Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στο χωριό

on .

Σήμερα, μέρες που είναι, είπα να συνεχίσω, προκειμένου να δώσουμε μια εύθυμη νότα, με ένα ακόμη ευθυμογράφημα (για σήμερα βέβαια ευθυμογράφημα), γιατί τότε αυτή ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι γονείς και οι παππούδες μας, μια διάλεκτο που σήμερα δεν την καταλαβαίνουν και τότε την μιλούσαν σ’ όλα τα χωριά των Γιαννίνων. 

Η βάβω η Χρύσω λοιπόν, όταν πέθανε ο σύντροφός της ο μπάρμπα Σπύρος, τα παιδιά της μετακόμισαν στα Γιάννινα για να βρουν δουλειά, κι αυτή, παρά την επιμονή των παιδιών, αρνήθηκε να τα ακολουθήσει, γιατί, όπως έλεγε, «δεν αποχωρίζομαι εγώ το πατρικό μ’, ιδώ θα πεθάνω».

-Πιδιά  μ’ τί χαλέβετε και μ’ λέτε να φύω ιγώ απ’ το σπτάκ’ μ’, ιδώ θα κάτσω, ισείς να πάτι σ’ν ευχή τσ’ Παναΐας.

-Πού να’ ρθω ιγώ χαλασιά μ’ κι φουρνούνα μ’ να κλιστώ μεσ’ στ’ τέσσιρις τοίχ’ς; Ουϊ μανούλα μ’ 

-Ιγώ μάνα μ’ θα σκουθώ χαραή, θα φέρω μια γύρα να κάνω πάστρα, θα πεταχτώ μέχρι το λόγγο να μάσω κάνα τσάκνο κι τίποτα ντούσκα για τ’ γίδα κι ύστερα θα πιράσω απ’ τη Χήτινα να φκιάσ’   καφέ και να τα ιπούμε. 

-Αυτή πιδιά μ’ ολ’ μερούλα δεν έχ’ άλλ’ δλειά, τσ’ έφκι το τσιαούλ απ’ τσ’ κβέντες, π’ να γεν  ξικ. 

-Όλ’ τ’ μερούλα μι τα ποδάρια κρεμαντζούλα όλο σιχτρίζ! Κι θα σι σιάσω ιγώ κι θα σι κάνω, αλλά ίνι καλή η μαύρ’, έτσ’ τα λέει, δεν έχ’ κακή ψχή. 

-Ισείς να πάτι στο καλό και θα’ ρχιστι τα Χ’στούγεννα  μ’ Πασχαλιά, τσ’ Παναΐας, να ‘ρχιστι με τα μαξούμια να τσ’ μαϊρεύω στον νταβά π’ τσ’ αρέει. 

-Παίζ’νι με τα κατσικάρια τα ρίχνι κι στο μπλέτσ’ δεν μαλών΄νι δεν ακούς ίτς κρίσ  απ’ τα καημένα. 

-Πάιζ’νι με τα κατσκάκια κι γκλιούνται στα χορτάρια. Το καλοκαίρι τα παίρω και τα παένω στο μπαχτσέ κι κόβουμε καστραβέτσια, χιμωνκά, κορασίδια. 

-Μετά πάμι στο πγάδ’ και βλέπ’νι τα μπακακάκια και δοστ’ φωνές δεν κλίν’ νι τσιαούλ’ μέχρι το σπίτ’ το τι φκιάχ’νι δεν μολοϊέται. Τα βράδια θα πλαϊώνουμε μαζί

Η Βάβω η Χρύσω τα Χριστούγεννα κάνει ετοιμασίες για τα παιδιά και κυρίως τα εγγόνια, αλλά και αυτά κάθε λίγο και λιγάκι ζητάνε να πάνε στη γιαγιά. 

Η βάβω η Χρύσω δεν έχει αγοράσει παιχνίδια ποτέ της, γιατί δεν έχει παίξει κι αυτή σαν παιδί, γιατί γεννήθηκε τον αιώνα των πολέμων. 

Γι’ αυτό, όταν έρχονται απ’ τα Γιάννινα τα παιδιά της τα Χριστούγεννα, της δίνουν κρυφά παιχνίδια να τα δώσει στα εγγόνια. Μόλις φτάνουν αρχίζει η βάβω:

-Καλώς τα μου, τί έχω ιδώ μέσα στου κ’τί; Λάτι κοσσί να πάρτι τα καλούδια. 

-Λάτ’ ιδώ να σας πω κρυφά στ’ αφτί που ‘χω κρυμμένα τα γκ’διώνια, κι μιτά πάρτι τα χλιάρια ικί στο γκαμπράτσ’ έχω ζ’μί απ’ τον κόκορα, μοναχά απ’ αγάλ’ μη τ’ αποκπήσιτι.

Τα εγγόνια όταν ήταν μικρά δεν καταλαβαίνανε τι έλεγε η γιαγιά, όταν όμως μεγάλωσαν, όλο την ρωτούσαν να τους μιλάει στη διάλεκτό της και γελούσαν κι όλο τη ρωτούσαν να πει κι άλλα. Καταλάβαινε όμως η γιαγιά και τους έλεγε:

-Αϊντι να γίνιτι ξικ π’ θα με γιλάσιτι ισείς. Έτσ’ πήγε να μι  γιλάσ’ κι η Θοδώρ’να και τσ’ είπα καλά θα κάν’ς να μάσ’ το νους, ακούς ικί να μ’ πεις ιμένα κ’βέντες. Τστά’ιχα μαζ’μένα είχα αντραποδοθεί  κι’ να αμπόχ’τσα ψιά κι’ τα’ κακουφάνκι  να πιεί ξύδ.

Η κ. Χρυσούλα παραμονή Χριστουγέννων πάι’νι στο λόγγο (όχι για ξύλα και για χλωρό κλαρί) που λέει το τραγούδι, αλλά προκειμένου να «ξελακώσει» μια καλή μαύρη πλάκα να κάνει παραμονή Χριστουγέννων τα σπάργανα του Χριστού και Χριστόψωμα. Έβαζε την πυροστιά στη γωνιά, άναβε φωτιά κι επάνω έβαζε την πλάκα να καεί κι έφτιαχνε τα σπάργανα όπως ταλέγαμε.

Μεγάλη τελετουργία για την κ. Χρυσούλα, βέβαια δεν ξέρει από κουραμπιέδες και μελομακάρονα, ούτε καταΐφι. Αυτά της έφεραν οι νύφες από τα Γιάννινα και Γιαννιώτικο μπακλαβά.

Την κ. Χρυσούλα στη μαγειρική δεν την έφτανε κανένας. 

Ακόμα τα παιδιά της νοσταλγούν τη μαγειρική της και τις μέρες αυτές των Χριστουγέννων άφηναν την κ. Χρυσούλα να μαγειρεύει. 

Να φας λαγό στιφάδο απ’ την κ. Χρύσω να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Αχ αυτός ο λαγός στιφάδο.

Θυμάται τον μακαρίτη Σπύρο νιόπαντρη ακόμα και λίγο ρομαντική είδε με πόνο τον άνδρα της να εγκαταλείπει τη συζυγική κλίνη αξημέρωτα να οπλίζεται με μονόκαννο και να οδεύει προς άγραν λαγού.

Θυμάται κάποια άλλη φορά κουρασμένη ξύπνησε και είδε τον Σπύρο της αρματωμένο με στρατιωτικά. 

Τον ρωτάει: Τι ίσι ισύ; -Θαλαμοφύλακας της απαντάει. Ακόμα το ομολογεί.

Επίσης αγριογούρουνο στιφάδο τηγανιά τσιγαρίδες απ’ τη γρουνοχαρά την παραμονή των Χριστουγέννων, φακόπιτα, ρυζόπιτα, περδικόσουπα, κυδώνια με κρέας και οι πίτες της ξακουστές σ’ όλο το χωριό, το φύλλο που «άνοιγε» η κ. Χρυσούλα ούτε επαγγελματίας. Χρυσοχέρα η κυρία Χρυσούλα.

Στο χωριό αυτές τις μέρες είχε την τιμητική του και το κοινοτικό καφενείο, γιατί τις μέρες αυτές ανοίγει και ανταμώνουν οι ξενιτεμένοι του χωριού. Όσοι μάλιστα είναι στο εξωτερικό, νοσταλγούν αυτές τις συγκετρώσεις.

Τα βράδια λοιπόν όλοι πηγαίνουν μικροί-μεγάλοι στο καφενείο, οπότε η γιαγιά λέει για τα εγγόνια:

-Πού πάτι ισείς πλάκια μ’ τώρα βγαίϊνι τα αφύσκια, αυτά τα βουμπίρκα, τα καλικαντζαράκια αλευρωμένα, γιατί έρντι απ’ το μύλο και «κολλάνε» τσ’ μπουχαρέδες και κάνουν αντράλες. 

-Ιμείς τότε τέτοια ώρα δεν βγαίναμαν τσ’ νύχτες μέχρι τα Φώτα που τα έδιωχνε ο παπάς μη  ν’ αγιαστούρα.

Την άλλη μέρα που είχε χορό, πήραν και την γιαγιά τη Χρύσω να δει το χορό στο μεσοχώρι. Γυρίζοντας τη ρωτάνε: -Σου άρεσε ο χορός μάνα, ωραία δεν ήταν; Xόρεψαν όλα τα παιδάκια του χωριού.

- Καλά πιδιά μ’ δεν μ’ λέτι, τί τραγούδια ήταν αυτά π’ χόρευαν; Χά’θκαν τα παλιά τραγούδια; Τότε ικίνα τα χρόνια ο χορός γένταν χορός όχ όπως σήμερα λες κι αλών’ζαν στάρια. 

Χόρευε ο πατέρας σας καμαρωτός και σειούνταν ο τόπος. Αχ πουν΄ τα χρόνια ικίνα;

Αγαπητοί φίλοι, αυτή ήταν η διάλεκτος που χρησιμοποιούσαν οι γονείς και οι παππούδες μας εκείνα τα χρόνια και σε μας που ζήσαμε τότε μας αρέσουν να τα αναμασάμε στις συζητήσεις μας, πετώντας κάπου-κάπου και κανένα «καθαρόαιμο» ελληνικό. 

Για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νέοι πώς εμείς που μάθαμε γράμματα έπρεπε πρώτα να μάθουμε  να μιλάμε σωστά ελληνικά.

 Ευτυχισμένο το νέο έτος!

Μέτσοβο