Υποκείμενα «νοσήματα» και υπερκείμενος «θάνατος»: Μαθητεύοντας στο κακό...

on .

 Επειδή «ουδέν κακόν αμιγές καλού» (και αντίστροφα), κανένα δηλαδή από τα δύο, ούτε το κακό ούτε το καλό, δεν είναι αμιγώς αυτό που δηλώνει, με το σημερινό επιφυλλιδικό μας σημείωμα θα επιχειρήσουμε, από το μεγάλο κακό της πανδημίας του κορωνοϊού, που αίφνης μας ενέσκηψε καλύπτοντας με ένα τεράστιο πέπλο τρόμου, ανασφάλειας και αβεβαιότητας για το μέλλον ολόκληρη την ανθρωπότητα, να ανασύρουμε τα όποια θετικά στοιχεία υπάρχουν, προκειμένου ως άτομα και ως συλλογικότητες, να τα αξιοποιήσουμε στον μεγαλύτερο

δυνατό βαθμό. Ένα είδος μαθητείας στο κακό. Με μία προϋπόθεση, αρκεί να είμαστε δεκτικοί στη μάθηση, «καλοί μαθητές» δηλαδή.
Και το πρώτο «μάθημα» που πρέπει να πάρουμε οι άνθρωποι είναι η συναίσθηση και κατανόηση της πολυτιμότητας του αγαθού της υγείας. Μια παλιά κινέζικη παροιμία θα μας δώσει περιγραφικά την αξία της λέγοντας πως όλα τα αγαθά στη ζωή είναι «μηδενικά» και κείνο που τους δίνει αξία, αυτό δηλαδή που τα νοηματοδοτεί, είναι η «μονάδα», αποδίδοντάς την στην υγεία. Έτσι: περιουσίες και πλούτη και αξιώματα και τιμές και δόξα, και οτιδήποτε άλλο, είναι μηδενικά, δίχως καμία αξία, χωρίς τη μονάδα, την υγεία δηλαδή. Απεναντίας, έχουν πολλαπλασιαστική αξία, όταν υπάρχει εκείνη. Το δεύτερο που πρέπει να μάθουμε είναι να αντιληφθούμε πόσο εύθραυστη είναι η υγεία μας, πόσο κοντά είναι με την αρρώστια. Ο μεγάλος τραγικός της αρχαιότητας Αισχύλος έλεγε πως υγεία και αρρώστια είναι γείτονες μεσότοιχοι («υγείας νόσος γαρ γείτων οικότοιχος»). Αντί, επομένως, να τη θυμόμαστε κάθε φορά που τη χάνουμε -γνωστό ότι το καλύτερο μέτρο αξιολόγησης ενός πράγματος είναι η στέρησή του- και «αντί», όπως εύστοχα επισημαίνει ο πατέρας της Ιατρικής Ιπποκράτης «να προσευχόμαστε στους θεούς γι’ αυτή, καλύτερο και χρησιμότερο είναι να φροντίζουμε από τα πριν για να την έχουμε», θέτοντας το τεράστιο κεφάλαιο της πρόληψης.
Ο «κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση» βιασμός της φύσης τις τελευταίες δεκαετίες στο όνομα του κέρδους και της άπληστης καταναλωτικής συμπεριφοράς, της υπερκατανάλωσης δηλαδή (και όχι του «υπερκαταναλωτισμού», όπως κατά κόρον ακούγεται και γράφεται από τους εκφέροντες δημόσιο λόγο, δεδομένου ότι η κατάληξη –ισμός, ως δηλώνουσα πλησμονή, αποδίδει ήδη την υπερβολή), δεν είναι ούτε «αναίμακτος» ούτε, φυσικά, ανώδυνος για την ανθρώπινη υγεία. Η φύση νοσεί βαριά και μόνο οι τυφλωμένοι από τους οικονομικούς δείκτες και την «ευημερία» των αριθμών ηγέτες, απελπιστικά κατώτεροι των περιστάσεων, δεν το βλέπουν και δεν το αντιλαμβάνονται, τυφλοί «τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τα τ’ όμματα», «τυφλοί» στ’ αυτιά, στο νου και στα μάτια, κατά την αρχαία αντίληψη.
Στο «μάθημα», τώρα, της αλληλεγγύης, ενώ προφορικά, ως άνθρωποι και ιδιαίτερα ως πολιτικοί ηγέτες, ακόμη και ως διεθνείς οργανισμοί, τα πάμε περίφημα, έχοντας θαυμαστές επιδόσεις, με αξιοζήλευτα ρητορικά σχήματα και διαπρύσιους λόγους και διακηρύξεις, στην πράξη μένουμε ανεξεταστέοι και τις περισσότερες φορές στάσιμοι, προτάσσοντας σε κάθε περίπτωση το προσωπικό έναντι του συλλογικού συμφέροντος. Η Αυτού Μεγαλειότης ο Εαυτούλης μας. Γιατί, πόσο αλληλέγγυα μπορεί να είναι η ανθρωπότητα, πόσο αλληλέγγυοι οι λαοί, όταν το ενενήντα τοις εκατό του παγκόσμιου πλούτου βρίσκεται στα χέρια μόλις του δέκα τοις εκατό των ανθρώπων; Όταν, για να το κάνουμε πιο λιανά, το μισό και πλέον του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας ή και της απόλυτης φτώχειας; Κατά τα άλλα, βέβαια, δηλώνουμε χριστιανοί, αγνοώντας την «κρηπίδα» του χριστιανικού οικοδομήματος: «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι και ο έχων τροφάς ομοίως». Δεν είδατε την αλληλεγγύη της στενότερης οικογένειάς μας, της περιλάλητης Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, πρωτοστατούσας της ηγεμονεύουσας Γερμανίας και των «ρυμουλκούμενών» της, αρνείται το αυτονόητο, την από κοινού και χωρίς διακρίσεις αντιμετώπιση των συν τοις άλλοις δυσβάσταχτων οικονομικών συνεπειών της κορωνοϊοκρίσης, διακυβεύοντας ακόμη και το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος;
Ένα ακόμη «μάθημα» που πρέπει να πάρουμε από αυτή την κρίση είναι η συνεννόηση και η ενότητα του πολιτικού κόσμου. Είναι αλήθεια ότι η σύμπνοιά του μας εξέπληξε θετικά, αφού δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες συμπεριφορές. Υπάρχουν πεδία «λαμπρά» για πολιτική αντιπαράθεση, η οποία, οφείλουμε να παραδεχτούμε, ότι αποτελεί ζωογόνα δύναμη και πεμπτουσία για μια πραγματική δημοκρατία. Μακάρι να διατηρηθεί με συνέπεια αυτή η υπεύθυνη στάση και στα μεγάλα, «ανοιχτά», εθνικά μας θέματα.
Και αυτή η κρίση πανδημίας θα περάσει, όπως πέρασαν και άλλες μεγάλες δοκιμασίες για την ανθρωπότητα: η πανδημία της πανούκλας, της μαύρης πανώλης, της ελονοσίας και του Έμπολα, η νόσος των τρελών αγελάδων και των πτηνών, η νόσος των χοίρων, οι καταστροφικότατοι Α’ και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, άλλες μικρότερες και μεγαλύτερες ανά την υφήλιο «σφαγές». Σημασία έχει πόσο σοφότεροι θα βγούμε απ’ αυτή. Σε ποιο βαθμό, δηλαδή, θα «μάθουμε» από όλη αυτή τη σκληρή δοκιμασία. Η Ιστορία, αψευδής μάρτυρας του παρελθόντος, έδειξε ότι επειδή η ανθρώπινη μνήμη είναι κοντή και, το κυριότερο, επειδή η υλική ευμάρεια και ο καταναλωτισμός, επομένως η απληστία του μετα-βιομηχανικού και μετα-τεχνολογικού ανθρώπου, είναι βαθιά ριζωμένες μέσα του, μέρος, πλέον, του DNA του, δύσκολα θα πάρουμε το «μάθημά» μας, αγνοώντας τον «υπερκείμενο» θάνατό μας, δηλωτικό (κυριολεκτικό) και συνυποδηλωτικό (μεταφορικό). Η διάψευσή μου θ’ αποτελέσει τη μεγαλύτερη ικανοποίησή μου, και τη δική σας φαντάζομαι.