Φθινοπωρινός… Αποχωρισμός

on .

• Ήρθε η ώρα του αποχωρισμού κι είναι μια ώρα δύσκολη του χωρισμού η ώρα, βαρύς ο πόνος και βουβός, όπως λέει και το τραγούδι. 

Ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό και σου πνίγει τη φωνή, βουρκωμένα τα μάτια και θολό το βλέμμα, θολωμένο το μυαλό και να βουίζουν τα αφτιά του από τις δύο τις λέξεις: «Θα ξανάρθω-Μη πάψεις να μ’ αγαπάς» κι έτσι απλά έφυγε. 

Δεν ξέρει που να πάει, ο γιαλός έχει φουρτούνα. Όχι, θα πάει απέναντι στο ταπεινό το καπηλειό να πνίξει τον πόνο του στο πιοτό. 

Ο μισεμός, πάνω σ’ ένα βαπόρι της γραμμής. Η μαύρη, στον ουρανό, γραμμή του βαποριού στερνό σινιάλο. 

Έρημη η προβλήτα, γατούλες και σκυλάκια παιχνιδίζουν με το ψιλόβροχο και τον αέρα. Χάθηκε πια το βαπόρι, μόνο ο καπνός του φαίνεται όπως αλαργεύει. Βούρκος πια η θάλασσα, σαν εγκαταλειμμένη στέρνα, μαύρος ο θόλος τ’ ουρανού, πώς η προσευχή να φτάσει στα ουράνια; 

Άπιαστη σκιά πια το βαπόρι χάθηκε στου ορίζοντα τα βάθη στ’ απέραντο γαλάζιο. Ο νεαρός ψαράς καθισμένος στο τραπεζάκι με το χαμηλωμένο φως αγναντεύει μελαγχολικός το σούρουπο της απεραντοσύνης της θάλασσας και ο νους του τον οδηγεί σ΄ εκείνη. Θυμάται, σαν βγήκε πρωί στην προβλήτα από τη νυχτερινή ψαριά, εκείνη διάβαινε και διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους και δίχως να τους ρωτήσουν δώσαν υπόσχεση να ξαναϊδωθούν. Έτσι κι έγινε. 

Τώρα συλλογιέται: «δεν θα δω πια ν’ αναφιλάει τ’ αγέρι το δάσος των μαλλιών της». Μόνο στην πέτρα τώρα σκαλισμένος ο έρωτας με τα δυο τους αρχικά γράμματα χαραγμένα κι ένα βέλος να διαπερνά την καρδιά που ματώνει. 

Με την πρώτη βροχή και τον αέρα σβήσαν οι καρδιές και τα παιχνίδια που φτιάχνανε στην άμμο τις αυγές. 

«Φθινόπωρο κι έσβησε το ξανθό σου αστέρι και τώρα τι μένει; Φθινόπωρο κι έγινε βορινό τ’ αγέρι». Το πελαγίσιο αγέρι που μουρμούριζε γλυκά στ’ αφτιά τους φυσομανάει τώρα, οι γλάροι και τ’ άλλα θαλασσοπούλια πετούσαν από πάνω τους, τώρα όμως βιάζονται να κουρνιάσουν, αφήνοντας κατά μέρος το κυνήγι και τα παιχνιδίσματα. 

Οι λιγοστοί ντόπιοι τρέχουνε μεσ’ το ψιλόβροχο και στον αέρα το δυνατό και τους πιάνεται η ανασεμιά τους. 

Ανελέητα τα κύματα έρχονται με δύναμη και ξεψυχάνε πάνω στα βράχια, τα θολά νερά αλλού πρασινίζουν, άλλα μαβιά, αλλού μελανιάζουν πιο άγρια σαν κρούσταλλα του χειμώνα. 

Ψηλά το ερημοκκλήσι δαρμένο από την αντηλιά και το ψιλόβροχο στέκει ψυχαλιασμένο. Τα χορτάρια αχνίζουν άχυρα χρυσοφρυγανισμένα. 

Γυρίζει σαν τρελή η φτερωτή του ανεμόμυλου από τον δυνατό πελαγίσιο αέρα. 

Εκείνη ψιλόλιγνη με καθάριο πρόσωπο, με μάτια γαλανά και μπούκλες χτενισμένα τα ξανθά της τα μαλλιά, με μια βαλίτσα στο χέρι, σέρνει τα βήματά της με βαριά καρδιά κι ανεβαίνει στο βαπόρι κι αποχαιρετά το νησί και τον καλό της. 

Μπαίνοντας το φθινόπωρο έπρεπε να φύγει, αφήνοντας πίσω της συμπυκνωμένες μνήμες και καημούς και το άλλο μισό της. 

Ανεβαίνει και πιάνεται στο κατάρτι, αλήθεια πόσο θα’ θελε να ζήσει, όπως στον «Τιτανικό» πριν βυθιστεί, παρόμοιες στιγμές λατρείας και αγάπης με τον αγαπημένο της ψαρά. 

Βυθίζεται στις αναμνήσεις της, τον όμορφο ψαρά με το μελαψό πρόσωπο το ανεμοδαρμένο, τα μαύρα του μαλλιά, το όμορφο μουστάκι του, τα γκριζοπράσινα μάτια του, το μελαψό και μυώδες σώμα του, αλλά κι εκείνο το αφοπλιστικό χαμόγελο που την μάγεψε.

 Φέρνει μπροστά της το νησί με τ’ άσπρα σπιτάκια ένα-ένα στη θάλασσα αντίκρυ απλωμένα που τώρα πια θα γίνει το αραξοβόλι των ονείρων και των αναμνήσεών της. Εκεί μακριά στο γιαλό της θάλασσας και το παρελθόν συνομιλούν αντάμα. 

Πώς να ξεχάσει το καλοκαίρι που πέρασε; Πώς να ξεχάσει τις βαρκαρόλες που έκανε με τον αγαπημένο της, ξανοίγοντας στο πέλαγος, αφήνοντας τα κουπιά, να τους πηγαίνει η βάρκα μόνη, να μετράνε τ’ άστρα και να τρέχουνε να βρούνε το αστέρι που βλέπουνε να πέφτει; 

Αλλά και η γιορτή της Μεγαλόχαρης είχε άλλη αίγλη στο νησί. Ανήμερα στην εκκλησία. Τα δάκρυα και ο στεναγμός της αρφάνιας από των πνιγμένων θαλασσινών σφιχτοπλέκοντας στεφάνι ταπεινό μα πολύτιμο, γύρω από τη γλυκιά μορφή της Κατευωδότριας, κι όταν σήμανε η απόλυση ο καθένας πήραμε από ένα κλαράκι μυρσινιάς να τ’ αποθέσουμε στο εικονοστάσι.

Ύστερα ήρθε ένα μεγάλο φεγγάρι Δεκαπενταυγουστιάτικο για να φωτίσει τη νύχτα και πάνω στα νερά θα περπατήσει η κυριαρχία της Αγάπης. «Μη πάψεις να μ’ αγαπάς» μονολογεί. 

Βούρκωσε  σήμερα η μέρα…ψιχαλίζει, ο νοτιάς τρυπάει κόκκαλα, οι στοχασμοί τον φέρνουνε στο Μώλο.  Κι’ ήρθε η νύχτα αντάμα με βροχή κι’ ανάψανε τα φώτα τρεμοπαίζοντας  στα γαλάζια  νερά λες και κάνανε σινιάλα σε δυό δακρυσμένα μάτια επάνω εκεί στην κουπαστή, ν’ αγναντεύει πίσω  και να βλέπει θολό  το νησί. Κι’ όλο στήνει τ’ αυτί  ν’ ακούσει  απ’ τη γνώριμη φωνή λόγια αγάπης παντοτινά.

Καλό φθινόπωρο!

Γιάννης Τσόδουλος