Η Καλεάνθη η Καστρινιά…

on .

Ας κάνουμε και σήμερα ένα μικρό πισωγύρισμα στη «Μικρή μας Πόλη». Έτσι νοιώθουμε εμείς πως θα ‘πρεπε να μείνει τούτη η Πόλη σαν όπως ήταν.

Η «Μικρή Πόλη» του Τ. Χατζή και των παλιών Γιαννιωτών που μας κακοφαίνεται που σιγά - σιγά χάνει το χαρακτήρα της, αφού έγινε κι αυτή μεγαλούπολη με θορύβους, πολύ μεγάλη κίνηση και αυτοκίνητα και με όλα τα κακά φερσίματα που έχουν  οι μεγαλουπόλεις.

Αυτή τη «Μικρή Πόλη» έχουν κατά νου όσοι αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν σε άλλη γη και σε άλλα μέρη και την νοσταλγούν και δεν βλέπουν την ώρα να επιστρέψουν. H Νοσταλγία… Το δυνατό αυτό συναίσθημα που πολλές φορές μαραίνει την ψυχή…

Έτσι κι η Καλεάνθη, γεννημένη στο Κάστρο, μετά από 55 χρόνια γύρισε για να παραβρεθεί στη συνάντηση που είχε με τους παλιούς συμμαθητές στο Γυμνάσιο. Βέρα Καστρινή, ένας τύπος Μποέμισσας που βλέπει τη ζωή με αισιοδοξία και μόνιμο χαμόγελο, που μόνο αν την «πικάρουν» τους στολίζει με τα παλιά Γιαννιώτ’κα.

Επισκέφτηκε την παλιά της γειτονιά και δεν βρήκε το σπίτι ίδιο όπως παλιά. Όλα αλλαγμένα και τα μάτια της βούρκωναν όταν μας τα διηγούνταν.  «Αχ… το Κάστρο! Το Κάστρο των Γιαννίνων, το Κάστρο του Αλή Πασιά, των θρύλων». 

Θυμάται όταν έμαθε την ιστορία της Κυρά Φροσύνης στο Σχολείο, κάθε φορά όταν φυσομανούσε άγρια ο βοριάς και τα νερά της λίμνης «ροχθούν» (θορυβούσαν) το ίδιο αφρισμένα, το ίδιο αγριωπά, όπως την τραγική εκείνη νύχτα που με προσταγή του Αλή πνίξανε  στους υγρούς τάφους τη Φροσύνη και τις δεκαεπτά, ο νους της πήγαινε σ’ αυτό. 

Ο λογισμός της σεργιανά στα σούρουπα όταν έβλεπε τις λάμψεις να αναδεύουν τα νερά της Κυρά-Φροσύνης ξεγλιστρούσαν και αντιφέγγιζαν και φώλιαζαν στις βραχοσπηλιές του Κάστρου απομεινάρια οβίδων. 

Νωθρό το βλέμμα του Κάστρου, αποκαμωμένο από το φόρτωμα των αιώνων ξεπλένει την παλιά του ιστορία στους καινούργιους καιρούς, ξαναβαφτίζοντας τους θρύλους στα στοιχειωμένα λιμνήσια νερά.

Συλλογιέται… όταν έβγαινε από την πύλη του Κάστρου, μαθήτρια με την μπλε ποδιά και το λευκό γιακαδάκι έβλεπε στο Κουρμανιό τις μπουγάτσες του Σακελλαρίου και λίγωνε. 

Ανεβαίνοντας έφτανε στον Πλάτανο κι έβλεπε τη Χωριάτικη Αγορά με τα ζαρζαβατικά τα Μπρακμαδίτικα, αυγά, τυρί, κότες…. Τον Τροχονόμο στο «βαρέλι» να ρυθμίζει την κυκλοφορία στα λίγα αυτοκίνητα  το φούρνο του Κωστή και τα παγωτά Σακκαβίτση. (Αβέρωφ - Μητρόπολη - Ανεξαρτησίας).

Ανηφόριζε στις καμάρες με τα χασαπαριά κρεμασμένα στα τσιγκέλια αρνιά  και μοσχάρια, οι κρεοπώλες με τις άσπρες ποδιές και στις μαύρες ζώνες τα μαχαίρια. 

Πιο πάνω τα φρουτεμπορικά, το Χάνι του Καλογερόπουλου τα ποτά Σάρρας, το ξενοδοχείο «Μητρόπολη» και από κει έβλεπε ο «Αρμένος» με τους καφέδες και το φούρνο του Παππά. 

Συνεχίζοντας αριστερά το ζαχαροπλαστείο του Τριανταφύλλου το υποδηματοποιείο  Κωσταδήμα και Λύτη και τα οπτικά Παδιός και δεξιά τα αργυροχρυσοχοεία του Τζουμάκα. Κι έφτανε στην πλατεία. Σ’ όλο το δρόμο καλημέριζε γνωστούς γιατί τότε όλοι γνωριζόμαστε λίγο - πολύ.

Τώρα που κατέβηκε να πάει στο Κάστρο δεν την γνώριζε κανείς και δεν γνώριζε κανέναν. Ούτε καλημέρα, ούτε ένα γεια. Προσπαθούσε να θυμηθεί τα μαγαζιά που ήξερε από τότε. «Λείπω χρόνια» είπε μέσα της, γιατί δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι η «Μικρή μας Πόλη» άλλαξε, μέχρι που μπήκε στο Κάστρο κι έφυγε η γης κάτω από τα πόδια της με αυτά που αντίκρισε με την πρώτη ματιά. Όπως είπε πρώτα πήγα να δω το σπίτι που μεγάλωσα γιατί είναι κοντά στην είσοδο, αλήθεια τι έγινε; Όλα άλλαξαν δεν είναι όπως  τότε, δεν σεβάστηκαν τίποτα.

Mε ένα σφίξιμο στο στήθος τράβηξε για το Ιτς Καλέ, αφήνοντας πίσω τις άσχημες κατ’ εκείνη «αλλαγές». Όταν  αντίκρισε το πλάτωμα αναρρίγησε γιατί θυμήθηκε όταν ήταν μικρή 8-9 χρόνων έβοσκε τα πρόβατα εκεί… άκουγε τα ξεφωνητά των παιδιών που παίζανε στις αλάνες και στις βραχοσπηλιές και ζήλευε. Θυμήθηκε αυτό  το βοριά των Γιαννίνων  που όταν φυσούσε έβλεπε  ασπροφόρετα τα κύματα της Λίμνης, τα βαρυχείμωνα, την καταχνιά τριγύρω και μέσα της… την αντάρα… Πήρε έναν καφέ και κάθισε σ’ ένα παγκάκι ν’ αγναντέψει τη Λίμνη, το Νησί, τη Ντραμπάτοβα, το Μιτσικέλι, τη Μ. Ντουραχάν, το Πέραμα… το Περιστέρι για μια στοχαστική διείσδυση, μια λυρική αναπόληση, αλλά και μια ειδυλλιακή περιπλάνηση.

Στιγμές σιωπηλού προσκυνήματος στην υγρή διαφάνεια της Λίμνης ώρα ρεμβασμού και μαγείας. Είναι μια ώρα συναντεμιού των παλιών με τα σημερινά  κι «εκείνη» ανάμεσά τους νοσταλγός κάτι σαν μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και φανταστικού ταξιδιού. Οι αναμνήσεις μεταβάλλονται σε σκέψεις και λόγια θαυμαστικά του παρελθόντος…

Γυρίζοντας το βλέμμα της στο τζαμί του Ασλάν Πασιά, ήρθε στη μνήμη της ότι εκεί ψηλά στο μιναρέ έδωσε και πήρε τα πρώτα της φιλιά που δεν θα τα ξεχάσει ποτέ. Αν εκείνη την ώρα ο Μουεζίνης έψελνε σίγουρα θα σταματούσε να μην διακόψει την ωραία αυτή στιγμή.

Καλεάνθη μου πώς να ήταν να ξαναζούσες

τη στιγμή αυτή 

που σου πήρε και που του πήρες

εκείνο το φλογερό φιλί…

Γιατί… αυτό θα σου μείνει στην υπόλοιπη ζωή…

Φεύγοντας  η Καλεάνθη μας  με αυτές τις αναμνήσεις, να βουτάνε στα μαγεμένα νερά  της Λίμνης, όπως  σκέψεις και αισθήματα, γιατί εκεί ξαπλώνουν  οι υποσχέσεις της ημέρας, της νύχτας οι κρυφοί καημοί, και οι ελπίδες… μια μυσταγωγία της φύσης.

Καλεάνθη μου όλα αυτά που έζησες  αυτές τις λίγες ημέρες θα σε συνοδεύουν ευχάριστα. Σε περιμένουμε του χρόνου στη συνάντηση των συμμαθητών…