Ο Ανώνυμος ποιητής των Δημοτικών τραγουδιών…

on .

Τα δημοτικά τραγούδια θεωρήθηκαν έργο κάποιου ανώνυμου και απρόσωπου ποιητή. Τα τραγούδια αυτά είναι του λαού γιατί είναι δημιουργήματά του.

Διερωτώνται πολλοί: Πώς είναι δυνατό ο λαός ομαδικά να συνθέσει ένα τραγούδι; Βέβαια, ποτέ, πολλοί μαζί, δεν είναι δυνατό να συνθέσουν τραγούδι. Όμως, ανάμεσα στην ομάδα των τραγουδιστών κάποιος έχει το χάρισμα να αυτοσχεδιάζει στίχους και συγχρόνως να τραγουδάει. Σε κάποια στιγμή κεφιού παντρεύει το στίχο με τη μουσική και 

βγαίνει το τραγούδι. Πολλά τραγούδια συνθέτονται σε διάφορες περιστάσεις: στους χορούς, στα μοιρολόγια (όταν θρηνούν το νεκρό) και τότε έχουμε πλήθος από αυτοσχέδια δίστιχα (λιανοτράγουδα), τραγούδια της αγάπης και πολλά άλλα με ποικίλο περιεχόμενο.

Η σύνθεση ενός τραγουδιού από τον λαϊκό ποιητή αποτελεί ανάγκη εσωτερική που δημιουργεί αυθόρμητα εξευρίσκοντας τη στιγμή της δημιουργίας, το ρυθμό και τη μελωδία.

Πολλές φορές, όταν βγάζει καινούριο τραγούδι το προσαρμόζει σε μοτίβα που υπάρχουν από την παράδοση, κυρίως ως προς τη μελοποίηση. Οι έντονες συγκινησιακές καταστάσεις (χαράς ή λύπης) που προέρχονται από γεγονότα προσωπικά και οικογενειακά, φέρνουν την έμπνευση και το αποτέλεσμα. Επίσης γεγονότα εθνικά γίνονται πρόξενοι δημιουργίας τραγουδιών. Όταν ο λαός συγκλονίζεται από κάποιο εθνικό ατύχημα, ο προικισμένος τραγουδιστής εξωτερικεύει με το τραγούδι του τον πόνο και την πίκρα για το ατύχημα. Οι ανώνυμοι αυτοί τραγουδιστές διακρίνονται για τη φαντασία και την ικανότητά τους, καθώς και για τον πλούσιο συναισθηματικό τους κόσμο. Σε κάθε τέτοιο τραγούδι διαφαίνεται η εσώτερη ψυχική κατάσταση του τραγουδιστή, η ποιητική του αξία, η δημιουργική του πνοή, η ειλικρίνεια, ο αυθορμητισμός και η απλότητά του. 

Επιδίωξη του ανώνυμου τραγουδιστή είναι να χαρίσει, στον περίγυρό του, στο στενό ή ευρύτερο περιβάλλον, τα τραγούδια του χωρίς να γίνεται γνωστός. Τα αυτοσχέδια αυτά τραγούδια υιοθετούνται και μαθαίνονται από την ομάδα και μετά από όλους τους συντοπίτες του, ανάλογα με την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση των ανθρώπων που υιοθέτησαν το τραγούδι γίνονται δεκτά χωρίς μεταβολές ή ενίοτε προσθέτοντας ή αφαιρώντας κάποιους στίχους, λέξεις ή και μεγαλύτερα κομμάτια. Αρκετές φορές τραγουδιστές ή και οργανοπαίκτες τροποποιούν το στίχο και τη μελωδία, κρατώντας τα βασικά στοιχεία του τραγουδιού, τη «ραχοκοκαλιά», προσπαθώντας να τα προσαρμόσουν στη δική τους ψυχοσύνθεση. Τέτοια τραγούδια είναι τα ερωτικά (της αγάπης), τα εργατικά, τα εθνικά (εξαιτίας σοβαρών εθνικών γεγονότων).

Το ιδιαίτερο γνώρισμα των δημοτικών τραγουδιών είναι ότι πολλές φορές αλλοιώνεται, τροποποιείται ή και μεταβάλλεται μερικώς ο στίχος, παραμένει όμως η μουσική παράδοση, το μέλος. Οι μεταβολές αυτές των στίχων εξηγούνται από το γεγονός ότι το τραγούδι κυκλοφορεί από γενιά σε γενιά, ανώνυμο και απρόσωπο, και ως κείμενο παρουσιάζεται ευμετάβλητο, επιδεχόμενο αλλοιώσεις. Και αυτό συμβαίνει γιατί ο ανώνυμος ποιητής δεν επιθυμούσε να γίνει γνωστό το όνομά του.

Τον ποιητή του δημοτικού τραγουδιού δεν τον ενδιαφέρουν φιλολογικοί ή κερδοσκοπικοί λόγοι, απλά εκφράζει τον πλούτο των συναισθημάτων του. Αρκετές φορές γνωστά δημοτικά τραγούδια διασκευάζονται ως προς τη μουσική και τους στίχους από σύγχρονους συνθέτες και παίζονται από οργανοπαίχτες. Τα διασκευασμένα αυτά τραγούδια πολύ απέχουν από τα γνήσια και ανόθευτα δημοτικά.

Ο λαϊκός στιχουργός συνήθως είναι απαίδευτος. Αυτό όμως είναι χωρίς σημασία, γιατί ο άνθρωπος αυτός νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί, να λυτρωθεί και αυτό κάνει, αντλώντας από την τοπική παράδοση εμπειρίες και γνώσεις. Με πυξίδα την παράδοση προσθέτει και εκείνος την προσωπική του δημιουργία, πλουτίζοντας έτσι τα δημοτικά τραγούδια.