Η Γοργόνα στα πέλαγα της λογοτεχνίας και της ποίησης…

on .

Μετά τις Πανελλαδικές και το κλείσιμο των σχολείων, όλοι μας θα πραγματοποιήσουμε τις διακοπές μας σε κάποια θάλασσα. Αστειευόμενοι, βλέποντας τις γυναίκες να κολυμπάνε ή αν δεν ξέρουν καλό κολύμπι λέμε: αυτή κολυμπάει σαν γοργόνα.

Δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο φαινόμενο στην παγκόσμια λογοτεχνία όπως αυτό που συμβαίνει με την Γοργόνα, όπως αυτό το στοιχειό της λαϊκής μυθοπλασίας, εμπνέοντας έργα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας. Το θηλυκό αυτό διφυές ον, που κάπου στα ελληνιστικά χρόνια ο μύθος το συνέδεσε με τον θρύλο του Μεγαλέξανδρου, είναι στενά συνυφασμένο με το φάσμα της ζωής μας.

Η πιο ατόφια λογοτεχνοποίηση του μύθου γίνεται στα «Λόγια της πλώρης» του Α. Καρκαβίτσα: «Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μισοκάναλα εκείνη τη νύχτα. Σπάνια νύχτα πρώτη και τελευταία, θαρρώ, της ζωής μου  (…). Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος. Φάνηκαν ψηλά οι αστερισμοί ένας-ένας (…). Τα νερά κάτω πήραν εκείνο το λευκοσκότεινο χρώμα, το κρύο και λαχταριστό του ατσαλιού (…). 

» Άξαφνα κατατρόμαξα… Μέσα απ’ το μενεξεδένιο σύγνεφο είδα να προβαίνει ίσκιος πελώριος(…) Ο θεότρεμος όγκος χιλιόμορφη, κόρη στάθηκε αντίκρυ μου. 

» Διαμαντοστόλιστη κορώνα φορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά γαλάζια χαίτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο τ’ αμυγδαλωτά μάτια, τα χείλη τα κοραλλένια έχυναν γύρα κάποια λάμψη αθανασίας και κάποια περηφάνεια βασιλική. 

» Από τα κρυσταλλένια λαιμοτράχηλα κατέβαινε κι έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας, λεπιδωτός και πρόβαλλε στ’ αριστερό την ασπίδα κι έπαιζε στο δεξί τη μακεδονική σάρισα. 

» Δεν είχα συνέλθει απ’ την απορία και φωνή γλυκειά ήρεμη μαλακή άκουσα να μου λέει:-Ναύτη-καλε ναύτη ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος….;

» Σκαλιστές και μαρμαρογλύπτες υφάντρες κεντήστρες και ζωγράφοι δείξανε μεγάλη προτίμηση στο θέμα του μύθου της Γοργόνας. 

» Η ψαρογυναίκα αναμείχθηκε και με τα σύμβολα της χριστιανικής πίστης και το χέρι του λαϊκού τεχνίτη την έχει τοποθετήσει σε τέμπλα εκκλησιών και την έχει ιστορήσει σε εικονίσματα όπως της «Παναγιάς της Γοργόνας».

Ένα τέτοιο εικόνισμα έχει επίκεντρο το ομώνυμο μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη: «Στέκεται και ως τ’ σήμερα, μισοσβησμένη απ’ τον αγέρα και τ’ αλάτι της θάλασσας και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο της χριστιανοσύνης. Το κεφάλι της είναι έτσι όπως το ξέρουμε απ’ τις τοιχογραφίες της Πλατυτέρας. Έχει και το κίτρινο τ’ αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι, όπως όλα τα κονίσματα. Μόνο τα μάτια της είναι πράσινα και υπερφυσικά πλατιά. Όμως απ’ τη μέση και πέρα είναι ψάρι με γαλάζια λέπια και στα χέρια της βαστά ένα καράβι απ’ τη μια κι απ’ την άλλη ένα τρικράνι, σαν κι αυτό που κρατά στο χέρι ο αρχαίος Θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, έτσι όπως τον ζωγραφίζουν στα κάδρα και στα βιβλία του σχολειού.

»  Το’πανε «Η Παναγιά η Γοργόνα» και σήμερα έτσι το λένε, κι από τότες πήρε τ’ όνομα και η εκκλησιά και το Πόρτο. Και κανένας δεν το στοχάστηκε πως κείνη τη μέρα μέσα απ’ το κεφάλι του γέρου Κοσμοκαλόγερου, όπως μέσα απ’ το κεφάλι του Δία, πήδηξε και στυλώθηκε πάνω στο μοναδικό θαλασσόβραχο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού μια καινούργια ελληνική θεότητα, που έδεσε με τον πιο θαυμαστό τρόπο όλες τις εποχές κι όλο το νόημα της φυλής. 

» Μιας φυλής που ζει και αγωνίζεται με τα στοιχειά και με τις φουρτούνες του κόσμου, η μισή στεριά και η μισή στη θάλασσα, με το υνί και με την καρίνα, πάντοτε κάτω από μια θεότητα πολεμική, θηλυκιά και παρθένα…».

Ο Οδυσσέας συναντά τη Γοργόνα: «Κι αλαφιασμένος όπως έριξα/ το θολωμένο γύρα βλέμμα/γυναίκα με ψαριού νουρά/ξανοίγω που τη στόλιζε/βασιλικό ένα στέμμα/ Κι όπως επίσημα στεκότανε απ’ την κουφάλα έξω του βράχου/ με τ’ ακροδάχτυλό της μου’γνεψε/να σταματήσω τον θαλασσομάχον/περάτη του ωκεανού/μου λέει το γρίφο ν’ αγροικήσω/Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος/εφτά θα σε ρωτήσω…».

Η Γοργόνα ταξιδεύει και στα πέλαγα κι άλλων ποιητών. «Άξιον εστί το χέρι της Γοργόνας/που κρατά το τρικάταρτο και το σώζει/ σαν το κάνει τάμα στους ανέμους/σαν να λέει να τ’ αφήσει και πάλι όχι…», γράφει ο Ελύτης.

Κι ο Σεφέρης: «Ταξίδεψα ένα χρόνο με τον καπετάν Δυσσέα/ήμουν καλά/ στην καλοκαιριά βολευόμουνα στην πλώρη/ πλάι στη γοργόνα/τραγουδούσα τα κόκκινα χείλια  της, κοιτάζοντας τα χελιδονόψαρα…».

Να΄την και στην ποντοπόρα ποίηση του Καββαδία: «Η πλωριά Γοργόνα μια βραδυά/πήδησε στον πόντο μεθυσμένη…». Αυτή είναι 40 χρόνων κορίτσι έλεγε ο Ν. Καββαδίας, επιδεικνύοντας τη Γοργόνα που φιγουράριζε στο μπράτσο του «Δεν θα μ’ αφήσει ποτέ. Μ’ αυτή θα πάω μαζί. Δεν θα με προδώσει. Μου την έφτιαξαν στο Χόνγκ Κόνγκ νομίζω. Μερικές φορές, μερικές νύχτες που ξυπνάω κοιτάζω τη χορεύτρια μ’ αγωνία και μου φαίνεται πως εξαφανίζεται. Βιάζομαι να ξημερώσει να δω πώς είναι ακόμη πάνω στο μπράτσο μου».

Γοργόνα

Φεγγάρι γεμάτο στη θάλασσα χύνεται

η νύχτα κυρία γελάει και γδύνεται… 

Με τα ρούχα όπως είσαι 

πέσε στο νερό για μένα

Η σελήνη θα χορεύει

μέχρι το πρωί για σένα.

Να σε βλέπω σαν γοργόνα απ’ τα κύματα να βγαίνεις

είναι η ζωή σταγόνα μόλις που την προλαβαίνεις…..