Φθινοπωρινές πινελιές…

on .

Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο. Ακουμπισμένη στο περβάζι η κυρά-Παγώνα κοιτάζει με απλανές βλέμμα τη φύση. Aρχοντογυναίκα, από μεγάλη γενιά, γεμάτη ευγένεια και καλοσύνη. Η παράξενη ησυχία την τρομάζει. Αλήθεια, πόσο μελαγχολικό είναι το φθινόπωρο. Φέρνει το βλέμμα της τριγύρω στο χωριό. Κιτρινισμένες οι σκεπές απ’ τη χρυσή σύναξη των φύλλων. Χλωρά κοκκινωπά θυσανωτά πλατάνια, αχνά του σπαραγμού, αφήνουνε αχνάρια, ξερά

νεκρά τα φύλλα συλλογισμένα καταγής. Λίγα μόνο στις κορφές ξεμοναχιασμένα, να πέφτουν από κανένα αραιά-αραιά κόκκινα και χλωμά, φθοράς στολίδια όλα του πικρού χαμού.

Αγναντεύοντας πέρα στα βουνά, βλέπει βρονταστράμματα, σύγνεφα κουρασμένα σε βουνόκορφα ακουμπισμένα. Ο ουρανός σκοτεινιασμένος και βαρύς, βρεγμένοι οι δρόμοι γεμάτοι κι αυτοί από τα πεσμένα φύλλα.

Το φώς του ήλιου απρόθυμα πελιδνό, αδύναμο, δεν καίει πια κι όσο σκέφτεται ότι οι μέρες αρχίζουν να μικραίνουν, και οι βροχές θα τρέχουν στα σοκάκια παρασύροντας τα πεσμένα φύλλα και το κρύο θα κάνει την εμφάνισή του, πόσο τη μελαγχολεί.

Η μέρα άρχισε να σώνεται και το τελευταίο πέταγμα των χελιδονιών στ’ απόσπερα βάθη έτοιμα για το μακρινό ταξίδι. Το φεγγάρι ακούμπησε για μια στιγμή στην κορφή των γυμνών δέντρων κι ύστερα βυθίστηκε στις πυκνές φυλλωσιές.  Άθελα αυτό το τοπίο της θύμισε κάτι άλλο, το φθινόπωρο της ζωής. 

Πόσο  μοιάζει η ζωή της με το φθινόπωρο. Αλλά και πόσο διαφορετικό είναι. 

Ενώ το φθινόπωρο στη φύση προμηνύει μια καινούργια άνοιξη, το φθινόπωρο της ζωής είναι ο προάγγελος μιας βαρυχειμωνιάς, ενός τέλους.

Έκλεισε το παράθυρο και στάθηκε μπροστά στον μεγάλο καθρέπτη. 

Το είδωλο της φάνηκε άγνωστο, μα αληθινό.

Βαθιές  ρυτίδες, αχνάρια που άφησε ο χρόνος στο διάβα του, αυλάκωναν ένα λεπτό πρόσωπο. Δυο μεγάλα μάτια αποτελούν αντίθεση με την ήρεμη, βουβή οπτασία της. Τα μαλλιά φορτωμένα χιόνια. Πρόσωπο χλωμό ρεμβώδες. Τίποτα δεν είναι όπως πρώτα, τίποτα δεν  θα μπορεί να αναπληρώσει το κενό που αισθάνεται.

Κάποτε, καθήμενη στο περβάζι, αγνάντευε το κοπάδι της, που διάβαινε τα διάσελα με τον άντρα της και το γιό της, πηγαίνοντας στα χειμαδιά.

Ξαφνικά το είδωλό της χάθηκε μέσα από το μισητό γυαλί. Είδε τον εαυτό της μικρό κοριτσάκι να τρέχει ανέμελα. Οι αναμνήσεις όμοιες με χάρτινο ντεκόρ, και την ίδια στιγμή βρέθηκε σ’ ένα κάμπο ματωμένο από τις παπαρούνες.

Χαρούμενη ζούσε το «παρόν» όπως εκείνη το ήθελε. Δεν την μελαγχολούσε όπως τώρα- όταν ο άνεμος τρελόπαιζε με τα δέντρα, σφυρίζοντας κάποιο ελεγείο. Δεν την ένοιαζε, αν οι παπαρούνες, δαρμένες από την ορμή του, άφηναν τα κατακόκκινα πέταλά τους στην αόρατη αγκαλιά του. Ήταν νέα, η ζωή της ανήκε.

Η εφηβική ηλικία την οδηγούσε σε κόσμους πρωτόγνωρους πέρα από κάθε γήινο, σε μια χώρα γεμάτη συναισθήματα και λυρισμό.

Η ευτυχία της επισφραγίστηκε με το γάμο. Ξαναζούσε έντονα τη στιγμή που λευκοφορούσε, στολισμένη με λεμονανθούς, στάθηκε δίπλα στον αγαπημένο της, την πρώτη της αγάπη.

Ξάφνου ανασκίρτησε. Όλο της το είναι το γέμισε μια μορφή γνωστή, μακρινή, πολυαγαπημένη. Ο γιός της. Τον έβλεπε μικρό παιδάκι να παίζει στον κήπο τους να φτιάχνει σπιτάκια, παλάτια, της παιδικής του φαντασίας να τρέχει χαρούμενο στα κοπάδια με τα σκυλιά. 

Έκανε να του χαϊδέψει τα ξανθά του μαλλιά, μα τα τρεμάμενα χέρια της έπιασαν το ψυχρό γυαλί του καθρέφτη, που την ξανάφερε στην πραγματικότητα. Με αργά βήματα προχώρησε, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Ο ήλιος είχε πια γλιστρήσει στην άκρη του ορίζοντα, σε λίγο σκοτάδι θα τύλιγε τη γη.

Κατέβηκε στον κήπο. Με χέρια που έτρεμαν, άρχισε να κόβει λίγα από τα αγαπημένα της κυκλάμινα. Τα έφερε στο πρόσωπό της, τα  φίλησε και τα δρόσισε με τα δάκρυά της. Ο άντρας της έχει φύγει απ’ τη ζωή εδώ και κάποια χρόνια. Ο γιός της πούλησε τα πρόβατα, γιατί τα ζωντανά σε θέλουν «δεμένο» και δεν έχεις προσωπική ζωή, πήρε τον ομματιών του και ξενιτεύτηκε.

 Όπως κοίταζε τα λουλούδια νόμιζε ότι ταξίδευαν για άλλον κόσμο έχοντας πάνω τους σαν πολύτιμο φορτίο το δάκρυ μιας γυναίκας, μιας μάνας. Σκυφτή κρατώντας τα κυκλάμινα γύρισε στον οντά. Εκεί είχε από κοπέλα ακόμα ‘’στημένο’’ τον αργαλειό που είχε υφάνει όλη της την προίκα. Θυμάται εκείνα τα χρόνια πως η   ύφανση γινόταν με τα δάχτυλα της ψυχής γιατί είχε τότε το μεγάλο καημό στα στήθη της.

Κάθισε και πάλι όπως κάθε βράδυ, να υφάνει για τον γιό της  προσμένοντάς τον με Ιώβεια υπομονή,  αρχίζοντας να υφαίνει για λίγο και  πάλι να ξηλώνει, όπως η Πηνελόπη του Οδυσσέα. 

 Το βλέμμα της είναι θολό δεν την βοηθάει, το αυτί της είναι στημένο στο σοκάκι μήπως και ακούσει αυτό που προσμένει χρόνια: ‘’Μάνα άνοιξε ήρθα.’’ Κι’ αυτή η μέρα αργεί να έρθει. Έχει καιρό να λάβει γράμμα. Κι’ έτσι κυλούσαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια κι’ αυτή να καρτερεί. 

Κι έμεινε η μάνα μοναχή να προσμένει. Δεν είχε τη δύναμη, αλλά ούτε το δικαίωμα ν’ αρνηθεί την ύπαρξή της. 

                                                                                          (Μέτσοβο)