Ο Υψηλάντης, η Φιλ. Εταιρεία και η κοινή γνώμη της Ευρώπης!

on .

Στα πρώτα βήματά της η Φιλική Εταιρεία εκινείτο χωρίς επίσημα αναγνωρισμένο ηγέτη.

Τελικά, βρέθηκε το κατάλληλο πρόσωπο. Αυτός ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Μόλις ανέλαβε την αρχηγία, πρώτη του φροντίδα ήταν να κάνει γνωστούς τους στόχους της Φιλ. Εταιρείας στην κοινή γνώμη της Ευρώπης.
Οι κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών της Ευρώπης πειθαρχούσαν τυφλά στα κηρύγματα της «Ιερής Συμμαχίας». Δηλαδή να χτυπήσουν κάθε φιλελεύθερη κίνηση. Ο απλός λαός όμως και οι περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι έβλεπαν με συμπάθεια μια επαναστατική κίνηση των απογόνων των αρχαίων Ελλήνων που έδωσαν τα φώτα του πολιτισμού στην ανθρωπότητα.
Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος, ο οποίος θα αναλάμβανε να ενημερώσει τους Ευρωπαίους. Και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανακάλυψε τον κατάλληλο άνθρωπο. Ήταν ο Ηπειρώτης γιατρός Πέτρος Ηπίτης (1795-1861). Ο Ηπίτης γεννήθηκε στην Πάργα. Σπούδασε στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη. Έγραψε το βιβλίο «Λοιμολογία ή περί της πανώλους προφυλάξεως και εξολοθρεύσεως αυτής».
Εγκαταστάθηκε αργότερα στην Οδησσό και έγινε γιατρός του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και συνόδευσε τον Υψηλάντη στα ταξίδια του στα μέρη της Ρωσίας.
Το 1820 ο Αλεξ. Υψηλάντης είδε ότι ο Ηπίτης ήταν ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος να σταλεί στην Ευρώπη για να προπαγανδίσει για την Ελληνική υπόθεση. Γι’ αυτό και τον έστειλε κατά πρώτον στη Γερμανία και στη Γαλλία. Η διαταγή της αποστολής έγινε στην Οδησσό την 1η Απριλίου 1821 και την υπέγραψε ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο «επίτροπος του αρχιστρατήγου» όπως τον όρισε ο Αλέξανδρος.
Ο Δημ. Υψηλάντης εφοδίασε τον Ηπίτη με δύο έγγραφα. Το πρώτο ήταν έκκληση προς τους φιλέλληνες Γερμανούς και Γάλλους. Το δεύτερο απευθύνονταν προς τους ομογενείς που βρίσκονταν στην Ευρώπη.
Με τα έγγραφα αυτά, ο Ηπίτης έφθασε στο Μόναχο, όπου συνάντησε τον καθηγητή Θείρσιο, παλαιό φίλο του. Φυσικά, ο Ηπίτης δεν κουράστηκε πολύ να πείσει τον Γερμανό καθηγητή να τον βοηθήσει στην αποστολή του. Ο Θείρσιος ιδρυτής του Ινστιτούτου του Μονάχου, ήταν άλλοτε μέλος της Εταιρείας των Φιλομούσων, η οποία ήταν ο πρόδρομος της Φιλ. Εταιρείας. Ασχολείτο με τα Ελληνικά γράμματα και είχε γράψει ελληνική γραμματική και αρχαιολογικά βιβλία. Λάτρευε την αρχαία Ελλάδα και αγαπούσε τη νέα. Έγραψε λοιπόν με ενθουσιασμό και δημοσίευσε στην Εφημερίδα του «Αουγκσμπούργ», που είχε το μεγαλύτερο κύρος μεταξύ των γερμανικών φύλλων, σειρά άρθρων για την ελληνική επανάσταση.
Ανέλυσε τον χαρακτήρα αυτής της εξέγερσης και έδειξε καθαρά τη διαφορά αυτής από τον καρμποναρισμό (που ήταν ταξικός). Τα άρθρα αυτά προκάλεσαν ζωηρότατο φιλελληνικό ενθουσιασμό στη Γερμανία. Τα πλήθη των μορφωμένων Γερμανών, που είχαν γαλουχηθεί με την ελληνική σοφία και είχαν μάθει να θαυμάζουν κάθε τι το ελληνικό, είδαν στους επαναστάτες της Ελλάδας τους απογόνους των μεγάλων ανδρών της αρχαίας, που εξεγέρθηκαν για να ζήσουν ελεύθεροι στην ένδοξη γη τους.
Τα άρθρα εκείνα είχαν τόση απήχηση στο γερμανικό λαό, ώστε προκάλεσαν την επέμβαση του διαβόητου Μέττερνιχ. Αλλά, η επέμβαση εκείνη δεν είχε αποτέλεσμα. Διότι ο θερμότερος των Γερμανών φιλελλήνων βρίσκονταν μέσα στα ανάκτορα του Μονάχου. Ήταν ο διάδοχος του βαυαρικού θρόνου Λουδοβίκος, πνεύμα φιλελεύθερο, θεωρούσε έγκλημα και παραβίαση παντός δικαίου την προσβολή ενός έθνους. Η ελληνική επανάσταση λοιπόν, ανταποκρίνονταν στις ιδέες του και τα αισθήματά του.
Στη Βουλή της Πρωσίας μίλησε στις αρχές Ιουνίου του 1821 με θαυμασμό από το βήμα υπέρ του αγώνα των Ελλήνων ο βουλευτής και βαρώνος Γάγερ. Ο λόγος εκείνος είναι ο πρώτος που ακούστηκε εντός ευρωπαϊκού κοινοβουλίου υπέρ της ελληνικής υποθέσεως.
«…Μην απορείτε, κύριοι» είπε ο Γάγερ «αν στον δημόσιον τούτον τόπον είπω παρρησία τη γνώμη μου. Το Γερμανικόν έθνος θα είναι ένοχον αίματος, αν δεν βοηθήση τους Έλληνες, ή δεν υψώση φωνήν προς υπεράσπισίν τους. Ίσως οι Έλληνες άρχισαν το έργον τους χωρίς σωφροσύνην, ακαίρως και αδεξίως και χωρίς μελέτην και χωρίς ικανά μέσα. Αλλά δεν είναι άδικοι, διότι δεν ήσαν υπήκοοι κατά το διεθνές δίκαιον και τας ιδέας του πολιτισμού μας, αλλά ήταν ανδράποδα. Μαρτυρούν τους λόγους μου οι χριστιανοί ανώτατου βαθμού κληρικοί τους που υπέστησαν επονείδιστον θάνατον έμπροσθεν των θυρών των ναών τους, αν και δεν ήταν ένοχοι και ούτε εξετάστηκαν…».
Στη Στουτγάρδη, την πρωτεύουσα της Βυρτεμβέργης απάντησαν στην έκκληση και τις προσπάθειες του Ηπίτη όχι μόνον με ενθουσιασμό, αλλά και με γενναίες πράξεις. Ιδρύθηκε εκεί εταιρία για ενίσχυση του αγώνα, με χρήματα, είδη πολέμου και εθελοντές. Η εταιρεία αυτή υπήρξε το πρώτο αξιόλογο φιλελληνικό κομιτάτο από όσα ιδρύθηκαν τότε στην Ευρώπη.
Η Γερμανία ολόκληρη πάλλονταν από φιλελληνικό ενθουσιασμό. Οι κοινωνίες της Ελβετίας δέχτηκαν τις εκκλήσεις υπέρ του ελληνικού αγώνα με θερμότατο αίσθημα. Ιδρύθηκαν φιλελληνικές Εταιρείες στη Βέρνη, στη Γενεύη, στη Βασιλεία και στη Λουκέρνη.
Ο Γαλλικός Φιλελληνισμός
Στο Παρίσι περίμενε τον Ηπίτη μεγάλη επιτυχία. Παλαιός γνώριμός του ο δουξ ντε Ρισελιέ ήταν τότε Πρωθυπουργός. Ο Ρισελιέ κατά τους χρόνους της Γαλλικής επανάστασης είχε καταφύγει και ζήσει στη Ρωσία. Είχε υπηρετήσει στο Ρωσικό στρατό. Προσωπικός φίλος του Τσάρου Αλεξάνδρου διορίστηκε κατά το 1803 διοικητής της Οδησσού και τότε γνώρισε τον Ηπίτη.
Τώρα ο Ηπίτης επισκέφτηκε τον Ρισελιέ και βρήκε σ’ αυτόν ενθουσιώδη φιλέλληνα. Στο σπίτι του Γάλλου Πρωθυπουργού ο Ηπίτης γνώρισε και τον υπουργό Νταμάς και την περίφημη για τη μόρφωση γυναίκα του. Η κυρία Νταμάς, όταν έμαθε το σκοπό της επίσκεψης του Ηπίτη, υπερθεμάτισε «εν μέσω ανδρών» σε φιλελληνικές εκδηλώσεις: «Επιβάλλεται αναπόφευκτα, είπε, η αποδίωξη από την Ευρώπη της άγριας και χριστομάχου φυλής του Μωάμεθ. Η Γαλλία δεν θα ανεχθεί πλέον την παραμονή στην Ελλάδα μιας ορδής καταστρεπτικής και ανεπίδεκτης πολιτισμού».
Ο Ρισελιέ πήγε μετά από λίγες μέρες στο ξενοδοχείο, όπου έμενε ο Ηπίτης στην οδό Κολομπίε. Τον διαβεβαίωσε για τις ευμενείς διαθέσεις της επισήμου Γαλλίας και του πρόσθεσε ότι μπορεί να βασίζεται και στα αισθήματα του γαλλικού λαού. Οι Μασσαλιώτες κυρίως, του είπε, και οι κάτοικοι της μεσημβρινής Γαλλίας, απόγονοι των Φωκαέων και Έλληνες σχεδόν, οφείλουν να τρέξουν σε βοήθεια των συμπατριωτών τους.
Οργανώθηκε τότε εταιρεία για συντονισμό των εργασιών για πρόκληση του ενδιαφέροντος του γαλλικού λαού για τον αγώνα και προς συντονισμό των προσπαθειών των εγκατεστημένων στη Γαλλία Ελλήνων. Την εταιρεία αποτέλεσαν επιφανείς Έλληνες που βρίσκονταν στο Παρίσι με τον Αδαμάντιο Κοράη επικεφαλής και διευθύνοντα μέλη τον Χριστόδουλο Κλωνάρη και τον Κον. Πολυχρονιάδη και τους αλλοεθνείς, αλλά ελληνομαθείς και ελληνόγλωσσους Αλέξανδρον Βογορίδην και Μικόλ. Πίκολον.
Η κίνηση αυτή είχε την απήχησή της στον γαλλικό τύπο και άρχισαν να δημοσιεύονται οι πρώτες ειδήσεις για την Ελληνική Επανάσταση κατά τρόπο ευμενή για τους Έλληνες.
***
Είδαμε λοιπόν εδώ ότι η Ελληνική Επανάσταση από τα πρώτα βήματά της και σε όλη τη διάρκειά της είχε την ανεπιφύλακτη συμπαράσταση του απλού λαού όλων των χωρών της Ευρώπης, αλλά και των περισσοτέρων πνευματικών ανθρώπων ακόμη και κάποιων πολιτικών, όπως ο Πρωθυπουργός της Γαλλίας Ρισελιέ. Έβλεπαν με συμπάθεια μια επαναστατική κίνηση των απογόνων των αρχαίων Ελλήνων που έδωσαν τα φώτα του πολιτισμού στην ανθρωπότητα.
Δυστυχώς όμως, αντιμετώπισε εχθρική στάση από εκεί που περίμενε βοήθεια. Πρόκειται για το Βατικανό. Τον Οκτώβριο 1822 συνήλθε στη Βερόνα της Βόρειας Ιταλίας το συνέδριο των δυνάμεων της Ευρώπης. Ρυθμιστής φυσικά ο Μέττερνιχ, με στόχο κάποια κινήματα στην Ισπανία και την Ιταλία. Για την Ελλάδα δεν μπορούσε να γίνει λόγος, γιατί προηγήθηκε η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια.
Υπήρχαν έγκυρες πληροφορίες ότι θα συζητούσαν και το ελληνικό ζήτημα και μπορούσαν οι Έλληνες να έχουν ελπίδες για κάποιες αποφάσεις.
Εφοδιασμένοι οι Έλληνες αντιπρόσωποι με τα σχετικά έγγραφα έφθασαν στην Αγκώνα. Εκεί τους ενημέρωσαν ότι με εντολή του Πάπα, απαγορεύονταν να προχωρήσουν προς τη Ρώμη ή την Βερόνα…
Αλλά, εκτός από αυτό, η Αγία Έδρα έδωσε εντολή και στους Έλληνες καθολικούς να μη πάρουν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση. Ο Άγγλος ιερέας George Waddington στο έργο του «A visit to Greece in 1823 and 1824», σελ. 34, γράφει: «Είναι απίστευτο το μίσος αυτών των Καθολικών Ελλήνων εναντίον των συμπατριωτών τους Ορθοδόξων. Όχι μόνον δεν πήραν μέρος στην επανάσταση, αλλά εύχονται το ναυάγιό της».
Ο Άγγλος Λόρδος Strangford σε αναφορά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Αγγλίας (25 Μαΐου 1822) αναφέρει: «Η Γερουσία της Κορίνθου έστειλε γράμμα στους καθολικούς ιεράρχες του νησιού (Νάξου) συνιστώντας ενότητα και φιλία με τους Έλληνες αδελφούς καλώντας τον Αρχιεπίσκοπο να μεταβεί στην Κόρινθο. Ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε ότι διαταγές δέχεται μονάχα από τον πνευματικό του αρχηγό (τον Πάπα) ή τον νόμιμο ηγεμόνα του (τον βασιλέα της Γαλλίας)»! (Public Record Office, F.O. 78, τ. 108).
Τα γράμματα τα είχαν στείλει ο Μαυροκορδάτος και ο Θεόδωρος Νέγρης στον παπικό αρχιεπίσκοπο Νάξου Ανδρέα Βαγγέτη (Κόρινθος 14 Απριλίου 1822). Αυτός έγραψε στον Πάπα ότι θα πήγαινε «αν είχε άδεια από την Πύλη και του παρείχε ασφάλεια ο Γάλλος Πρεσβευτής». Η Ρώμη συμφώνησε και είπε ότι «αν η Ελληνική Κυβέρνηση ήθελε σοβαρά συνομιλίες για επανένωση η βάση γι’ αυτές θα ήταν οι αποφάσεις της Συνόδου της Φλωρεντίας»!
Δηλαδή, ο παπικός Αρχιεπίσκοπος θα πήγαινε να συζητήσει με τους συμπατριώτες του Έλληνες επαναστάτες, αν είχε την άδεια των Τούρκων, ο δε Πάπας δεχόταν συζητήσεις με βάση την προδοτική για τους Ορθοδόξους ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας (1439).
Οι επιστολές αυτές βρίσκονται στο έργο του George Hofmann, Das Papsttum und der griechische Freiheitskampf, τόμος 136, Orientalia Cristiana Analerta (Ρώμη, 1952, σελ. 72-74 και 78).
Αλλά και η στάση του Βατικανού ήταν αντίστοιχη. Ζητούσε να μη χορηγούνται θεωρήσεις εισόδου Ελλήνων προσφύγων στην παπική επικράτεια, για να μην επιτύχουν βοήθεια είτε οικονομική είτε δια συμμετοχής προσηλύτων στον αγώνα της απελευθερώσεως! (έτσι βλέπει τη χριστιανική αγάπη το Βατικανό…». Οι ειδικές οδηγίες της Segretaria de Stato (Υπουργείο Εξωτερικών του Βατικανού) προς τον Γενικό Πρόξενο στα Επτάνησα (arto de Ribas – Pieri, 13/25 Νοεμβρίου 1821) έλεγαν και τα εξής: «Η φροντίς την οποίαν πρέπει να έχετε συνίσταται κυρίως εις την διαπίστωσιν αν εντός των πλοίων ευρίσκονται πρόσωπα ανατρεπτικών ιδεών, ερχόμενα εις τα παπικά κράτη με σκοπόν να προβούν εις προσηλυτισμόν υπέρ της υποθέσεώς των και εν συνεχεία να επιτύχουν βοήθειαν προς τους αγωνιζομένους Έλληνας είτε χρηματικώς είτε διά της συμμετοχής εις τας τάξεις των κατά τον αγώνα, ως συνέβη εις τινα κράτη της Γερμανίας» (Γ.Θ. Ζώρα, Άγνωστα έγγραφα εκ του Απορρήτου Αρχείου του Βατικανού περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1971, σελ. 30-31).
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1822, ο Αν. Μεταξάς και ο Γάλλος Philippe ξεκίνησαν για το τοπικό κράτος για συνάντηση με τον Πάπα (όπως και με άλλους ηγέτες της Δύσης). Παρά τις συνεχείς προσπάθειές τους δεν γίνονταν δεκτοί από τον Πάπα. Η Ελληνική Κυβέρνηση έστειλε ακόμη τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και τον επίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανό, εξουσιοδοτημένο ακόμη και να συζητήσει και για επανένωση των Εκκλησιών, προκειμένου να υπάρξει βοήθεια από τον Πάπα. Και σ’ αυτόν οι παπικοί επανέλαβαν και υπέδειξαν ότι κάθε συζήτηση θα εγίνετο με βάση τις αποφάσεις της Φλωρεντίας (Hofmann, ο.π. σελ. 134-135).