Αντωνάκη, σαλπάραμε…

on .

Τον Αντωνάκη ήσυχο δεν τον έλεγες. Η δασκάλα του είχε να το λέει… Γλυκύτατος. Πρόθυμος να κάνει θελήματα… Να φέρει κιμωλίες από το γραφείο, να σβήσει τον πίνακα, να μαζέψει τις μπάλες από την αυλή, να τρίψει το σουσάμι από το κουλούρι του για να ταΐσει τα σπουργίτια… Αλλά μέγα ζωντόβολο! Καημό τόχε η δασκάλα να τον δει μια φορά να κάθεται φρόνιμος στο θρανίο του. Ο Αντωνάκης κουνούσε τα πόδια του, έσπρωχνε τον μπροστινό του, τράβαγε τις κοτσίδες της Ελενίτσας και την ώρα που οι συμμαθητές του έγραφαν Έκθεση, αυτός έκοβε βόλτες στην αυλή… Όταν πάλι τα παιδιά έβγαιναν διάλειμμα, ο Αντωνάκης έβρισκε ευκαιρία να εκφράσει το καλλιτεχνικό του ταπεραμέντο!

Ζωγράφιζε με χρωματιστές κιμωλίες όλους τους τοίχους του σχολείου, αίθουσες και διαδρόμους. Κι έβαζε την προσωπική του σφραγίδα μη εξαιρουμένης και της ασβεστωμένης μάντρας στο προαύλιο.

Η θεματολογία του ήταν πάντα η ίδια. Ο Αντωνάκης ζωγράφιζε βαπόρια! Πλεούμενα μεγάλα και μικρά, με φουγάρα κι άγκυρες, που κρέμονταν στο πλάι… Κατάρτια, σωσίβιες λέμβους, τιμόνια και φλάμπουρα κι ό,τι άλλο χωρούσε το πολυμήχανο μυαλουδάκι του γύρω από την ναυτοσύνη.

Οι προσπάθειες της δασκάλας και του Διευθυντή να τον συνετίσουν απέβαιναν άκαρπες. Τον Αντωνάκη δεν μπορούσες να τον μαλώσεις. Άνοιγε πελώρια τα μαύρα του μάτια και σε κοίταγε όλο παράπονο… Ύστερα κουνούσε το κεφάλι, πως όχι δεν θα ξαναμουτζούρωνε τους τοίχους με τα καράβια του. Και πως θα είναι φρόνιμος και θα παρακολουθεί το μάθημα. Κι έτσι για λίγες μέρες τηρούσε την υπόσχεσή του. Δεν ζωγράφιζε καράβια. Έφτιαχνε μόνο βαρκούλες…

Στο σπίτι του Αντώνη στις εργατικές κατοικίες του Αγίου Νικόλα, τα πράγματα δεν διέφεραν και πολύ. Η μάνα του τον είχε περισσότερη έγνοια από τ’ άλλα της παιδιά. Και μπορεί η βιοπάλη και το προσωπικά της βάσανα να την υπονόμευαν στην καθημερινότητά της, όμως αδιάκοπα με το βλέμμα της τον αναζητούσε κοιτώντας το παράθυρο.

- Κορίτσια, γύρισε ο Αντωνάκης; Ρωτούσε ανήσυχη τις αδερφές του. Κι όταν πάλι έφευγε για τη βάρδια της…

- Κορίτσια έχω φυλάξει ένα πιάτο γιαχνί για τον Αντώνη. Να το ζεστάνετε όταν έρθει.

Ο Αντώνης πάντα επέστρεφε…

Μπορεί να μην προχώρησε στα γράμματα αλλά στο σπίτι έφερνε μεροκάματο. Βοήθεια πολύτιμη και για τη μάνα του και για τις δυο του αδερφές.

Σ’ αυτή τη μικρή γραφική πόλη του Αγίου Νικόλα της Κρήτης ήταν πολύ δύσκολο να συναντήσεις οποιονδήποτε μαγαζάτορα, λαϊκιτζή, οικοδόμο, ψαρά, καλλιεργητή… που να μην είχε χρειαστεί τη βοήθεια του Αντώνη. Αντώνη, έλα να φορτώσουμε τελάρα, ένα να μαζέψουμε ελιές, πήγαινε τα ψώνια στην κυρά Αργυρώ, που είναι ανήμπορη, πήγαινε στο φαρμακείο, έλα να μπαλώσουμε τα δίχτυα…

Μέχρι και σ’ ένα γραφείο τελετών δούλεψε ο Αντώνης κι έτρεχε ακούραστος με το ποδήλατό του να φροντίσει όλα όσα χρειάζεται μια κηδεία. Το αφεντικό του όμως προβληματίζονταν. Τον έπιασε λοιπόν ένα βράδυ που ξενύχταγαν τον αποθανόντα και του μίλησε: Δεν γίνεται Αντωνάκη, δεν είναι πρέπον οι συγγενείς να κλαίνε τον άνθρωπό τους κι εσύ όλο χαμόγελα μέσ’ την καλή χαρά.

- Έτσι είναι το φυσικό μου κ. Μπούκουρα δεν το κάνω επίτηδες.

- Δεν μπορώ να σε κρατήσω Αντωνάκη, οι πελάτες θα νομίζουν ότι τους κοροϊδεύουμε…

Ο Αντώνης πήγε να πει πως οι πελάτες του πλέον δεν νομίζουν τίποτε, αλλά τόπε από μέσα του.

Ο Αντώνης βάραγε αδιάκοπα πετάλι στα στενοσόκακα της πόλης κι όποτε ήθελε να πάρει μια ανάσα, κατέβαινε στο λιμάνι και περίμενε το βαπόρι που έρχονταν από τη Ρόδο και την Κω!

Έρεψες αγόρι μου, αδυνάτισες, έλεγε η μάνα του κι αναστέναζε… Σε λίγο θα περνάς μέσα από τις χαραμάδες. Ο Αντώνης γελούσε, πάντα γελούσε… Και πιτσιρικάς όταν ήταν κι έτρωγε ξυλιές από τη μάνα του για τις αταξίες του και τις κατεργαριές, ο Αντώνης την κοίταγε στα μάτια και γελούσε… Τι νάκανε κι η δόλια μάνα δεν μπορούσε να παραστήσει τη θυμωμένη. 

Τον Αντώνη τον δέχεσαι όπως είναι

Τα χρόνια περνούσαν για την οικογένεια Καρυώτη σαν ταξιδιάρικα πουλιά. Πότε καλά. Πότε στενάχωρα. Τα παιδιά έδειχναν ανέμελα. Μα οι λογαριασμοί έσταζαν πίκρα.

Ο Αντώνης τριαντάρησε κι ο Άγιος Νικόλας δεν τον χωρούσε! Είχε βαρεθεί να βλέπει τα ίδια και τα ίδια κι όποτε έβρισκε ευκαιρία πετάγονταν στο Ηράκλειο. Στο Λιμάνι του Ηρακλείου αγαλίαζε η ψυχή του… Καράβια, ψαροκάικα, σκάφη αναψυχής, νταλίκες, εμπορεύματα, επιβάτες., μαγαζιά… Ο Αντώνης παρακολουθούσε με δέος την κάθε λεπτομέρεια. Τις φορτοεκφορτώσεις, τους καβοδέτες που πηγαινοέρχονταν με τα μηχανάκια τους, τους οδηγούς από τις νταλίκες που έπαιζαν ζάρια περιμένοντας το πλοίο, τους μικροπωλητές με τα ξηροκάρπια, τον καταπέλτη όταν έκλεινε, την προπέλα που αναδεύει τα νερά καθώς οι μηχανές ανεβάζουν στροφές για να σαλπάρει το πλοίο… Μερικές φορές συνεπαρμένος κάθονταν τόσο κοντά που οι παφλασμοί τον έβρεχαν στο πρόσωπο, ο Αντώνης ανατρίχιαζε! Μπάνιο δεν ήξερε…

Τη θάλασσα τη φοβόταν και τη λάτρευε ταυτόχρονα…

TTT

Κι έτσι ένα Δεκέμβρη το πήρε απόφαση. Θα έκανε δώρο στον εαυτό του ένα ταξίδι! Θα έκοβε εισιτήριο και θα πήγαινε στον Πειραιά με όποιο πλοίο γούσταρε. Δεν θα ήταν πια παρατηρητής. Θα ήταν επιτέλους επιβάτης. Τι στο διάολο, ποτέ στη ζωή του κανένας δεν του έκανε δώρο για τα Χριστούγεννα. Είχε ζητήσει πιτσιρικάς από τον πατέρα του να του πάρει ένα ποδηλατάκι. Κι ο πατέρας, με τα μάτια κόκκινα από την πολλή ρακί, τον αποπήρε…

- Αμ, δεν είμαστε για τέτοια Αντωνάκη…

Κι ο Αντώνης σώπασε γιατί πάντα τον φοβόταν τον κυρ-Πέτρο.

Έκλεισε θέση για τις 23. Θάκανε Χριστούγεννα στον Πειραιά. Παρέα θάβρισκε, είχε τον ξάδερφό του που δούλευε στο λιμάνι και ήξερε και δυο συγχωριανούς του που είχαν καντίνα στο Χατζηκυργιάκειο…

Όλο το μήνα είχε πάρει φωτιά. Έκανε οποιαδήποτε δουλειά του ζητούσαν και συνάμα τραγούδαγε δυνατά καθώς ποδηλατούσε… Μ’ όσο κι αν ψάξω δεν βρίσκω άλλο λιμάνι…

Κι ύστερα όταν σίμωσε η ώρα ετοίμασε προσεχτικά τον σάκο του. Το καλό του παντελόνι. Το πουλόβερ που του είχε πλέξει η νονά του. Οι κάλτσες μόνο τον στενοχωρούσαν που είχαν τρυπήσει μα στον Πειραιά θ’ αγόραζε καινούργιες. Θάπαιρνε και παντόφλες για τη μάνα του και μια κολόνια για τις αδερφές του. Όλα τα είχε σκεφτεί ο Αντώνης.

Η μητέρα του τον παρακολουθούσε απορημένη να ετοιμάζει τα πράματά του.

- Γιέ μου πού πάς;

- Μάνα θα πάω στα καράβια…

Χαράματα έπιασαν Πειραιά. Δεν τον ένοιαζε που έκανε κρύο. Κάθονταν στην άκρη της πλώρης κι έβλεπε, έβλεπε αχόρταγα, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά… Πρώτα ο Φάρος. Μετά αντίκρισε τα φώτα του ουρανοξύστη, που δέσποζε στο λιμάνι. 85 μέτρα ύψος! Κι αριστερά στο Κερατσίνι θεόρατες γερανογέφυρες! Εκεί ξεφόρτωναν τα κοντέινερ από τα βαπόρια γίγαντες μήκους ακόμα και 240 μέτρων. Το πλοίο που ταξίδευε το «Blue Horizon» έμοιαζε βαρκούλα μπροστά τους…

Ο Αντώνης ανάσανε βαθειά. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε λεύτερος. Στον Πειραιά δεν τον ήξερε κανένας. Έπαψε νάναι ο χαζοΑντώνης, που κρυφογελούσαν πίσω από την πλάτη του…

Του στήναν ανόητες φάρσες, του απηύθυναν χοντρά πειράγματα… Κι αυτός πάντα χαμογελούσε… Όταν κατέβηκε στο Λιμάνι οι πίκρες της μίζερης ζωής του εξανεμίστηκαν μαζί με τον καπνό που έβγαζαν τα φουγάρα των πλοίων.

Από κείνα τα Χριστούγεννα ο Αντώνης πηγαινοέρχονταν στον Πειραιά όσο πιο συχνά μπορούσε. Μόλις κατάφερνε να μαζέψει λίγα χρήματα από τις δουλειές του, έβγαζε εισιτήριο κι εξαφανίζονταν.

Πάλι θα φύγεις Αντωνάκη; Τον ρώταγαν στο χωριό. Τι κάνεις συνέχεια στον Πειραιά; Έχω φιλαράκια και πάω να τους δω, απαντούσε…

Αλήθεια τι έκανε ο Αντώνης στον Πειραιά; Κανείς ποτέ δεν έμαθε. Ίσως γιατί κανένας δεν κατάλαβε ποτέ τον καημό του… Το πάθος του για τη φυγή… Γι’ άλλες πολιτείες και λιμάνια αλαργινά. Ποιος να καταλάβει πόσο μεγάλα όνειρα και σχέδια χωρούσαν σ’ αυτό το μικρό, ταπεινό κι ασήμαντο, για όσους τον γνώριζαν μυαλό.

Το βράδυ της 5ης Σεπτεμβρίου, ημέρα Τρίτη, ο Αντώνης έκοβε βόλτες στο λιμάνι από νωρίς. Θα σαλπάριζε στις 9 μ.μ. για το Ηράκλειο. Η θάλασσα μπουνάτσα. Οι τουρίστες λεφούσια, μπαινόβγαιναν στα πλοία, τραβώντας χαρούμενες βαλίτσες και ζωηρά σακίδια… Οι δρόμοι μποτιλιαρισμένοι κι ο Πειραιάς ολότελα καλοκαιρινός!

Μπήκε για λίγο στο πλοίο που θα ταξίδευε (ήταν πάλι το «Blue Horizon»), έκανε μερικές βόλτες στο κατάστρωμα, μα η ώρα ήταν ακόμα 8. Μετάνιωσε και ξανακατέβηκε στην προβλήτα. Τραβήχτηκε λίγα μέτρα παραπίσω κι έμεινε εκεί να παρακολουθεί την κίνηση. Δίπλα ήταν δεμένο το «Έλυρος». Τα δυο βαπόρια θα έφευγαν από τον Πειραιά σχεδόν ταυτόχρονα…

Και τότε την είδε! Τι κορίτσι ήταν αυτό! Μαύρα κατσαρά μαλλιά… Μέση δαχτυλίδι, ένα σορτς ξεθωριασμένο, αθλητικά παπούτσια, το δέρμα της ηλιοκαμένο, σαν σοκολάτα γάλακτος…

Ο Αντώνης έχασε την αίσθηση του χρόνου. Το ρολόι του μυαλού του σταμάτησε. Το βλέμμα του ακολουθούσε πλέον τα βήματα της κοπέλας. Φαίνονταν βιαστική και τραβούσε μια μεγάλη κίτρινη βαλίτσα με ρόδες.

- Να σε βοηθήσω, ψέλλισε ο Αντώνης, μα δεν τόλμησε να την πλησιάσει. Η κοπέλα συνέχισε να περπατάει γρήγορα… κόντευε 9. Σε ποιο πλοίο άραγε θα μπει στο δικό του ή στον «Έλυρο»; Έκανε μια κίνηση να τρέξει προς το πρακτορείο, ν’ αλλάξει το εισιτήριό του, να ταξιδέψει κι αυτός με τον «Έλυρο»… για νάναι κοντά της. Να την προσέχει. Θα την κέρναγε πορτοκαλάδα και καφέ, αμέ και τοστ αν ήθελε… Έβαλε το χέρι στη τσέπη, του είχαν περισσέψει χρήματα, ελάχιστα έξοδα είχε κάνει στο ταξίδι του. Και σήμερα όλη μέρα την είχε βγάλει με δυο σουβλάκια που τον κέρασε ο ξάδερφός του και μια σοκοφρέτα.

Έμεινε μετέωρος. Όχι, δεν προλάβαινε ν’ αλλάξει το εισιτήριο. Το κορίτσι όλο και ξεμάκραινε. Η καρδιά του σφίχτηκε. Αίφνης ένα δυνατό βουητό τον έβγαλε απότομα από τους λογισμούς του. Οι μηχανές στο «Blue Horizon» στο φουλ! Οι νταλίκες που περίμεναν είχαν περάσει όλες μέσα. Σήκωναν κυριολεκτικά τον καταπέλτη!

Αλάφιασε ο Αντώνης! Έρχομαι, φώναξε δυνατά. Έρχομαι… Ο εύσωμος ύπαρχος που στέκονταν στην άκρη του καταπέλτη έδειξε να μην τον ακούει.

Ο Αντώνης πρόλαβε να πηδήξει το τελευταίο δευτερόλεπτο πάνω στον καταπέλτη. Ο ύπαρχος τον έσπρωξε πίσω. Φύγε από δω, του είπε με πρόσωπο κατακόκκινο από θυμό και μάτια αγριεμένα. Ο Αντώνης γέλασε και χίμηξε πάλι να μπει μέσα. Ο ύπαρχος τον απώθησε με δύναμη, ξεκουμπίσου είπα ρεμάλι…

Ο Αντώνης συνέχισε να χαμογελάει αμήχανα, ήταν μαθημένος στις σπρωξιές και στις κλωτσιές. Πλάκα έκανε μαζί του ο Ύπαρχος… Όρμησε και πάλι μέσα. Με το δεξί του χέρι ο Ύπαρχος τούχωσε μια δυνατή σπρωξιά στο στήθος… Το καράβι αποκολλήθηκε, το νύχι του καταπέλτη δίπλωσε και η μικρή χαραμάδα τον κατάπιε.

Ο εύσωμος ύπαρχος έτριψε τα χέρια του ικανοποιημένος που ξεφορτώθηκε για πάντα τον ενοχλητικό ποντικαρά και γύρισε τις πλάτες για να μπει μέσα στο πλοίο.

Για λίγα δευτερόλεπτα μόνο το χαμόγελο του Αντώνη φάνηκε να ταξιδεύει πάνω στα κύματα. Κι ύστερα ο νεαρός άντρας σάλπαρε για τη χώρα του Ποτέ.

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.