Τι αναφέρει ο Ηρόδοτος για τη Δωδώνη…

on .

 Ο Ηρόδοτος είναι ο «Πατέρας της Ιστορίας». Δίκαια του αποδόθηκε ο τίτλος αυτός, διότι είναι ο πρώτος που έγραψε Ιστορία σε πεζό. Γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό της Μ. Ασίας το 490 π.Χ. και πέθανε το 425 π.Χ. στους Θούριους της Κάτω Ιταλίας. Το σύνολο του έργου του είναι μια Παγκόσμια Ιστορία. Οι Αλεξανδρινοί μελετητές την διαίρεσαν σε 9 βιβλία. Σε κάθε ένα από τα εννιά βιβλία έδωσαν το όνομα μιας από τις εννιά Μούσες το 1ο το ονόμασαν Κλειώ, το 2ο Ευτέρπη, το 3ο Θάλεια, το 4ο Μελπομένη, το 5ο Τερψιχόρη, το 6ο Ερατώ, το 7ο Πολύμνια, το 8ο Ουρανία και το 9ο Καλλιόπη.

Ενωρίς έδειξε μεγάλη αγάπη στα ταξίδια και ως περιηγητής και εξερευνητής επισκέφτηκε πολλά μέρη του τότε γνωστού κόσμου. Έτσι, έγραψε ιστορία για όλες αυτές τις χώρες. Γι’ αυτό και η Ιστορία του ονομάστηκε παγκόσμια. Όπως θα δούμε πιο κάτω, στα ταξίδια του αυτά ήρθε και στη Δωδώνη…

Τη μόνη πληροφορία που έχουμε για τη Δωδώνη πριν από τον Ηρόδοτο τη βρίσκουμε στην Ιλιάδα του Ομήρου Ραψωδία Π στίχοι 230-233, όπου μας πληροφορεί ότι ο Αχιλλέας επικαλείται τη βοήθεια του Δωδωναίου Δία.

Σε έμμετρη μετάφραση του Πολυλά οι στίχοι έχουν ως εξής:

Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη στη Δωδώνη

πέρα την κακοχείμωνη, όπου από σε προσφέρουν

οι άλουτοι, χαμόκοποι Σελλοί ρήματα θεία,

Από το πρώτο βιβλίο της Ιστορίας του Ηροδότου, κεφ. 46 έχουμε την πληροφορία ότι ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος έστειλε από τις Σάρδεις (Μ. Ασία) ανθρώπους του στη Δωδώνη, για να συμβουλευθεί το Μαντείο, αν έπρεπε να εκστρατεύσει κατά των Περσών.

Στο δεύτερο βιβλίο του ο Ηρόδοτος, μαζί με άλλες ειδήσεις, μας πληροφορεί ότι ο ίδιος επισκέφθηκε τη Δωδώνη. Έτσι, την είδε με τα μάτια του και εκεί άκουσε με τα αυτιά του πολλά ενδιαφέροντα πράγματα (Β 52-58).

Το σημαντικότερο που τονίζει εδώ είναι η πληροφορία ότι το Μαντείο της Δωδώνης την εποχή εκείνη ήταν το αρχαιότερο από όλα τα Μαντεία της Ελλάδας. Γι’ αυτό και το σέβονταν και το τιμούσαν πολύ όχι μόνον οι Έλληνες, αλλά και οι ξένοι από τις μακρινές χώρες.

Οι Πελασγοί, λέει ο Ηρόδοτος, δεν είχαν χωριστά ονόματα για τους θεούς. Τα πήραν από τους Αιγύπτιους. Έτσι του είπαν στη Δωδώνη. Πρώτα στη Δωδώνη έδωσαν ονόματα στους θεούς και από την Πελασγική Δωδώνη πήραν τα ονόματα των θεών οι άλλοι Έλληνες.

Στα ονόματα των θεών πρόσθεσαν οι ποιητές, όπως ο Όμηρος, τις προσωνυμίες. Και, όπως κυρίως ο Ησίοδος, ποιητές διαμόρφωσαν τη Θεογονία, δίνοντας συγχρόνως στους θεούς αξιώματα και ειδικότητες (επιτηδεύματα) και μορφή.

Όσο για την ίδρυση του μαντείου της Δωδώνης ο Ησίοδος μας κάνει γνωστές διάφορες ιστορίες. Μία ιστορία έμαθε από τους ιερείς του Άμμωνος Δία στην Αίγυπτο, όταν την επισκέφτηκε.

Φοίνικες, λέει, πήραν από εκεί δύο ιέρειες και τη μία την έφεραν στη Λιβύη, την άλλη στην Ελλάδα. Αυτές πρώτες ίδρυσαν τα μαντεία στην έρημο Σίβα της Λιβύης και στη Δωδώνη. Αυτά έμαθε ο Ηρόδοτος στην Αίγυπτο, αλλά στη Δωδώνη του τα είπαν κάπως αλλοιώς: Δύο περιστέρες μαύρες έφυγαν από το ιερό του Άμμωνος Διός στην Αίγυπτο και η μία πέταξε στη Λιβύη, η άλλη στη Δωδώνη. Αυτή κάθησε στη ρίζα της Δωδωναίας φηγού (είδος βελανιδιάς) και με ανθρώπινη φωνή η περιστέρα είπε πως εκεί πρέπει να γίνει Μαντείο του Διός. Οι Δωδωναίοι το εθεώρησαν θέλημα θεού και ίδρυσαν το Μαντείο. Αυτά έλεγαν οι ιέρειες.

Προμένεια έλεγαν τη μεγαλύτερη, Τιμαρέτη τη δεύτερη και Νικάνδρη τη νεότερη. Αλλά και οι κάτοικοι στη γύρω περιοχή της Δωδώνης τα ίδια έλεγαν. Ο Ηρόδοτος, όμως, δίνει δική του ερμηνεία σε όσα άκουσε: Αν είναι αλήθεια ότι οι Φοίνικες έφεραν από την Αίγυπτο μία γυναίκα στη Λιβύη και μία στην Ελλάδα, η οποία τότε λεγότανε Πελασγία, η δεύτερη γυναίκα πουλήθηκε στους Θεσπρωτούς και υπηρετώντας στη Δωδώνη ίδρυσε, κάτω από φηγό, ιερό του Δία για να θυμάται το ιερό της στις Θήβες της Αιγύπτου.

Αφού έμαθε τα ελληνικά ίδρυσε Μαντείο, όπως η αδελφή της στη Λιβύη. Τις δύο Αιγύπτιες ιέρειες τις είπαν Πελειάδες (περιστέρες) οι Δωδωναίοι στην αρχή, γιατί βαρβάριζαν μιλώντας, γούγλιζαν, όπως τα περιστέρια. Τελικά όμως είπαν οι Δωδωναίοι ότι η «περιστέρα» τους μιλάει σωστά και την είπαν γυναίκα. Και «μαύρη» που την έλεγαν την «περιστέρα» εννοούσαν ότι ήταν Αραπίνα. Πάντως ο Ηρόδοτος βεβαιώνει ότι τη μαντική άκουσαν στη Δωδώνη, όπως στις Θήβες της Αιγύπτου. Το λέει αυτόπτης και αυτήκοος.

Αλλά, και από το Βορρά ήλθαν στοιχεία λατρείας πρώτα στη Δωδώνη και ύστερα στην άλλη Ελλάδα, όπως μας πληροφορεί πάλι ο Ηρόδοτος στο τέταρτο βιβλίο των Ιστοριών του (Δ33). Στο σημείο αυτό ο Ηρόδοτος αναφέρει πολλές πληροφορίες για τη λατρεία της εποχής εκείνης.

Από τους Υπερβορείους έφθασαν στους Σκύθες και στην Αδριατική και από τη Δωδώνη κατέβηκαν στην περιοχή του Μαλιακού κόλπου και στην Εύβοια και τα άλλα νησιά του Αιγαίου.

Σημαντική από άλλες απόψεις είναι η σχετική προς την Απολλωνία κοντά στις εκβολές του Αώου ποταμού που αναφέρει το Μαντείο της Δωδώνης στο τελευταίο βιβλίο του Ηροδότου (Ι.93). Αλλά το σύντομο αυτό σημείωμα αρκεί να συνοψίσουμε τον Ηρόδοτο σχετικά με τη Δωδώνη τονίζοντας το ιστορικό βάθος που βεβαιώνει ο «πατέρας της Ιστορίας» μέχρι τους προϊστορικούς χρόνους, αλλά και τη γεωγραφική έκταση των Δωδωναίων σχέσεων από την Ανατολή στη Δύση και από το Νότο στο Βορρά, από τους Υπερβόρειους ως την Αίγυπτο και την Αφρικανική έρημο της Λιβύης, όπου ήταν το ιερό του Άμμωνος Διός στην έρημο Σιβά.

Έχοντας αυτά υπόψει θα καταλάβουμε καλύτερα και το νόημα της επίσκεψης του Μεγ. Αλεξάνδρου στην έρημο Σιβά και γιατί ο ιερέας του Άμμωνος τον προσφώνησε: «παι Διός» και την θεοποίηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος ήταν παιδί της Ολυμπιάδας, που στην καταγωγή ήταν Ηπειρώτισσα. Οι αρχαίοι δε ιερείς του Άμμωνος Διός εγνώριζαν για την Ηπειρωτική Δωδώνη και για τη μητέρα του Αλεξάνδρου πολλά πράγματα. Γι’ αυτό ο ιερέας του Άμμωνος τον προσφώνησε έτσι…