«Το βασιλόπουλο του Λιβόρνο» και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας…

on .

Μια ακόμα έκπληξη μας περίμενε τους Ηπειρώτες εκδρομείς που βρεθήκαμε, τις προάλλες, στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Διασχίζαμε την κεντρική οδό της πόλης -τη «Via Grande»- που συνδέει το λιμάνι με την κεντρική πλατεία, την «Πλατεία Δημοκρατίας».

Δίπλα στην κεντρική αυτή οδό πρόβαλε ένα μεγαλοπρεπές γλυπτό  δημιούργημα, στην κορυφή του οποίου καμάρωνε, γεμάτος περηφάνια -όπως μας εξήγησε ο συνοδός μας, πρόεδρος  του Συλλόγου «Borgo dei Greci» Umberto Cini- o ιδρυτής της πόλης Φερδινάνδος Α’ των Μεδίκων και στη βάση του δημιουργήματος τέσσερα μπρούτζινα αγάλματα αλυσοδεμένων πειρατών σκλαβεμπόρων που ταλαιπωρούσαν, επί αιώνες, ολόκληρη την περιοχή της Μπαρμπαριάς και είχαν αποβεί ο φόβος και ο τρόμος των ναυτικών που ταξίδευαν στις περιοχές της Αφρικής και της Ευρώπης. Αυτούς, λοιπόν, τους πειρατές κατατρόπωσε, κατά την παράδοση, ο Δούκας της Τοσκάνης Φερδινάνδος Α’• απελευθέρωσε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, κατέστησε το Λιβόρνο κέντρο εμπορίου και επιχειρηματικής δραστηριότητας σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.

Σε ανάμνηση αυτής της νίκης, αμέσως μετά το θάνατό του, έστησαν προς τιμήν του αυτό το μνημείο - σύμβολο στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης, που αποτελεί από τότε το κύριο χαρακτηριστικό της και το πιο ενδιαφέρον αξιοθέατο, όχι μόνο για τους κατοίκους του Λιβόρνου και της περιοχής της Τοσκάνης, αλλά και για όλους τους μετανάστες - ναυτικούς και εμπόρους-που βρέθηκαν σ’ αυτήν την περιοχή και ανέπτυξαν αξιόλογη δραστηριότητα. Ανάμεσα σ’ αυτούς πρωτοποριακή ήταν η δραστηριότητα των Ελλήνων, οι οποίοι, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Συναδελφότητας της Αγίας Τριάδος, κατέστησαν το Λιβόρνο ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά και εθνικά κέντρα του Απόδημου Ελληνισμού.

Η αρχική αυτή έκπληξη όμως είχε και συνέχεια, με το ανάλογο ενδιαφέρον, που προέκυψε από τη συζήτηση που ακολούθησε. Οι περιπέτειες από τους σκλαβεμπόρους Μαυριτανούς, που δρούσαν ανενόχλητοι στη Μεσόγειο, πριν από τον Φερδινάνδο Α’, εξαφάνιζαν τους κόπους και αφαιρούσαν ζωές αθώων ανθρώπων που, κάτω από τις πιο σκληρές, για κείνη την εποχή, συνθήκες αγωνίζονταν για τον επιούσιο. Αυτές ήταν γνωστές στους Έλληνες ναυτικούς, από τους οποίους μάλιστα αρκετοί υπήρξαν και θύματά τους• διαδίδονταν προφορικά από γενιά σε γενιά, καθρεφτίζοντας μια ζωή γεμάτη κακουχίες και κινδύνους, καθώς διέσχιζαν με τα γνωστά πλεούμενα της εποχής τις έτσι κι αλλιώς ταραγμένες θάλασσες που ένωναν τις δυο γειτονικές χώρες, την Ελλάδα και την Ιταλία. 

Γνωστά επίσης ήταν τα προνόμια που τους εξασφάλιζαν τα ευεργετικά γι’ αυτούς μέτρα του Φερδινάνδου Α’, με την εξαφάνιση των σκλαβεμπόρων εχθρών τους και την ελεύθερη ναυσιπλοία στην περιοχή. Γνωστές τέλος ήταν οι εντυπώσεις των Ελλήνων του Λιβόρνου από τη θέα και τον ανάλογο θαυμασμό που τους προκαλούσε το γεμάτο συμβολισμό δημιούργημα του Φερδινάνδου Α’ και των τεσσάρων Μαυριτανών που κοσμούσε και κοσμεί και σήμερα το κέντρο της πόλης. Σ’ αυτές μάλιστα τις περιπτώσεις, με το πέρασμα του χρόνου, οι κάθε είδους εμπειρίες και εντυπώσεις, καθώς έχουν μέσα τους το ηρωικό στοιχείο και αναμεταδίδονται ανεξέλεγκτα από την προφορική παράδοση, συχνά ξεφεύγουν συνειδητά ή ασυνείδητα από τα όρια της λογικής και της πραγματικότητας και εγγίζουν -ή και ξεπερνούν- τα όρια του μύθου.

Αυτά τα είχε υπόψη του ο γνωστός από τα μαθητικά μας χρόνια διηγηματογράφος Ανδρέας Καρκαβίτσας. Ως αγροτικός γιατρός γνώρισε τις άθλιες συνθήκες των ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας της εποχής του, τις κατέγραψε και αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για το γνωστό στους πιο πολλούς έργο του «Ζητιάνος». Μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας, τοποθετήθηκε ως υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο «Αθήναι», με το οποίο περιπλανήθηκε στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες από τα παράλια της Μ. Ασίας, τον Ελλήσποντο, τη Μαύρη Θάλασσα και την ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου.

Έζησε έτσι από κοντά τη ζωή των ναυτικών που πάλευαν καθημερινά με τη θάλασσα, άκουγε και κατέγραφε εμπειρίες, εντυπώσεις από αυτήν την περίοδο, καθώς και προγενέστερες παραδόσεις από προηγούμενες εποχές των περιοχών στις οποίες ταξίδευε• άκουγε με προσοχή από τους ίδιους τους ναυτικούς, κατά τις ατέλειωτες ώρες της θαλασσινής περιπλάνησης, να διηγούνται στη δική τους γνήσια λαϊκή γλώσσα τις δικές τους κακουχίες και τις κακουχίες των προγόνων τους• ένιωσε έτσι την ανάγκη να τις καταγράψει στο περισπούδαστο έργο του «Λόγια της Πλώρης», με το δικό του λογοτεχνικό τρόπο και την ανάλογη μετατροπή μορφής και περιεχομένου, απεικονίζοντας αυτά «τα καματερά που οργώνουν το κύμα στη βουκέντρα της ανάγκης», κατά τρόπο μάλιστα που έκανε τους κριτικούς να θεωρήσουν το έργο του ως τη «θαλασσινή εποποιία του σύγχρονου Ελληνισμού».

Με αυτό το έργο, κατά τρόπο ίσως παράδοξο για μερικούς, σχετίζεται και το γλυπτό σύμπλεγμα που προαναφέραμε και το βλέπετε και στην εικόνα που παραθέτουμε, με τον ίδρυτή του Λιβόρνο και τους τέσσερις πειρατές Μαυριτανούς που ως σύμβολο κοσμεί το πιο κεντρικό σημείο του Λιβόρνο.

Η σχετική παράδοση ήταν γνωστή οπωσδήποτε στον Ανδρέα Καρκαβίτσα, από διηγήσεις ναυτικών Ελλήνων που είχαν ζήσει οι ίδιοι και οι προπάτορες τους τις περιπέτειες καθώς διέσχιζαν τις θάλασσες που ένωναν την πρώτη με τη δεύτερη πατρίδα τους. Έτσι, το Λιβόρνο έπαιρνε γι’ αυτούς θρυλικές διαστάσεις, αναμειγνυόταν με άλλους μύθους και συνδεόταν με εντυπώσεις που δημιουργούνταν από τη θέα του Μνημείου στο κεντρικό σημείο της πόλης για να θυμίζει τον ιδρυτή της ως περήφανο θριαμβευτή για τις νίκες του κατά των κουρσάρων της Μεσογείου. Το Λιβόρνο βέβαια δεν είχε ούτε βασιλιά, ούτε βασιλόπουλο• είχε απλώς τον απελευθερωτή του, το Δούκα Φερδινάνδο, που εξασφάλισε στους μόνιμους κατοίκους του και στους απόδημους Έλληνες τις προϋποθέσεις να αναπτύξουν ανενόχλητοι τις δραστηριότητές τους και να γράψουν με αυτές μερικές από τις χρυσές σελίδες του Απόδημου Ελληνισμού. Αυτές, σε τελευταία ανάλυση, εκθειάζει, με το δικό του λογοτεχνικό τρόπο, που έχει ως ιστορικό υπόβαθρο τις διηγήσεις των συμπατριωτών του, στο «Βασιλόπουλο του Λιβόρνο» ένα από τα διηγήματα που συνθέτουν το περισπούδαστο έργο του «Λόγια της Πλώρης».

Για μια ακόμα φορά, κατά τις μακροχρόνιες αναζητήσεις μας, σε μέρη που σχετίζονται με το πιο ανεκτίμητο εθνικό κεφάλαιο του Απόδημου Ελληνισμού, μας δόθηκε η ευκαιρία να κατανοήσουμε την πολύτιμη προσφορά της επιτόπιας έρευνας, η οποία, με το ανεξάντλητο αρχειακό και μνημειακό υλικό της, αποτελεί το μίτο της Αριάδνης που σου επιτρέπει να εισχωρήσεις στο λαβύρινθο γεγονότων και καταστάσεων που διαφορετικά στέκονται απέναντί σου αδιάφορα, κενά περιεχομένου ή εντελώς ανεξήγητα.

ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ