Η επιδημία στην αρχαία Αθήνα και οι ομοιότητες με το σήμερα

on .

Μεταξύ πολλών άλλων αξιόλογων επισημάνσεων του Περικλέους στον Επιτάφιο λόγο του, επισημάνσεις που συνιστούν συνάμα έπαινο της πόλεως των Αθηνών και των προκειμένων νεκρών, είναι ότι η πόλη των Αθηνών είναι συνολικά «Ελλάδος παίδευσις», υπόδειγμα δηλαδή και πρότυπο για όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, και, δεύτερο, ότι στον δημόσιο βίο δεν παρανομούν οι πολίτες κυρίως από δέος, μεγάλο δηλαδή σεβασμό,

στους νόμους και όχι επομένως από εξαναγκασμό, υπακούοντας συνήθως σε αυτούς που ασκούν εξουσία και στους νόμους, και προπάντων σε αυτούς τους νόμους που αποσκοπούν στην προστασία των αδικουμένων, καθώς και στους άγραφους νόμους, η παραβίαση των οποίων φέρει στους παραβάτες αναμφισβήτητη καταισχύνη.
Ως προς το πρώτο, ουδείς αμφιβάλλει, αφού και η δημοκρατία γεννήθηκε και εξελίχθηκε σε αυτήν την πόλη, αλλά και ο πολιτισμός που ανέπτυξε στις τέχνες και στα γράμματα υπήρξε αξιοθαύμαστος και ανεπανάληπτος, ένα πραγματικό θαύμα!
Η επιδημία, όμως, που έπληξε τους κατοίκους του Πειραιά και του άστεως, καθώς και τους κατοίκους των άλλων δήμων της Αττικής που άφησαν τα σπίτια τους και εισέρρευσαν εντός των μακρών τειχών, επιδημία που αφαίρεσε τη ζωή από περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού, είχε ανατρέψει σε μεγάλο βαθμό την ηθική και κοινωνική τάξη, όπως την εννοούσε και την εξέφρασε ο Περικλής.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο μεγάλος ιστορικός μας τοποθετεί την περιγραφή της νόσου και των συνεπειών της αμέσως μετά τον Επιτάφιο λόγο του Περικλέους, έτσι ώστε η μια «εικόνα» να αντιπαραβάλλεται με την άλλη.
Οι συνέπειες της επιδημίας ήταν η έξαρση της παρανομίας και η ηθική κατάπτωση: ανομία, ασυδοσία, ανηθικότητα, αθεϊα και ασέβεια προς κάθε τι το ιερό και όσιο, αναισχυντία, ιδιοτέλεια και κυνήγι των παντός είδους ηδονών με κάθε τρόπο, διάλυση των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών, εγκατάλειψη κάθε ευγενούς πράξεως και επιδιώξεως, πλην ολίγων εξαιρέσεων.
Ο καθένας βλέποντας ότι είτε ευσεβής είναι είτε όχι, είτε δίκαιος είναι είτε όχι, είτε φτωχός είναι είτε όχι, είτε πολίτης είναι είτε όχι, είτε αφέντης είναι είτε όχι, ο θάνατος δεν εξαιρεί κανένα, και ξέροντας ότι, αν προσβληθούν από την αρρώστια, οι μέρες της ζωής τους είναι λιγοστές, δεν πίστευαν πια σε τίποτα, δε σέβονταν τίποτα, αδιαφορούσαν για τα πάντα, εκτός μόνον από ένα, την ηδονή. 
Εξαιτίας της νόσου «πιο εύκολα τολμούσαν να πράττουν αυτά που τους πρόσφεραν ηδονή, τα οποία πρωτύτερα δε θα τολμούσαν ούτε κάν να φανερώσουν ότι επιθυμούν, επειδή έβλεπαν να γίνονται γρήγορες οι μεταβολές. Και αυτοί που ήταν πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και ξεκληρίζονταν, και αυτοί που πρωτύτερα δεν είχαν τίποτα, τώρα αμέσως αποκτούσαν όσα είχαν εκείνοι. Γι’ αυτό όλοι φρονούσαν ότι έπρεπε να απολαύσουν το ταχύτερο ότι  τους ευχαριστούσε, επειδή θεωρούσαν ότι και η ζωή τους και τα χρήματα ήταν εφήμερα». 
«Κανένας δεν ήταν πρόθυμος να ταλαιπωρηθεί επιπλέον, για να πράξει κάτι που πρωτύτερα το θεωρούσε καλό, επειδή πίστευε πως δεν ήταν βέβαιο ότι, προτού το τελειώσει, θα ζει ακόμα. Καλό και χρήσιμο θεωρούσαν όλοι αυτό που τους προσφέρει εκείνη τη στιγμή ηδονή, ότι και να είναι αυτό».
«Κανένας φόβος των θεών και κανένας ανθρώπινος νόμος δεν τους εμπόδιζε, αφού έβλεπαν ότι στην ίδια μοίρα βρίσκονταν όλοι και οι ευσεβείς και οι ασεβείς. Όσο για τα αδικήματα που διέπρατταν, κανένας δεν πίστευε ότι θα ζήσει μέχρι να δικαστεί και να τιμωρηθεί. Εξ άλλου θεωρούσαν ότι η τιμωρία που κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους, δηλαδή ο θάνατος εξαιτίας της νόσου, είναι πολύ μεγαλύτερη από οποιανδήποτε άλλη. Και γι’ αυτό το θεωρούσαν λογικό, προτού πέσει επάνω τους η συμφορά, να έχουν τουλάχιστον κάποια απόλαυση στη ζωή τους».
Έβλεπαν ότι από τη μια στιγμή στην άλλη η τύχη φέρνει τα πάνω κάτω. Πλούσιες οικογένειες, που τις θεωρούσαν ευτυχισμένες και τις ζήλευαν, ξεκληρίζονταν. Πάμφτωχοι που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, ξαφνικά γίνονταν πάμπλουτοι μπαίνοντας στα σπίτια όσων πλουσίων που πέθαιναν.  Κάθε έννοια νομιμότητας και δικαιοσύνης είχε αφανιστεί. Όχι μόνο δεν υπήρχε πια αυτό που ονόμασε ο Περικλής «δέος» προς τους νόμους, αλλά ούτε κάν στοιχειώδης σεβασμός. Αυτό που επικράτησε είναι, πώς ο καθένας, όσο ακόμα είναι ζωντανός, θα χαρεί όποιες απολαύσεις της ζωής μπορέσει, χωρίς να φοβάται και να λογαριάζει τον νόμο, γραπτό ή άγραφο, και χωρίς να ντρέπεται για ότι κάνει. 
Απόλαυσε το παρόν, όσο ζεις με κάθε τρόπο. Αυτή ήταν η νοοτροπία που επικράτησε. Όλα ήταν εφήμερα. Τη μια μέρα τα έχεις και τα απολαμβάνεις, την άλλη πεθαίνεις και τα χάνεις. Απόλαυσε ότι προλάβεις. Δεν υπάρχει ντροπή.  
Κάθε ενδοιασμός για δημόσιο στιγματισμό χάθηκε.  Παραβίασαν όλους τους νόμους, γραπτούς και άγραφους. Με τη νοοτροπία που δημιουργήθηκε λόγῳ της συνειδητότητας ότι όλα είναι εφήμερα και ότι ο θάνατος μπορεί να έρθει απρόβλεπτα και απροειδοποίητα σε κάθε στιγμή της ζωής τους, έκαναν τα πάντα, με κύριο κριτήριο τις χωρίς αναβολή απολαύσεις. 
Πολλοί ήταν εκείνοι που σε λίγες μέρες, επειδή έβλεπαν τον θάνατο συνεχώς μπροστά τους, ξεπερνώντας κάθε έννοια ανθρώπινης αλληλεγγύης και ανθρώπινου πόνου, έδειχναν εντελώς αδιάφοροι ακόμα και για τον θάνατο δικών τους ανθρώπων. Το εφήμερον της ζωής έσπρωχνε με κάθε τρόπο στις κάθε είδους απολαύσεις, χωρίς ηθικό ή άλλον φραγμό.  
Τέτοιο ήταν το θανατικό, που δε λογάριαζαν πια ούτε ιερά ούτε όσια. «Όλα τα έθιμα που ακολουθούσαν πρωτύτερα για την ταφή των νεκρών παραβιάστηκαν. Ο καθένας έθαβε τους νεκρούς του, όπως μπορούσε. Πολλοί, από έλλειψη των αναγκαίων μέσων, επειδή ήδη είχαν θάψει πολλούς άλλους, χρησιμοποίησαν ακόμα και αναίσχυντες μεθόδους».
Το συμπέρασμα από τη σύγκριση των δυο «εικόνων» βγαίνει αβίαστα. Όταν περιέλθει ο άνθρωπος σε μια κομβική κατάσταση που ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε στιγμή της ζωής του, μεταμορφώνεται και αποκαλύπτει την πραγματική του φύση. Λίγοι είναι αυτοί που μένουν σταθεροί στις ηθικές αρχές τους, δείχνουν αλληλεγγύη και αυτοθυσία για τον πλησίον τους, και συνήθως το πληρώνουν με την ίδια τη ζωή τους.