλεκτό στρατό. Έδωσε λοιπόν ο Ξέρξης εντολή στο στόλο του να πλεύσει στον Ελλήσποντο, για να σώσει τις γέφυρες, τις οποίες υπήρχε φόβος να καταστρέψουν οι Έλληνες. Ο ίδιος αναχώρησε με το υπόλοιπο στράτευμα.
Τον επόμενο χρόνο 479 π.Χ., ο στρατός του Μαρδόνιου καταστράφηκε στη μάχη των Πλαταιών!..
Ο μεγαλύτερος τραγικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας Αισχύλος έγραψε την τραγωδία «Πέρσαι». Στην τραγωδία αυτή ο Αισχύλος δείχνει την επάνοδο στα Σούσα του ηττημένου Ξέρξη. Η θεμελιώδης ιδέα του δράματος είναι ότι οι θεοί τιμωρούν την αλαζονική συμπεριφορά του ανθρώπου (ύβριν). Τη νίκη των Ελλήνων ο ποιητής παρουσιάζει ως θεία τιμωρία των Περσών για τα αλαζονικά φρονήματα του ηγεμόνα τους.
Χορηγός της τραγωδίας αυτής ήταν ο εικοσάχρονος τότε Περικλής. Οι «Πέρσες» είναι το μοναδικό στη λογοτεχνία μεγάλο ιστορικό δράμα, που πραγματεύεται ένα γεγονός σύγχρονο. Και μάλιστα από αυτόπτη μάρτυρα ο οποίος έζησε από πολύ κοντά, πολεμώντας ο ίδιος, τη συντριβή του περσικού στόλου και τον αφανισμό του περσικού στρατού.
Την περιγραφή του ολέθρου αυτού που έμοιαζε με θεομηνία, τη δίνει στο χορό των γερόντων της τραγωδίας. Ο πέρσης αγγελιοφόρος με έξοχη δραματική αναπαράσταση δίνει την εικόνα της καταστροφής στους γέροντες που άφησε ο Ξέρξης αντικαταστάτες του όταν έφυγε.
Η υλική υπεροπλία της μεγαλοδύναμης ασιατικής αυτοκρατορίας αναμετριέται με την πνευματική υπεροχή των Ελλήνων και τσακίζεται. Η ύβρις πληρώνεται ακριβά, το ξεπέρασμα του μέτρου, η παραβίαση της δικαιοσύνης. Οι θεμελιακές φιλοσοφικές αρχές του Αισχύλου βρίσκουν στο έργο αυτό την αξία της δικαιοσύνης.
Ένα μέγιστο μάθημα, διδαγμένο από το φοβερό πάθημα του Ξέρξη, θα θέλησε να δώσει στους Αθηναίους και τους ηγέτες τους την ώρα του θριάμβου τους ο μαντικός νους του Αισχύλου.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ