Βλάχοι και ευθύνες για την ανθελληνική προπαγάνδα…

on .

 Η προσφορά των σελίδων του «Πρωινού Λόγου» των Ιωαννίνων, στον διάλογο για το βλάχικο ζήτημα, είναι πολύ σημαντική από κάθε πλευρά, επειδή επέτρεψε την ανάδειξη πτυχών του εθνικού αυτού ζητήματος, ξεχασμένων για το ευρύ κοινό.

Τα θερμά συγχαρητήρια τα αξίζει η διεύθυνση της εφημερίδος. Μετά την παράθεση των εξαιρέτων άρθρων, των, Λίτσα Αναστασίου και Μιλτιάδη Πιτούλη, του δικού μου, του Αχιλλέα Λαζάρου, του Δημήτρη Στεργίου και του Ιωάννου Τσιαμήτρου, τίθενται και πάλι μερικά κρίσιμα ερωτήματα, στα οποία όμως δεν δόθηκε ουδεμία απάντηση.
Η κύρια ερώτηση προς τα όργανα της προπαγάνδας, μετά την έκδοση του βιβλίου για την βλάχικη γλώσσα, του Θωμά Τάχη, με χρηματοδότηση του ομίλου Νιτσιάκου, και της ευρείας προβολής του σε πανάκριβες ιστοσελίδες, δεν απαντήθηκε: Ποιος χρηματοδότησε την προβολή αυτή; Η απάντηση είναι θέμα εθνικής ασφαλείας, αλλά και ευπρεπούς δημοσίας διοικήσεως. Οι αρμόδιοι περιφερειάρχες, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Κεντρικής Μακεδονίας, φέρουν την ευθύνη από διοικητικής πλευράς.
Στα ιστορικά στοιχεία ελάχιστα μπορούμε να προσθέσουμε. Οι Βλάχοι είναι απόγονοι των οριοφυλάκων και οροφυλάκων, ως στρατιώτες στις φάλαγγες του Φιλίππου του Β’ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστοί κι ως αργυράσπιδες, κι όπως παρέμειναν στα ελληνιστικά βασίλεια· μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, απ’ τον Αιμίλιο Παύλο, με τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της Ηπείρου, οργανώθηκαν οι λεγεώνες των Ρωμαίων, τρίτη, έβδομη, στην Πίνδο, και πέμπτη στο Καϊμακτσαλάν και γι’ αυτό οι Βλάχοι του λέγονται Τσιντσάροι. Αλλά διατήρησαν την ελληνική γλώσσα και δεν δέχθηκαν την λατινική, πέραν των γραφειοκρατικών τους αναγκών, ως κυρίας γλώσσης των και περισσότερο ως θρησκευτικής. Το θεωρούσαν προσωπική προσβολή και ιεροσυλία, το να απευθύνονται στις δεήσεις τους εις τον Δία, ως Jupiter και εις την Αθηνά ως Minerva, όταν έβλεπαν μπροστά τους τον Όλυμπο κι είχαν δίπλα τους τα μαντεία της Δωδώνης και των Δελφών τουλάχιστον· αυτό επιβεβαιώνεται κι απ’ τα ιστορικά στοιχεία, ο Βενιαμίν ο εκ Τουδέλης, τον δωδέκατο μ.Χ. αιώνα, επί Μανουήλ Κομνηνού, αναφέρει, ότι οι Βλάχοι δεν είναι ούτε Χριστιανοί ούτε Ιουδαίοι, αλλά αφήνει να εννοηθεί ότι ομιλούν την ελληνική κι όχι άλλη γλώσσα.
Όλοι οι μεγάλοι εθνολόγοι και ανθρωπολόγοι, άλλωστε, θεωρούν ως κύριο κριτήριο της ταυτότητας ενός λαού ή μιας φυλής την γλώσσα του, αλλά ποιά γλώσσα; Την θρησκευτική κι όχι τις λίγες τυχόν ξένες λέξεις που χρησιμοποιούν τα μέλη τους στην καθημερινότητά τους· οι απόγονοι των οροφυλάκων και οριοφυλάκων ήταν πολύ υπερήφανοι, ως γνήσιοι Δωριείς, και γνώριζαν, ότι η δωρική διάλεκτος ήταν η γλώσσα της Σίβυλλας και των μαντείων και δεν θα την άλλαζαν, με όποια ξένη. Όπως και έγινε, αποδέχθηκαν τον χριστιανισμό, με την ελληνική γλώσσα των Ευαγγελίων και τον τήρησαν ευλαβικά, όπως αποδεικνύεται κι απ’ το γεγονός, ότι μέχρι τις μέρες μας οι Βλάχες των χωριών μας δεν ήθελαν να ακούσουν την Θεία Λειτουργία στα λατινικά. Η συνεισφορά των Βλάχων καπεταναίων στις διάφορες επαναστάσεις και περισσότερο του 1821, και οι χορηγίες των εθνικών ευεργετών, είναι ατράνταχτη επιβεβαίωση.
Όποιος αγνοεί αυτά τα αδιαφιλονίκητα γεγονότα, κάποια άλλη σκοπιμότητα εξυπηρετεί, όπως η ανεκδιήγητη «ιστορικός», με τον συνωστισμό στην παραλία της Σμύρνης και τις απωθήσεις στην Πίνδο το 1940· δικαίωμά του είναι να ισχυρίζεται ό,τι θέλει, αλλά τότε υπάγεται στον χαρακτηρισμό του Γιάννη Τσαρούχη.
Το αν βρέθηκαν κάποιοι ξένοι ιστορικοί να προβάλουν τους Βλάχους ως ρουμανική μειονότητα και την γλώσσα τους νεολατινική, αυτό εξηγείται απ’ τις διεθνείς πολιτικές ισορροπίες της εποχής· όπως και το γεγονός, ότι το ρουμάνικο κομιτάτο συνεργαζόταν στενά με το βουλγάρικο και τις οθωμανικές αρχές. Τα σχολεία επιβλήθηκαν, με την παρουσία των τουρκικών αποσπασμάτων, κι όσες εκκλησίες λειτούργησαν στην ρουμάνικη γλώσσα, το έκαναν, μετά από εντολή των πασάδων και με την συνοδεία στρατιωτών τους στους ιερείς, όταν πήγαιναν στα χωριά, αλλά έφθαναν μετά τα καπετανάτα και τους έδιωχναν. Οι ρουμανίζοντες είχαν τεθεί στην υπηρεσία των τουρκικών αρχών κι είχαν απόσχει στη συνέχεια απ’ όλους τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, ενώ, όσοι ζηλωτές τους, κατέφυγαν στην Ρουμανία, κι όχι οι απλοί μετανάστες που ήταν οι περισσότεροι, αποτέλεσαν την επίλεκτη φρουρά του δικτάτορα Αντωνέσκου, με αποτέλεσμα οι πιο πολλοί απ’ αυτούς να σκοτωθούν στο ανατολικό μέτωπο. Έχουμε και στις μέρες μας παρόμοια περιστατικά, με όσους στήριξαν την προδοσία της Μακεδονίας, την τουρκική πολιτική υπηρετούν και πάλι εμπράκτως...