Οι «παραφωνίες» και τα φετινά καλούδια του Άι Βασίλη...

on .

 Κάθε χρόνο όλο και κάτι μας φέρνει στο σακούλι του, σε μικρούς και μεγάλους. Γι’ αυτό και τον περιμένουμε με ανυπομονησία όλοι μας. Στην παιδική φαντασία κατεβαίνει με την αλλαγή του χρόνου από την καμινάδα του τζακιού.

Σε κάθε σπίτι, πλούσιο και φτωχικό, χωρίς εξαίρεση. Γιατί, σε κάθε αρχή, σε κάθε καινούργιο ξεκίνημα, ο άνθρωπος θέλει να ελπίζει σε κάτι καλύτερο.
Δεν το λέει ο Σοφοκλής; «ελπίς γαρ η βόσκουσα τους πολλούς βροτών», η ελπίδα είναι η τροφή των περισσότερων

ανθρώπων. Γιατί, αν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο, δε θα το βρεις, «εάν μη έλπηται ανέλπιστον, ουκ εξευρήσει», θα πει ο Ηράκλειτος. Και ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει, όταν ρωτήθηκε τι είναι ελπίδα: «εγρηγορότος ενύπνιον», το όνειρο ενός ξύπνιου.
Οι γραμματιζούμενοι, γλωσσολόγοι και μη, ερίζουν για την ορθότητα της γραφής του: άη Βασίλης ή άι Βασίλης; Προφανώς και «άι Βασίλης», αφού το «άι» ως προτακτικό (λέξη που προτάσσεται σε μία άλλη) είναι μορφή του «άγιος» και ως συγκεκομμένος τύπος της αγιακής προσφώνησης («άγιος» > αγι-> - άι) γράφεται με γιώτα και με μικρό άλφα, εκτός κι αν είναι στην αρχή πρότασης. Αν και, ένας από τους κορυφαίους γλωσσολόγους μας, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, γνωστός σε όλους από τη Νεοελληνική Γραμματική του, στο όνομα απλοποίησης της γλώσσας μας «νομιμοποιεί» τον τύπο «άη Βασίλης». Όταν, δε, βάζουμε ενωτικό ( “ – “), τότε, σύμφωνα πάντα με τη γραμματική μας, δεν τονίζεται γιατί προφέρεται σαν μια λέξη με το κύριο όνομα που ακολουθεί (αϊ- Βασίλης).
Οι ίδιες γλωσσολογικές «έριδες» υπάρχουν, μια και είναι επίκαιρο, και για τη λ. «Θεοφάν(ε)ια». Με «ει» ή με «ι»; Ετυμολογικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γραφή με -ει- δικαιολογείται (εν μέρει) ως δήλωση της ιδιότητας του επιθ. «θεοφανής» (διαφανής - διαφάνεια). Όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι πρόκειται για γιορτή σε ουδέτερο γένος, οπότε και προερχόμενη απευθείας από θέμα του ρ. «φαίνομαι» (φαν-) και όχι από το αντίστοιχο επίθ. («θεοφανής») κρίνεται ορθότερο να τηρηθεί η γραφή με – ι – (πβ. τα Πύθια, τα Ίσθμια).
Αλλά, «μπερδεμένα» είναι και τα κάλαντα, όπως μας παραδόθηκαν και τραγουδιούνται από παιδιά και μεγάλους παραμονή της πρωτοχρονιάς. Ακούγοντας ή διαβάζοντας τους στίχους τους θα καταλάβουμε ότι είναι αρκετά δυσνόητοι και ασυνάρτητοι, με κάποιους μάλιστα να μη «δένουν» νοηματικά με τους υπόλοιπους. Σε σχετικό βιβλίο του ΚΕΠΕΜ (Κέντρου Έρευνας και Προώθησης της Εθνικής Μουσικής), «Ανοίξετε την πόρτα σας! –Κάλαντα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Φώτων– Αρχείο Σίμωνα Καρά 1958-1976» και στο κείμενο «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά: Παρανοήσεις και ο ρόλος των τσακισμάτων», διαβάζουμε: «η αλήθεια ωστόσο είναι αρκετά… ρομαντική καθώς πίσω από τους δυσνόητους στίχους κρύβεται καλά μια ιστορία αγάπης! Η παράδοση αναφέρει ότι οι στίχοι απέκτησαν αυτήν την περίεργη μορφή για χάρη μιας αγάπης.Τη βυζαντινή εποχή, όταν πρωτοδημιουργήθηκαν αυτά τα κάλαντα, οι άνθρωποι των χαμηλών στρωμάτων απαγορευόταν να μιλούν στους αριστοκράτες. Η μόνη εξαίρεση ήταν οι μέρες των γιορτών, όταν τους τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον θρύλο, κάποιος νεαρός θέλησε να εξομολογηθεί τον έρωτά του σε μια νεαρή αρχόντισσα και επέλεξε να το κάνει με τον κεκαλυμμένο αυτό τρόπο μέσω των καλάντων αξιοποιώντας τα «τσακίσματα» των τραγουδιών. «Τσάκισμα» σε ένα τραγούδι ονομάζεται ένας στίχος ή συχνά ένα ομοιοκατάληκτο δίστιχο, λιγότερων συνήθως συλλαβών από τον κύριο στίχο, που παρεμβάλλεται μεταξύ των στίχων ενός τραγουδιού.
«Τα τσακίσματα συνήθως δεν είναι απαραίτητα για τη νοηματική πληρότητα του κειμένου, όμως κάποιες φορές σχετίζονται νοηματικά με αυτό και ενίοτε το συμπληρώνουν. Έτσι, μεταξύ των κανονικών στίχων των καλάντων προστέθηκαν και κάποιοι ακόμα που διασώζονται μέχρι σήμερα, με τους οποίους ο άντρας ήθελε να στείλει υπόγεια μηνύματα στην κοπέλα. Γι’ αυτό το λόγο μοιάζουν τόσο ασύνδετοι με το υπόλοιπο τραγούδι.Έτσι, στα κάλαντα ο τραγουδιστής μιλά για «ψηλή δενδρολιβανιά», είτε επειδή η κοπέλα τον άκουγε από κάποιο ψηλό παράθυρο του πύργου της είτε επειδή φορούσε τα ψηλά καπέλα της εποχής. Ακόμα, την παρομοιάζει με τον ψηλό θόλο της εκκλησίας και αναρωτιέται με παράπονο γιατί δεν τον καταδέχεται (η κοπέλα και όχι ο Άγιος Βασίλης!). Αν και βέβαια η ιστορία με τον νεαρό και την αγαπημένη του δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί επίσημα και η πρώτη αναφορά σε αυτό τον μύθο περιλαμβάνεται σε άρθρο μόλις του 1966, είναι σίγουρο ότι τα τσακίσματα χρησιμοποιούνταν από τον τραγουδιστή ανάλογα με το σε ποιον απηύθυνε τα κάλαντά του, οπότε δεν είναι απίθανο η παραλλαγή των στίχων να ξεκίνησε με κάποιον τέτοιο τρόπο».
Σε ό,τι αφορά, τώρα, τα «καλούδια» που περισσότερο ανυπόμονα από ποτέ μικροί και μεγάλοι περιμένουμε, να έχει στο σακούλι του για την καινούργια χρονιά ο πλέον αγαπημένος άγιος, είναι λίγα και ουσιαστικά. «Αυτονόητα» τις προηγούμενες χρονιές, «ακριβά» και πολυπόθητα τη χρονιά που έρχεται. Καιρός ν΄ αντιληφθούμε ότι τίποτε δεν είναι αυτονόητο στη ζωή, ιδίως εκείνα που η συνεχής κατοχή τους μας δημιουργεί αυτή την ψευδαίσθηση. Και πρώτα απ΄ όλα υγεία. Ν΄ απαλλαγούμε οριστικά από την τρισκατάρατη πανδημία που δύο, και βάλε, χρόνια τώρα μας στέρησε τις ζωές μας, καταταλαιπωρώντας απ΄ άκρη σ΄ άκρη την οικουμένη και θυσιάζοντας στο βωμό της εκατομμύρια συνανθρώπων μας.
Ελπίδα όλων μας είναι η «παραλλαγή όμικρον» να οδηγήσει, επιτέλους, τον εφιαλτικό ιό στο «ωμέγα» του και επομένως, με την ενδημική του πλέον μορφή, στην πλήρη απαλλαγή μας απ’ αυτόν. Το δεύτερο «καλούδι» είναι να επανέλθει η οικονομική ζωή, στον τόπο μας και παντού, στους κανονικούς της ρυθμούς, επιτρέποντας μια αξιοπρεπή εργασία, επομένως και ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο για κάθε πολίτη, κάθε άνθρωπο, σε κάθε γωνιά της γης. Η έννοια της αλληλεγγύης, της οποίας τη σημασία αντιληφθήκαμε στο βάθος της τα δύο αυτά χρόνια και η οποία αποτελεί τη λυδία λίθο της χριστιανικής διδασκαλίας («αγαπάτε αλλήλους» και «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι»), να γίνει καθημερινός τρόπος συμπεριφοράς μας.
Τέλος, όλη αυτή η παγκόσμια δοκιμασία να γίνει μάθημα σε όλους μας, ιδιαίτερα σε όσους κρατούν στα χέρια τους τα ηνία αυτού του κόσμου, αφού «των αρχόντων κακά, τοις αρχομένοις συμφορά γίνεται», όταν οι άρχοντες κυβερνούν κακά, στο λαό έρχεται συμφορά, θα μας υπενθυμίσει ο Μέγας Βασίλειος∙ για το πόσο λεπτές και, ως εκ τούτου, εύθραυστες είναι οι παγκόσμιες ισορροπίες, τόσο στην κοινωνία και την οικονομία, όσο και στην οικολογία, με την αλληλεξάρτηση καθοριστικής σημασίας∙ αλλά και για το ότι η υπευθυνότητα στην άσκηση των καθηκόντων τους αποτελεί το άλφα και το ωμέγα του λειτουργήματός τους, εφόσον έτσι οφείλουν να το αντιλαμβάνονται, σεβόμενοι σε κάθε περίπτωση τη λαϊκή βούληση και εντολή.