Η Αντιβασιλεία του Όθωνα και ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης…

on .

 Το 1822, μετά την εξόντωση του Αλή Πασά στα Γιάννινα, ο Τουρκικός στρατός ετοιμάζονταν να χτυπήσει την Ελληνική Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Η αρχιστρατηγία ανατέθηκε στο Δράμαλη.

Το καλοκαίρι του 1822 ετοιμάστηκε η μεγαλύτερη στρατιά που είχαν ιδεί μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι, ετοιμάστηκαν 24 χιλιάδες πεζικού στρατού, 8 χιλιάδες ιππικού και εκατοντάδες φορτωμένες καμήλες. Κι όμως, οι ελπίδες του σουλτάνου και του Μέττερνιχ διαψεύστηκαν. Ενώ, ο Ελληνικός Αγώνας μετά τις θριαμβευτικές νίκες των επαναστατών με το στρατηγικό δαιμόνιο του Γέρου του Μοριά, στερεώθηκε σε γερά θεμέλια και άρχισε να φαίνεται καθαρά, ότι θα έφθανε σε αίσιο τέρμα.

Ο Κολοκοτρώνης έστησε θανάσιμη παγίδα στη στρατιά του υπερφίαλου Δράμαλη στο στενό πέρασμα, από Ναύπλιο προς Κόρινθο στα Δερβενάκια. Στο μεταξύ όμως η μεγάλη στρατιά διέσπειρε το φόβο και τον τρόμο στην Πελοπόννησο. Επικρατούσε μεγάλη σύγχυση στο Άργος όπου βρισκότανε προσωρινά η έδρα της Κυβερνήσεως. Οι υπουργοί, οι γερουσιαστές και οι κυβερνητικοί υπάλληλοι έφυγαν.

Στο δρόμο προς τη Λέρνη και την Τρίπολη συνωστίζονται πλήθη φυγάδων, μεταξύ των οποίων ήταν και οι πρόσφυγες από τη Σμύρνη και τη Μ. Ασία. Η Κυβέρνηση και οι Βουλευτές επιβιβάστηκαν σε δύο πλοία στον Αργολικό Κόλπο και από εκεί παρακολουθούσαν την εξέλιξη των πραγμάτων. Οι οπλαρχηγοί προσπαθούσαν να βρουν τρόπο αντιμετώπισης της μεγάλης στρατιάς.

Μόνον ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Υψηλάντης διατήρησαν την ψυχραιμία τους. Ο Γέρος του Μοριά κατόρθωσε να συγκεντρώσει στρατό και να τον ενθουσιάσει λέγοντας ότι θα νικήσουν τον εχθρό. Στο μεταξύ ο Δράμαλης προχώρησε στον Αργολικό κάμπο. Εκεί η θέση του Δράμαλη έγινε επικίνδυνη. Διότι δεν είχε τροφές. Ο τουρκικός στόλος αδιαφόρησε και δεν τον προμήθευσε. Τα άλογα και τα υποζύγια νεκρώνονταν από έλλειψη χόρτου μέσα στο καλοκαίρι το οποίο μάλιστα ήταν πολύ ξηρό.

Επομένως, δεν μπορούσε να κάμει τίποτε άλλο ο Δράμαλης παρά να επιστρέψει στην Κόρινθο. Υποχρεωτικά θα περνούσε από τα στενά των Δερβενακίων. Όλα αυτά τα κατανόησε ο Κολοκοτρώνης. Πήρε 2.500 άνδρες και έφθασε εκεί. Τους τοποθέτησε στις κατάλληλες θέσεις με την εντολή ότι θα επιτεθούν, όταν τους δώσει το σύνθημα αυτός.

Στις 26 Ιουλίου ο τουρκικός στρατός άρχισε να μπαίνει στα στενά. Τότε φώναξε ο Κολοκοτρώνης: «Απάνω τους, Έλληνες, και μη φοβάστε». Τον κύριο ρόλο έπαιξαν: ο Παπαφλέσσας, ο Δημ. Υψηλάντης, ο Νικηταράς και άλλοι. Μόνον στην ασυμφωνία κάποιων πολεμιστών διέφυγε την τέλεια καταστροφή ο Δράμαλης και διέφυγε με τα ράκη του στην Κόρινθο. Λίγους μήνες μετά πέθανε ο ίδιος και εξοντώθηκαν και τα λίγα υπόλοιπα τμήματα.

Με απαίτηση των οπλαρχηγών, η Κυβέρνηση διόρισε τον Κολοκοτρώνη Αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου, εκείνος δε έλαβε μέτρα για τελική εξόντωση των υπολοίπων τμημάτων της στρατιάς. Ο Ελληνικός αγώνας μετά τις θριαμβευτικές επιτυχίες και τις ηρωικές θυσίες των προμάχων της ελευθερίας στερεώθηκε σε γερά θεμέλια και άρχισε να φαίνεται ότι θα έφθανε σε αίσιο τέρμα.

Ο Κολοκοτρώνης έσωσε και στερέωσε την Επανάσταση σε τρία κρίσιμα χρονικά σημεία: Το πρώτο είναι στην αρχή με την πρώτη νίκη στο Βαλτέτσι (13-5-1821) και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς (23-9-1821). Με αυτά στερεώθηκε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Μετά την καταστροφή του Δράμαλη όλη η Ευρώπη αντηχούσε από τις διηγήσεις των Ελληνικών κατορθωμάτων και άρχισε να καλλιεργεί το φιλελληνικό πνεύμα. Αυτό είναι το δεύτερο κρίσιμο σημείο που ο Κολοκοτρώνης στερέωσε την Επανάσταση. Το τρίτο χρονικό σημείο είναι το 1826. Τότε ο Ιμπραήμ βλέποντας ότι δεν επιτύγχανε εύκολα την υποταγή της Πελοποννήσου κήρυξε πλήρη αμνηστία σε όποιον παρουσιάζονταν μπροστά του και προσκυνήσει, δηλώνοντας έτσι μετάνοια, θα έδινε «προσκυνοχάρτια». Στο θέμα αυτό πρωτοστάτησε ο Δημ. Νενέκος και προσπαθούσε να πείσει πολλούς. Ο Κολοκοτρώνης κήρυξε πόλεμο στους προσκυνημένους με το σύνθημα: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Επικήρυξε δε τον Νενέκον. Κατόρθωσε να τον φονεύσει ο αγωνιστής Σαγιάς. Τότε οι περισσότεροι από τους Τουρκοπροσκυνημένους επέστρεψαν στην αγκαλιά της πατρίδας. Η Επανάσταση διέτρεξε μεγάλο κίνδυνο τότε. Αλλά, ο Γέρος του Μοριά αντιμετώπισε αποτελεσματικά και αυτόν τον μεγάλο κίνδυνο.

Από όσα είδαμε βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα: Χωρίς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη δεν ελευθερώνονταν η Ελλάδα!

TTT

Στις 25 Ιανουαρίου 1833, έφθασε στο Ναύπλιο ο βασιλιάς Όθωνας. Ήταν όμως ανήλικος, γι’ αυτό ο πατέρας του Λουδοβίκος διόρισε Αντιβασιλεία που θα ασκούσε τα βασιλικά καθήκοντα μέχρι να ενηλικιωθεί ο Όθωνας. Την Αντιβασιλεία αποτελούσαν: ο Άρμανσμπεργκ, ο Μάουρερ και ο Εϋντεκ.

Η Αντιβασιλεία επέβλεπε τον Κολοκοτρώνη ως δήθεν αντιβασιλικό. Το περιοδικό «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ», αφιερώνει το τεύχος 54 στον Γεώργιο Τερτσέτη, τον δικαστή που αρνήθηκε να υπογράψει την καταδίκη του Κολοκοτρώνη. Εκεί βλέπει κανείς την αλήθεια…

Μαζί με τον Κολοκοτρώνη φυλάκισαν και τον Πλαπούτα. Μετά από έξι μήνες φυλακή πήγε ο Εισαγγελέας Μάσσων (Άγγλος) και με ύφος κωμικοτραγικό λέει στο Γέρο: «Τρομερά πράγματα παρουσιάστηκαν, γέροντα, τα οποία κατάφερε η Κυβέρνηση να ανακαλύψει». –Μπορώ να τα μάθω κι εγώ αυτά τα τρομερά; Ρώτησε κοροϊδευτικά ο Κολοκοτρώνης.

-Ναι, μα θέλω να μην τα αρνηθείς και σου υπόσχομαι στην τιμή μου, αν ομολογήσεις την αλήθεια, πως όχι μόνον θα σε συγχωρέσει η Κυβέρνηση, μα και θα σε στεφανώσει με όσα αγαθά δεν φαντάζεσαι. Φτάνει να ομολογήσεις την αλήθεια και να υποσχεθείς πως θα απέχεις στο εξής από τέτοια. Και τότε η Κυβέρνηση θα σε εναγκαλιστεί και θα σε τιμήσει με λαμπρότητα. –Άφησε τις υποσχέσεις, είπε αυστηρά ο Γέρος, και πες μου τα φοβερά.

Τότε ο Μάσσων ανάλυσε το κατηγορητήριο.

-Κύριε Μάσσων, βρόντησε ο Κολοκοτρώνης, ξέρεις το μύθο της προβατίνας και του λύκου; -Όχι. –Μια φορά ήταν ένας λύκος και μια προβατίνα έπινε παρακάτω νερό. Τότε ο λύκος, που γύρευε πρόφαση για να φάει την προβατίνα της λέει με θυμό: «Μη μου θολώνης το νερό!». –Και τι θέλεις να πεις μ’ αυτό; Ρώτησε ανυπόμονα ο Μάσσων. –Θέλω να πω, πως τέτοια κολοκύθια με τη ρήγανη είναι κι αυτά που μου λες. Εις εμάς εφαίνετο η ημέρα χρόνος και η ώρα μήνας, ωσότου να ιδούμε το βασιλιά μας να πατήσει τα χώματα της πατρίδας μας και την Αντιβασιλεία. Γιατί αποστάσαμε κι εφτωχύναμε κι αφανιστήκαμε δέκα χρόνια τώρα στη σειρά. Αλλοιθωρήσαμε ως που να ιδούμε να φτάσει ο βασιλιάς κι η αντιβασιλεία. Και αυτά τα κολοκύθια με τη ρήγανη φύλαξέ τα να τα πεις σε κάναν άλλον, όχι στον Κολοκοτρώνη. Όλα αξιώθηκα να τα ιδώ στην πατρίδα μου, βασιλιάς έλειπε. Τώρα ήρθε, τον είδα, πεθαίνω ευχαριστημένος και σύρε στο καλό με τα ψέματά σου.

-Μα πιάστηκαν τα έγγραφά σας, έγγραφα ρούσικα. –Αν λες για το γράμμα του υπουργού της Ρουσίας, αυτό δε λέει τίποτα.

TTT

Την ημέρα της δίκης, 3 Απριλίου 1834, όλο το Ναύπλιο ήταν στο πόδι από πολύ πρωί. Βούιζαν τα πλήθη στη μεγάλη πλατεία του πλατάνου. Ο στρατός κρατούσε με κόπο την τάξη. Οι πέντε δικαστές κάθησαν στις θέσεις τους. Πρόεδρος ο Πολυζωίδης Αναστάσιος. Οχτώ χωροφύλακες έφεραν τους κατηγορουμένους από το Ιτς Καλέ. Ο κόσμος άνοιξε για να περάσουν. Ο Κολοκοτρώνης φαινόταν χλωμός. Περπατούσε όμως με τη συνηθισμένη λεβεντιά του παίζοντας το κομπολόι: Ο Πλαπούτας ήταν πιο φρέσκος. Κάθησαν στη θέση τους…

Ο πρόεδρος χτύπησε το κουδούνι. Σύστησε ησυχία στο ακροατήριο. Ο γραμματέας Ζώτος διάβασε το κατηγορητήριο. Ο Πρόεδρος το εξήγησε. Ύστερα είπε να βγάλουν έξω τον Πλαπούτα. Κατόπιν είπε με σταθερή φωνή στο Γέρο: -Σήκω επάνω, κατηγορούμενε. Έγινε σιωπή απόλυτη. Βελόνα νάρριχναν θα ακουγόταν. Ο Γέρος είχε τώρα την όψη γεμάτη λύπη και αξιοπρέπεια.

-Πώς ονομάζεσαι; -Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

-Πόθεν κατάγεσαι; -Από το Λιμποβίτσι της Καρύταινας.

-Πόσων ετών είσαι; -Εξηντατεσσάρων.

-Τι επάγγελμα έχεις; -Στρατιωτικός! Σαρανταεννιά χρόνους κρατάω το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα!

-Πες μας τι απολογείσαι διά την κατηγορίας, η οποία σου αποδίδεται; Άθελο, πικρό χαμόγελο του ανέβηκε στα χείλη. Άρχισε να διηγείται πώς πήγε στην Τριπολιτσά και στην Καρύταινα για κοινωνικές του υποχρεώσεις, οι οποίες δεν είχαν καμιά σχέση με αυτά που τον κατηγορούσαν… Άμα ήρθε ο βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κ’ ησύχασα στο περιβόλι μου. Τώρα με κυνηγούν μα γιατί; Ο Γέρος τελείωσε, κάθησε ατάραχος, παίζοντας με τις χάντρες του κομπολογιού του. Το ακροατήριο, βαθειά συγκινημένο, δεν έκανε τώρα την παραμικρότερη ταραχή. Αφού απολογήθηκε και ο Πλαπούτας, άρχισαν να καταθέτουν οι 43 μάρτυρες κατηγορίας! Το τι κατέθεσαν όλοι αυτοί, δεν λέγεται.

Σε λόγια τέτοιων ανθρώπων θέλησε να στηρίξει την κατηγορία η αντιβασιλεία για να πάρει το κεφάλι του Κολοκοτρώνη. Η υπεράσπιση δεν κουράστηκε πολύ για να τους φέρει σε αντιφάσεις. Ο Μάσσων με ένα σωρό σοφίσματα προσπαθεί να μην αφήσει να εξεταστεί ούτε ένας μάρτυρας από το ακροατήριο.

Το δικαστήριο διέκοψε τη συνεδρίαση για να σκεφθεί. Στο «Σωτήρα», φιλοκυβερνητική εφημερίδα, δημοσιεύτηκε άρθρο κατά του Κολοκοτρώνη, που τελείωνε με τη φοβέρα: «Ό,τι κι αν κάνετε το τέλος σας είναι γνωστό»!

Ο Εισαγγελέας Μάσσων, όταν άρχισε την αγόρευσή του φάνηκε ότι ήταν απλή μαριονέτα της αντιβασιλείας και τελείωσε με τη φράση: Διακηρύττω τους εγκαλουμένους ενόχους και απαιτώ τον θάνατον αυτών! Ο Γεώργιος Τερτσέτης σηκώθηκε ολόρθος και του είπε: «Ποιος είσαι συ, που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την βασιλείαν επάγγελμα τόσον επικίνδυνο για την τιμή και τη ζωή των υπηκόων; Ποιος είσαι συ που παίζεις μ’ εμάς, εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο που γεννηθήκαμε;»…

Οι δικαστές αποσύρθηκαν να σκεφτούν. Οι τρεις δικαστές αποφάσισαν την ποινή του θανάτου. Ο Πρόεδρος Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης αρνήθηκαν. Οι τρεις ετοίμασαν την απόφαση την καταδικαστική και προκαλούσαν με σαρκασμούς τον Πρόεδρο Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη να υπογράψουν. Αυτοί αρνήθηκαν κοφτά, με τον πιο αντρίκιο τρόπο.

Ύστερα από τέσσερις ώρες συζήτηση, έστειλαν την απόφαση των τριών δικαστών μαζί με μια ιδιαίτερη αναφορά που έκαμαν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης με την οποία δικαιολογούσαν την άρνησή τους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Οι ακέραιοι αυτοί άνδρες προσπαθούσαν να γλυτώσουν το κεφάλι των κατηγορουμένων ηρώων.

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης τους είπε: Εν ονόματι του βασιλέως, σας προστάζω να υπογράψετε: -Εν ονόματι της Δικαιοσύνης, αποκρίνεται σταθερά ο Πολυζωίδης, και του ιερού προσώπου του βασιλέως, του οποίου ο θρόνος στηρίζεται σ’ αυτήν, δεν υπογράφουμε. Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι.

Ο Τερτσέτης είπε: Δεν θα μας βρήτε συνεργούς στη δολοφονία δύο ανθρώπων. Ο Πολυζωίδης πρόσθεσε: Ό,τι σήμερα δυσαρεστεί, θα ευχαριστήσει αύριο.

Όταν τους ανέβασαν οι αστυνομικοί στο Γραφείο, για να βρίσκονται τυπικά την ώρα της υπογραφής, ο Τερτσέτης φώναξε: Το σώμα μου μπορείτε να το κάμετε όπως θέλετε, μα ποτέ δεν θα μπορέσετε να παραβιάσετε τη συνείδησή μου και το στοχασμό μου.

Μετά την υπογραφή έφεραν στην αίθουσα τον Καλοκοτρώνη και τον Πλαπούτα μπροστά στην έδρα. Ο γραμματέας διαβάζει την απόφαση: Οι κατηγορούμενοι καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης Προδοσίας.

Ο Γέρος άκουσε ατάραχος: «Είδα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον εφοβήθηκα, λέει στην βιογραφία του, ούτε τώρα».

Μνήσθητί μου, Κύριε, είπε ήρεμα, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου! Και έκαμε το σταυρό του. Έβγαλε αργά την ταμπακέρα του, πήρε πρέζα, ρούφηξε, πρόσφερε και στους άλλους. Είδε τον Πλαπούτα να δακρύζει: Ντροπή, ξάδερφε, του είπε σιγά. Εμείς εκάμαμε το χρέος μας στην πατρίδα. Αυτοί ας μας καταδικάζουν. Καλύτερα να πάμε άδικα, παρά δίκαια.

Οι χωροφύλακες τους οδήγησαν στις φυλακές του Ιτς Καλέ. Εκεί έμειναν μέχρι το Μάιο του 1835. Τότε ενηλικιώθηκε ο Όθωνας και ανέλαβε ο ίδιος τη διοίκηση. Έδωσε χάρη στους στρατηγούς και αποφυλακίστηκαν…