«Εύπεπτα» αναγνώσματα και διαστροφή της ανάγνωσης…

on .

 Σε μια εποχή αναγνωστικής ένδειας και των e-books (των ψηφιακών βιβλίων), θα υποστήριζε κάποιος ότι συνιστά ίσως πολυτέλεια να συζητάμε για διαστροφή της ανάγνωσης, για «σοβαρά» και «εύπεπτα» κείμενα, αφού το προαπαιτούμενο (η ανάγνωση) έχει συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό.

Αυτό επιφανειακά, γιατί στο βάθος το μεν δεν αποκλείει το άλλο. Και επειδή το θέρος είναι για πολλούς μία περίοδος επαφής με το βιβλίο (διακοπές γαρ), αν και η επαφή μας με αυτό δεν πρέπει να είναι συγκυριακή, χρήσιμο είναι, θεωρούμε, να παραθέσουμε κάποια στοιχεία βασισμένα σε σχετικές έρευνες, γύρω από το βιβλίο και την ανάγνωση, με μοναδική στοχοθεσία την καλύτερη επαφή μαζί του συνδυάζοντας «το τερπνόν μετά του ωφελίμου» (το ευχάριστο με το χρήσιμο), όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας. 

Τη διάκριση μεταξύ επαρκούς και «μηχανικού αναγνώστη», όπως αποκαλεί τον ακατατόπιστο, αδαή αναγνώστη, επιχειρεί με πειστική επιχειρηματολογία η διάσημη Αμερικανίδα μυθιστοριογράφος Ίντιθ Ουόρτον (Edith Wharton, 1862-1937) στο έξοχο δοκίμιό της «Η διαστροφή της ανάγνωσης», το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1903, καταλήγοντας σε πραγματικό κόλαφο κατά του μέσου μηχανικού αναγνώστη. Είναι η εποχή κατά την οποία η εκβιομηχάνιση συμπαρασύρει την εκδοτική παραγωγή, ενισχύει την μαζική κυκλοφορία του βιβλίου, πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό βιβλίων, αντιτύπων και αναγνωστών, και επιφέρει νέα αναγνωστικά ήθη. Οι πάντες διαβάζουν. 

Έτσι, ένας νέος τύπος αναγνώστη γεννιέται, φτάνοντας ως τις μέρες μας. Ο τύπος του μηχανικού αναγνώστη, ο οποίος θεωρώντας ότι το διάβασμα είναι πνευματικό προτέρημα, μια ηθική υποχρέωση, καταβροχθίζει τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα με βουλιμία, μη κατανοώντας απολύτως τίποτα μέσα στην πλήρη άγνοιά του. Η Ουόρτον, αφού αποσαφηνίσει ότι «το να διαβάζεις δεν είναι αρετή∙ το να διαβάζεις καλά όμως είναι τέχνη, μια τέχνη που μόνο ο γεννημένος αναγνώστης μπορεί να την κατακτήσει», ομολογεί ότι δεν έχει τίποτα με τον τύπο του μηχανικού αναγνώστη, από τη στιγμή που αυτός περιορίζεται αποκλειστικώς στο να διαβάζει «σκουπίδια». Όταν όμως «οπλισμένος με τη μεγάλη ιδέα για το καθήκον του, εισβάλλει στην επικράτεια των γραμμάτων -συζητά, κριτικάρει, καταδικάζει, ή, ακόμα χειρότερα, επαινεί- τότε είναι που η διαστροφή της ανάγνωσης γίνεται απειλή για τη λογοτεχνία», αναφερόμενη προφανώς στους κριτικούς της λογοτεχνίας.

Η ικανότητα, λοιπόν, της ανάγνωσης δεν είναι φιλοτιμία ή αρετή, ούτε ακολουθεί κάποιο ωρολόγιο πρόγραμμα. Δεν γνωρίζει αντικειμενικούς κανόνες ούτε δεσμεύεται από τον χρόνο και τις υποχρεώσεις, απλώς διότι «το διάβασμα αποτελεί ένα συνεχές υπόγειο ρεύμα που διατρέχει όλες τις ασχολίες» του ανθρώπου. Η Ουόρτον θέλει εν ολίγοις, να αντιπαραθέσει τον δημιουργικό, ευφάνταστο, πεπαιδευμένο αναγνώστη στον απαίδευτο, μηχανικό αναγνώστη, ο οποίος τρέχει πίσω από το «μυθιστόρημα του μήνα» ή τις λαϊκές εκδοχές σκοτεινών και δύσκολων θεμάτων με επιστημονικές κοινοτοπίες ή, ακόμη χειρότερα, ο οποίος έχει πρόσβαση στη σοβαρή λογοτεχνία για την οποία και εκφέρει χωρίς αιδώ την άποψή του.

Το ζήτημα, όμως, δεν εξαντλείται εδώ. «Η βλαπτική επίδραση του μηχανικού αναγνώστη», συνεχίζει η Ίντιθ Ουόρτον, «προκαλώντας ζήτηση για μέτρια γραπτά διευκολύνει τη σταδιοδρομία του μέτριου συγγραφέα. […] Είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον (ένα είδος αλληλοτροφοδότησης), άρα μπορούν να λυμαίνονται ο ένας τον άλλον ατιμωρητί. […] Τέλος, ο μηχανικός αναγνώστης, με την απαίτησή του για εύπεπτη λογοτεχνία και με την ανικανότητά του να ξεχωρίσει το σκοπό από τα μέσα, έχει οδηγήσει σε λάθος δρόμο τις τάσεις της κριτικής, ή μάλλον έχει φτιάξει ένα πλάσμα κατ’ εικόνα του –τον μηχανικό κριτικό». Ο φαύλος κύκλος αναγνώστη –συγγραφέα– κριτικού και η αλληλεπίδρασή τους στιγματίζεται στο βαθμό που επιφέρει σημαντικές έως τραγικές αλλοιώσεις στην αντίληψή μας για το τι είναι λογοτεχνία και κριτική και επιδρά καταλυτικά τόσο ως προς την συγγραφή όσο και ως προς την πρόσληψη του λογοτεχνικού έργου, διαστρέφοντας, στην ουσία, τη φύση της ανάγνωσης και της λογοτεχνίας.

Πόσο επίκαιρα είναι όλα αυτά στις μέρες μας; Ασφαλώς τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα, ιδίως μετά την ανάδυση των νέων τεχνολογιών και την εντυπωσιακή ανάπτυξή τους. Η Ίντιθ Ουόρτον  φαίνεται να εντοπίζει την αρχή του κακού και να στηλιτεύει ό,τι στη συνέχεια αποτέλεσε κοινό τόπο. Η κριτική του μηχανικού αναγνώστη δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως κριτική του μαζικού πολιτισμού. Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις έχει  μέσω της αποπροσωποποίησης μετεξελιχθεί σε «αχταρμοποίηση», επιτρέψτε μου τον νεολογισμό, έχει αφήσει εμφανώς το αποτύπωμά της.

Το βιβλίο, κάθε βιβλίο, είναι, για να θυμηθούμε τον Στεφάν Μαλαρμέ, «ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο», ένα ταξίδι εμπειρίας. Κοντινό ή μακρινό, δεν έχει σημασία, σίγουρα κάπου θα σε πάει. Είναι άτοπο να το κρίνουμε από τον αριθμό των επιβατών, είτε αυτοί είναι λίγοι είτε πολλοί. Η βιβλιοφιλία είναι μια ευχάριστη όσο και παλλαπλά ωφέλιμη συνήθεια που καλλιεργείται από την παιδική ηλικία και η οικογένεια έχει τον πρώτο λόγο σ’ αυτό. «Μιμητικό ον», κατά τον Αριστοτέλη, το παιδί, αντιγράφει αυτό που βλέπει, αυτό που παρατηρεί. Έτσι, βλέποντας από μικρή ηλικία τους γονείς του να διαβάζουν -κάποιο βιβλίο, περιοδικό ή κάποια εφημερίδα- μυείται και κείνο στο διάβασμα. Το τι θα επιλέξει να διαβάζει είναι το επόμενο βήμα, θέτοντας υπόψη του, αλλά και εξηγώντας του ορισμένα κριτήρια ποιότητας. Μια βιβλιοθήκη, «νοσοκομείο του πνεύματος» σύμφωνα με ένα αιγυπτιακό γνωμικό, είναι απαραίτητη σε κάθε σπίτι και η παρουσία της δεν σχετίζεται απαραίτητα με την οικονομική επιφάνεια της οικογένειας. Πάντα περισσεύουν- ακόμη και από τα λίγα- για την αγορά ενός βιβλίου.   

Ανέκαθεν υπήρχε μια μεσαίου βεληνεκούς εύπεπτη λογοτεχνία, που στηριζόταν στις πωλήσεις, για να υποθάλπει οικονομικά εκείνη που στηριζόταν στην κρίση του χρόνου. «Εγώ είμαι εγώ, επί τα βιβλία που διάβασα» προβλήθηκε ως η απλοϊκή πνευματική εξίσωση. Όλο και περισσότερο οι εγχώριοι εκδοτικοί οίκοι «συμμορφούμενοι» με τις απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού, επενδύουν σε «εύπεπτα» αναγνώσματα (τα Άρλεκιν, το αστυνομικό μυθιστόρημα και η ροζ λογοτεχνία αποτελεί, λίγο πολύ τη "ναυαρχίδα" τους), τραβώντας τις συνολικές πωλήσεις πιο ψηλά. Έλληνες και Ελληνίδες συγγραφείς -ιδίως μυθιστοριογράφοι- κάνουν το ένα best seller πίσω από το άλλο και έχουν μπει στα περισσότερα νοικοκυριά αποκτώντας φανατικούς οπαδούς.

Είναι η «εύπεπτη» λογοτεχνία το «αναγκαίο κακό» του βιβλίου, το οποίο μπορεί να το βοηθήσει να επιβιώσει; Στα πλαίσια αυτά το εμποριοεκδοτικό σύστημα ωθεί συγγραφείς, οι οποίοι  έχουν επιδοθεί σε μία εξωπραγματική και αφύσικη παραγωγή εκδίδοντας τουλάχιστον ένα βιβλίο τον χρόνο. Είναι γεγονός ότι  το σημερινό βιβλίο με δοδομένη την κυριαρχία του διαδικτύου προσπαθεί να επιβιώσει στα πλαίσια του νέου ψηφιακού ανταγωνισμού, και μέσα από τέτοιες κινήσεις, όχι απαραίτητα σωστές. Υπάρχει, όμως, και η άποψη, όχι αβάσιμη, η οποία στηριζόμενη στην καθολική απόφανση «ουδέν κακόν αμιγές καλού», υποστηρίζει ότι τα ευπώλητα αναγνώσματα, παρότι διαμορφώνουν εσφαλμένα τα πρότυπα των αναγνωστών / αναγνωστριών, ανοίγουν τη δεξαμενή των βιβλιόφιλων που μπορούν αύριο, με τη σωστή καθοδήγηση, υπό προϋποθέσεις, να οδηγηθούν στην «πραγματική» λογοτεχνία. Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραφε ότι «το διάβασμα είναι όπως η τροφή και το νερό ∙ το πνεύμα που δεν διαβάζει χάνει βάρος, όπως ένα σώμα που δεν τρώει». Όπως, όμως, δεν τρώμε όποια τροφή, ούτε πίνουμε όποιο νερό  μάς προσφέρεται, έτσι φροντίζουμε να μη «ταΐζουμε» το πνεύμα μας με όποιο ανάγνωσμα μάς σερβίρεται. 

ΥΓ.: Επειδή «από Αύγουστο χειμώνα», όσο κι αν η κλιματική αλλαγή έχει μετατοπίσει τον εποχικό κύκλο, εύχομαι στους αναγνώστες της στήλης, μερικοί μάλιστα είναι φανατικοί Επιφυλλιδόφιλοι και τους ευχαριστώ γι΄ αυτό, ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ.