Ο παπα – Θανάσης Χατζής και η έννοια της προσφοράς...

on .

 Σπαραξικάρδια αντήχησε στον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής (Πολιούχου της κωμόπολης Μετσόβου) στην κατάμεστη από Μετσοβίτες και όχι μόνο η βραχνή, από το κλάμα, φωνή του πατέρα Αθανασίου στην εξόδιο ακολουθία της Μαρούλας, Μετσοβιτοπούλας, καθηγήτριας και πνευματικού του παιδιού στο οικοτροφείο της Μονής Δουραχάνης.
Η Μαρούλα ήταν από τις πρώτες καθηγήτριες - εργάτριες μαγείρισσες στη Μονή που συνέβαλλε και συνέδραμε τον

ιερομόναχο στο Θεάρεστο έργο του. Το πλήγμα βαρύ. Στον επικήδειο που εκφώνησε «ράγισαν και οι πέτρες» με όσα ανέφερε για την εκλιπούσα και μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα, τη θλίψη και την οδύνη του, ξεσπούσε φωνάζοντας «Φιάτανιη» (κορίτσι μου). Και πώς να μη ραγίσουν καρδιές όταν βλέπεις να κείτονται τα νιάτα αυτά;
Τον πατέρα Αθανάσιο τον γνώρισα από λαϊκό ακόμα. Σωτήρης ήταν το όνομά του, καταγόμενος από τη Βωβούσα, όταν εργαζόταν στο ξυλάδικο που διατηρούσε στη Σιαράβα με τ’ αδέλφια του, Βάιο, Χρήστο και Γιώργο. Ο Σωτήρης όμως άλλα είχε κατά νου. Για άλλα τον προόριζε ο Θεός. Το πώς να προσφέρει στον συνάνθρωπό του που έχει ανάγκη, όπως άπορα παιδιά, ορφανά κατατρεγμένα…
Έτσι λοιπόν, νοίκιασε με δικά του έξοδα απέναντι από την Μητρόπολη, ένα σπίτι και φιλοξενούσε παιδιά, Γυμνασίου κυρίως. Το πώς τα κατάφερνε και να εργάζεται ανελλιπώς, αλλά και να εξυπηρετεί τόσα παιδάκια, ένας Θεός ξέρει. Κι όμως ο άνθρωπος όταν θέλει κάτι και το αγαπά βρίσκει και την ώρα και τους τρόπους να τα καταφέρει, δεν φείδεται χρόνο και χρήμα.
Μετά από ένα μικρό διάστημα, βλέποντας ότι δεν επαρκούσε το σπίτι αυτό, νοίκιασε άλλο οίκημα στην Παύλου Μελά και φιλοξενούσε κι εκεί παιδιά. Από μαρτυρία αναφέρω: Όταν μερικά παιδιά αργούσαν το βράδυ να γυρίσουν, δεν τα μάλωνε, αλλά τα περίμενε με μία λεκάνη και τους έπλενε τα πόδια…
Επιθυμία του ήταν να γίνει ιερομόναχος, πλην ο τότε Δεσπότης δεν τον χειροτονούσε. Ήταν όμως θέλημα Θεού να απουσιάσει ένα διάστημα και ο αντικαταστάτης του τον χειροτόνησε κι έτσι πήρε το σχήμα του ιερομονάχου. Δεν εφησύχαζε όμως. Ήθελε κάτι πιο μεγάλο.
Ξεκίνησε από τη Μονή Καστρίτσας που δεν του επέτρεψαν και τελικά λες και ήταν και πάλι θέλημα Θεού, εγκαταστάθηκε στη Μονή Δουραχάνης, όπου με την βοήθεια της κοινότητας Λογγάδων, καθώς και των κατοίκων, βγήκε το αποτέλεσμα αυτό που βλέπουμε σήμερα και θαυμάζουμε.
Έλειπα μερικά χρόνια και επισκέφτηκα τη Μονή όπου και εκκλησιάστηκα, Μεγάλη Παρασκευή στο εκκλησάκι και θυμάμαι με πόση μεγάλη κατάνυξη έγινε η λειτουργία. Μόνο το «τρεμάμενο»’ φως των καντηλιών και των λαμπάδων φώτιζε το εκκλησάκι κι ο Παπαθανάσης αδύνατος, πελιδνός από τη νηστεία, ξυπόλητος με τα «τσουράπια» φαινόταν σαν άυλος, ανάμεσα στους πολυελαίους που τους άγγιζε και πηγαινοερχόντουσαν δίνοντας άλλη διάσταση στη μυσταγωγία του Επιταφίου. Το χλωμό φως σκιαγραφούσε στο μισοσκόταδο τις αγγελικές μορφές των νεαρών κοριτσιών που έψελναν στ’ αναλόγι τα σεπτά πάθη. Πρώτη φορά στη ζωή μου αντίκρισα και βίωσα τέτοια κατανυκτική λειτουργία.
Εδώ όμως θα πρέπει να σταθώ και στην αμέριστη βοήθεια που γνώρισε ο μακαριστός ιερομόναχος από τους Γιαννιώτες επώνυμους και μη, που έβλεπαν το θεάρεστο έργο του Παπαθανάση και τον συνέδραμαν. Άλλωστε, ο ίδιος πάντα ανέφερε ότι, χωρίς τον κόσμο και την προσφορά του, δεν θα μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά που έκανε.
Δια μέσου του Παπαθανάση βλέπουμε την έννοια της αποστολής της εκκλησίας στον άνθρωπο που υποφέρει, όπως χήρες, ορφανά, ανάπηροι, άποροι δίχως υστεροβουλίες, φανφάρες και αξιώματα. Προσφορά και μόνο προσφορά.
Από μαρτυρία: κάποιος μετά τον εκκλησιασμό, στο Αρχονταρίκι όπου συνήθιζε ο Παπαθανάσης να δέχεται εκκλησιαζόμενους, ρωτήθηκε: «Όταν θα φύγεις απ’ αυτή τη ζωή Πάτερ σκέφτηκες τι θα γίνει όλο αυτό το έργο που κατάφερες;» Και εκείνος του απαντάει: «Άκου να σου πω: αν είναι θέλημα Θεού να διαλυθεί θα διαλυθεί μέσα σε 24 ώρες, αλλά αν είναι πάλι θέλημα Θεού και πεθαμένο θα αναστήσει να συνεχιστεί αυτή μου η προσπάθεια, που δεν είναι μόνο δική μου αλλά και όλων όσων προσφέρουν από το υστέρημά τους για αυτά τα παιδιά που έχουν ανάγκη».
Καλό παράδεισο πατέρα Αθανάσιε!
(Μέτσοβο)